Ο Γιάννης Ρίτσος ήταν ένας από τους σπουδαιότερους Ελληνες ποιητές του 20ού αιώνα. Υπήρξε πολυγραφότατος, έχοντας δημοσιεύσει κατά τη διάρκεια της εξηντάχρονης πορείας του στον χώρο των γραμμάτων πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, είκοσι δύο μυθιστορήματα, ένα θεατρικό έργο και διάφορες μελέτες.
Η ζωή και το έργο του ήταν βαθιά συνδεδεμένα με τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις της εποχής του, αποτυπώνοντας τον πόνο, την ελπίδα και την αδιάκοπη πάλη για έναν καλύτερο κόσμο.
Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε την Πρωτομαγιά του 1909 στη Μονεμβασιά, σε μια εύπορη οικογένεια φιλοβασιλικών πεποιθήσεων. Τα νεανικά του χρόνια σημαδεύτηκαν από μια σειρά από οικογενειακές τραγωδίες: ο θάνατος της μητέρας του και του αδελφού του από φυματίωση, οι ψυχικές ασθένειες που έπληξαν μέλη της οικογένειάς του και η οικονομική κατάρρευση της οικογένειας. Ο ίδιος, μάλιστα, νόσησε από φυματίωση και αναγκάστηκε να νοσηλευτεί για μεγάλο χρονικό διάστημα σε διάφορα σανατόρια.
Η καταξίωσή του ήρθε με τη δημοσίευση του ποιήματος «Επιτάφιος» το 1936.
Από πολύ νωρίς, η ποίηση αποτέλεσε γι’ αυτόν τρόπο έκφρασης και διαφυγής από τη σκληρή πραγματικότητα της εποχής. Το 1934 δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο Τρακτέρ, στην οποία αποτυπώνει τους προβληματισμούς του για την κοινωνία. Το ίδιο έτος έγινε μέλος του ΚΚΕ και άρχισε να αρθρογραφεί στην εφημερίδα Ριζοσπάστης. Η καταξίωσή του ήρθε με τη δημοσίευση του ποιήματος «Επιτάφιος» το 1936, το οποίο εμπνεύστηκε βλέποντας τη φωτογραφία μιας μητέρας που θρηνούσε τον σκοτωμένο κατά τη διάρκεια εργατικών διαδηλώσεων στη Θεσσαλονίκη γιο της. Ο «Επιτάφιος» έγινε σύμβολο του λαϊκού πόνου και της αντίστασης, μελοποιήθηκε το 1960 από τον Μίκη Θεοδωράκη και απέκτησε τεράστια απήχηση.
Την περίοδο της Κατοχής, ο Ρίτσος βρέθηκε καθηλωμένος από την ασθένεια που τον ταλαιπωρούσε επί χρόνια. Μετά την Απελευθέρωση συνέγραψε το ποίημα «Ρωμιοσύνη» και την «Κυρά των Αμπελιών». Αργότερα, μεσούντος του εμφυλίου, συνελήφθη και εξορίστηκε στη Λήμνο, στη Μακρόνησο και στον Αγιο Ευστράτιο. Απολύθηκε τον Αύγουστο του 1950. Σε όλη την υπόλοιπη ζωή του ουδέποτε έκρυψε τις πεποιθήσεις του, παραμένοντας πιστός στις ιδέες του. Το 1956 δημοσίευσε τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος», για την οποία έλαβε και το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Η Σονάτα χάρισε στον Ρίτσο διεθνή φήμη.
Το έργο του έγινε καθολικά αποδεκτό μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα.
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών, ο Ρίτσος ακολούθησε και πάλι τον δρόμο της εξορίας, πρώτα στη Γυάρο και τη Λέρο και στη συνέχεια σε κατ’ οίκον περιορισμό στη Σάμο. Το έργο του έγινε καθολικά αποδεκτό μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα. Πολλές ήταν οι εθνικές και διεθνείς διακρίσεις, από τις οποίες ξεχωρίζει το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη και τη Φιλία των Λαών (1977). Επρόκειτο για την ύψιστη διάκριση που μπορούσε να λάβει κάποιος στις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ.
Όταν ο Π. Νερούδα, έλαβε το βραβείο Νόμπελ (1972), δε δίστασε να τονίσει: «Υπάρχει ένας άλλος ποιητής, που αξίζει πολύ περισσότερο από μένα αυτή την τιμή, ο Γιάννης Ρίτσος».
Ο Γιάννης Ρίτσος έφυγε από τη ζωή στις 11 Νοεμβρίου 1990, αφήνοντας πίσω του τεράστιο πνευματικό έργο. Ο Ρίτσος πίστευε βαθιά στη δυνατότητα του ανθρώπου να διαμορφώσει έναν κόσμο πιο δίκαιο και ανθρώπινο. Η κοινωνική δικαιοσύνη, η αλληλεγγύη και η αξιοπρέπεια αποτελούσαν κεντρικές θεματικές στο έργο του. Δεν έβλεπε την τέχνη ως κάτι αποκομμένο από την κοινωνική πραγματικότητα. Αντίθετα, θεωρούσε ότι ο ποιητής έχει χρέος να εκφράζει τις ανάγκες, τους καημούς και τα όνειρα του λαού. Οι στίχοι της «Ρωμιοσύνης»: «αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο, αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο», παραμένουν έως και σήμερα επίκαιροι, εμπνέοντας τους ανθρώπους.