Σε μια κίνηση που σηματοδοτεί τη σκλήρυνση της αμερικανικής αντιναρκωτικής στρατηγικής, οι Ηνωμένες Πολιτείες ενέταξαν το κολομβιανό καρτέλ ναρκωτικών Clan del Golfo στον κατάλογο των «ξένων τρομοκρατικών οργανώσεων». Πρόκειται για τη μεγαλύτερη ένοπλη εγκληματική οργάνωση της Κολομβίας και έναν από τους βασικούς πυλώνες του παγκόσμιου εμπορίου κοκαΐνης.
Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάρκο Ρούμπιο, χαρακτήρισε το καρτέλ «ισχυρή και εξαιρετικά βίαιη εγκληματική δομή με χιλιάδες μέλη», επισημαίνοντας ότι η κύρια πηγή χρηματοδότησής του είναι η διακίνηση κοκαΐνης, αλλά και δραστηριότητες όπως οι εκβιάσεις και η παράνομη εξόρυξη χρυσού. Όπως τόνισε, η Ουάσινγκτον θα αξιοποιήσει «κάθε διαθέσιμο εργαλείο» για να ανακόψει τη δράση διεθνικών καρτέλ που συνδέονται με τη βία, την τρομοκρατία και τη διοχέτευση ναρκωτικών στις ΗΠΑ.
Η απόφαση εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο της αντιναρκωτικής πολιτικής των τελευταίων ετών, με τις αμερικανικές κυβερνήσεις να αντιμετωπίζουν ολοένα και περισσότερο τα καρτέλ της Λατινικής Αμερικής όχι μόνο ως εγκληματικές οργανώσεις, αλλά ως απειλές εθνικής ασφάλειας. Η κυβέρνηση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ έχει υιοθετήσει σκληρή ρητορική και πρακτική, συνδέοντας άμεσα τη διακίνηση ναρκωτικών με τη παράνομη μετανάστευση και τη διασυνοριακή βία.
Παράλληλα, η προηγούμενη κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν είχε επιβάλει κυρώσεις σε ανώτατα στελέχη της ηγεσίας της Clan del Golfo, γνωστής και ως Ejército Gaitanista de Colombia (EGC), παγώνοντας περιουσιακά στοιχεία και περιορίζοντας τις διεθνείς οικονομικές της συναλλαγές. Οι κυρώσεις αυτές αποτέλεσαν μέρος μιας πιο στοχευμένης προσέγγισης, με έμφαση στη χρηματοοικονομική αποδυνάμωση των καρτέλ.
Στην Κολομβία, ωστόσο, η κατάσταση παραμένει σύνθετη. Ο πρόεδρος Γουστάβο Πέτρο, από το 2022, έχει προωθήσει τη στρατηγική της «απόλυτης ειρήνης», επιδιώκοντας διάλογο με όλες τις ένοπλες οργανώσεις της χώρας. Στο πλαίσιο αυτό, ανακοίνωσε την επανεκκίνηση των συνομιλιών με την Clan del Golfo, παρά το γεγονός ότι η οργάνωση θεωρείται σήμερα η μεγαλύτερη απειλή για την εσωτερική ασφάλεια της χώρας, με περισσότερα από 7.500 μέλη, σύμφωνα με τις υπηρεσίες πληροφοριών.
Η οργάνωση, που προέκυψε από τα απομεινάρια ακροδεξιών παραστρατιωτικών ομάδων των αρχών της δεκαετίας του 2000, επιμένει να ζητά πολιτική αναγνώριση και ειδική μεταχείριση από τη Δικαιοσύνη, παρόμοια με εκείνη που δόθηκε σε αντάρτικες οργανώσεις όπως οι FARC και ο ELN στο πλαίσιο προηγούμενων ειρηνευτικών συμφωνιών.
Την ίδια στιγμή, οι ΗΠΑ εντείνουν και τη στρατιωτική και επιχειρησιακή διάσταση της αντιναρκωτικής πολιτικής τους. Ο υπουργός Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ δήλωσε ότι δεν προτίθεται να δοθεί στη δημοσιότητα αμοντάριστο υλικό από πρόσφατα πλήγματα εναντίον ύποπτου σκάφους διακίνησης ναρκωτικών στην Καραϊβική, υπογραμμίζοντας ότι τέτοια δεδομένα παραμένουν απόρρητα για λόγους εθνικής ασφάλειας.
Η εξέλιξη αυτή επιβεβαιώνει ότι η Ουάσινγκτον περνά σε μια νέα φάση του «πολέμου κατά των ναρκωτικών», όπου η διακίνηση ουσιών αντιμετωπίζεται όλο και περισσότερο ως ζήτημα τρομοκρατίας και γεωπολιτικής σταθερότητας, με σημαντικές επιπτώσεις τόσο για τη Λατινική Αμερική όσο και για τη διεθνή ασφάλεια.