Μετά την αιφνιδιαστική ανακοίνωση ιρακινών σιιτικών πολιτοφυλακών που στηρίζονται από το Ιράν ότι είναι έτοιμες να παραδώσουν τα όπλα τους, η Βαγδάτη βρίσκεται μπροστά σε ένα κομβικό τεστ: αν μπορεί πραγματικά να επιβάλει μονοπώλιο οπλισμού από το κράτος ή αν πρόκειται για μια ελεγχόμενη «μεταφορά» ισχύος των ένοπλων ομάδων μέσα σε επίσημες κρατικές δομές.
Παρά το γεγονός ότι περίπου το 90% των οργανώσεων δήλωσαν συμμόρφωση, σχηματισμοί όπως το κίνημα αλ-Νουτζάμπα και η ιρακινή Χεζμπολάχ αρνούνται να αφοπλιστούν μέχρι να αποχωρήσουν, όπως λένε, «οι τελευταίοι ξένοι κατακτητές».
Κυβερνητικές πηγές μιλούν για τη δημιουργία επιτροπής υψηλού επιπέδου που θα επιβλέπει τον αφοπλισμό, συμπεριλαμβανομένων βαρέων όπλων και drones, ενώ η ανώτατη σιιτική θρησκευτική ηγεσία στηρίζει την πρωτοβουλία. Παράλληλα, αναλυτές εκτιμούν ότι ο φόβος ισραηλινοαμερικανικών πληγμάτων, αλλά και οι νέες αμερικανικές προϋποθέσεις χρηματοδότησης ασφαλείας, επιτάχυναν τις κινήσεις των πολιτοφυλακών.
Ωστόσο, η εμπειρία προηγούμενων αποτυχημένων αφοπλισμών ρίχνει σκιά στην τωρινή διαδικασία, καθώς συχνά οι οργανώσεις επανεξοπλίστηκαν ή εντάχθηκαν τυπικά στις κρατικές δυνάμεις, διατηρώντας όμως πίστη στους παλιούς ηγέτες τους. Επιπλέον, το τεράστιο απόθεμα όπλων εκτός κρατικού ελέγχου —υπολογίζεται σε εκατομμύρια τεμάχια— και οι άγνωστες κρυψώνες οπλισμού καθιστούν τον έλεγχο εξαιρετικά δύσκολο.
Σύμφωνα με κυβερνητική ενημέρωση, τα όπλα θα κατευθυνθούν σε διαφορετικούς κλάδους των ενόπλων δυνάμεων, ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη απογραφή. Ωστόσο παραμένουν σοβαρά ερωτήματα: αν ο αφοπλισμός θα είναι ουσιαστικός ή συμβολικός, αν οι μαχητές —πάνω από 150.000— θα ενταχθούν θεσμικά στις υπηρεσίες ασφαλείας ή θα οδηγηθούν στην ανεργία, και αν τελικά η υπόσχεση για κρατικό έλεγχο θα μετατραπεί σε σταθεροποίηση ή σε νέα περίοδο ανασφάλειας και εσωτερικής αποσταθεροποίησης.