Όταν ο «πόλεμος κατά των ναρκωτικών» μετατρέπεται σε πόλεμο χωρίς σύνορα

 
τραμπ

Πηγή Φωτογραφίας: Kevin Lamarque / REUTERS

Ενημερώθηκε: 17/12/25 - 16:09

Από τις πρώτες κιόλας εβδομάδες της δεύτερης θητείας του στον Λευκό Οίκο, ο Ντόναλντ Τραμπ επιχείρησε μια ριζική αναδιατύπωση του δόγματος ασφαλείας των Ηνωμένων Πολιτειών: τον συμψηφισμό του πολέμου κατά των ναρκωτικών με τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας. Πρόκειται για μια στρατηγική που δεν περιορίζεται στη ρητορική, αλλά μεταφράζεται σε στρατιωτικές επιχειρήσεις, νομικές ακροβασίες και έντονη πολιτική αντιπαράθεση.

Στο πλαίσιο αυτό, τα λατινοαμερικανικά καρτέλ χαρακτηρίζονται πλέον επισήμως ως «τρομοκρατικές οργανώσεις», ενώ σκάφη που φέρονται να μεταφέρουν ναρκωτικά στην Καραϊβική και τον Ειρηνικό αντιμετωπίζονται ως εχθρικοί στόχοι, οι οποίοι εξουδετερώνονται από τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις χωρίς χρονοβόρες διαδικασίες ή δικαστικό έλεγχο.

Η πιο αμφιλεγόμενη πτυχή αυτής της πολιτικής είναι ο χαρακτηρισμός της φαιντανύλης ως «όπλου μαζικής καταστροφής». Ο όρος, βαρύς και τεχνικά φορτισμένος στο αμερικανικό και διεθνές δίκαιο, ξυπνά μνήμες από μια άλλη εποχή – εκείνη πριν από την εισβολή στο Ιράκ, όταν η κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους επικαλέστηκε ανύπαρκτα όπλα μαζικής καταστροφής για να δικαιολογήσει την ανατροπή του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν.

Τότε, ο Μπους μιλούσε στον ΟΗΕ για ένα «οπλοστάσιο τρομοκρατίας» στη Μέση Ανατολή. Τα όπλα δεν βρέθηκαν ποτέ. Σήμερα, ο Τραμπ δεν επιχειρεί καν να συγκροτήσει διεθνή συνασπισμό. Αντ’ αυτού, μεταφέρει τον φόβο των όπλων μαζικής καταστροφής στο εσωτερικό μέτωπο, ταυτίζοντάς τον με ναρκωτικές ουσίες που διακινούνται παράνομα, αλλά καταναλώνονται ευρέως στις ίδιες τις ΗΠΑ.

«Καμία βόμβα δεν προκαλεί ό,τι προκαλεί η φαιντανύλη», δήλωσε πρόσφατα, υπερεκτιμώντας –σύμφωνα με ειδικούς– τα διαθέσιμα στοιχεία για τους θανάτους από υπερβολική δόση. Το μήνυμα, ωστόσο, ήταν σαφές: οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε πόλεμο. Δεν είναι τυχαίο ότι η δήλωση έγινε παρουσία στρατιωτικών που τιμήθηκαν για τη δράση τους στα νότια σύνορα.

Η νέα αυτή αφήγηση εγείρει σοβαρά ερωτήματα για τα όρια του νόμου. Θα μπορούσε ο χαρακτηρισμός των ναρκωτικών ως όπλων μαζικής καταστροφής να ανοίξει τον δρόμο για ανάπτυξη στρατού εντός των ΗΠΑ; Ειδικοί επισημαίνουν ότι οι συνταγματικοί και νομοθετικοί φραγμοί παραμένουν ισχυροί. Όπως τονίζει η Ελίζαμπεθ Γκόιταϊν, το είδος της απειλής που προβλέπει ο νόμος είναι «άμεσο και συγκεκριμένο» και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με απλό προεδρικό διάταγμα.

Την ίδια στιγμή, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις εκτός αμερικανικού εδάφους προκαλούν έντονες αντιδράσεις. Ο υπουργός Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ υπερασπίστηκε δημόσια τη χρήση του στρατού για την καταδίωξη ύποπτων πλοίων στην Καραϊβική, μιλώντας για «εξαιρετικά επιτυχημένες αποστολές». Ωστόσο, Δημοκρατικοί βουλευτές και νομικοί εμπειρογνώμονες κάνουν λόγο για πιθανές παραβιάσεις του αμερικανικού ποινικού δικαίου, καθώς το Κογκρέσο δεν έχει εγκρίνει τέτοιες επιχειρήσεις.

Πίσω από τον «πόλεμο κατά των ναρκωτικών», πολλοί βλέπουν έναν ευρύτερο γεωπολιτικό στόχο: τη Βενεζουέλα και τον πρόεδρό της, Νικολάς Μαδούρο. Η αυξημένη στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στην Καραϊβική τροφοδοτεί σενάρια αλλαγής καθεστώτος. Υπέρμαχοι αυτής της γραμμής, όπως ο γερουσιαστής Λίντσεϊ Γκράχαμ, θεωρούν ότι οτιδήποτε λιγότερο θα εκληφθεί ως αδυναμία. Άλλοι, όπως η Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτέζ, ζητούν ρητά την έγκριση του Κογκρέσου πριν από οποιαδήποτε κλιμάκωση.

Σε αντίθεση με το 2002, όταν ο Μπους εξασφάλισε κοινοβουλευτική νομιμοποίηση για τον πόλεμο στο Ιράκ, ο Τραμπ αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο ακόμη και χερσαίων επιχειρήσεων χωρίς σαφή πολιτική εντολή. Και ενώ η αμερικανική κοινή γνώμη εμφανίζεται επιφυλακτική απέναντι σε μια στρατιωτική επέμβαση στη Βενεζουέλα, δείχνει πολύ πιο δεκτική στη χρήση βίας για την αναχαίτιση της διακίνησης ναρκωτικών.

Ίσως αυτό ακριβώς εξηγεί τη στρατηγική της κυβέρνησης: παρουσιάζοντας τα ναρκωτικά ως όπλα μαζικής καταστροφής, μετατρέπει έναν κοινωνικό και υγειονομικό εφιάλτη σε casus belli, ικανό να νομιμοποιήσει έναν ακήρυχτο πόλεμο – εντός και εκτός συνόρων.

Με πληροφορίες από CNN

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΚΛΙΚ ΕΔΩ