Στις 4 Δεκεμβρίου, ο Λευκός Οίκος έδωσε στη δημοσιότητα τη νέα Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών, αποτυπώνοντας το πλαίσιο με το οποίο ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ επιχειρεί να προωθήσει το δόγμα «America First». Το κείμενο προβλέπει ενισχυμένη στρατιωτική παρουσία σε κρίσιμες γεωγραφικές ζώνες, προσπάθειες ένταξης χωρών στη σφαίρα επιρροής της Ουάσινγκτον μέσω ειρηνευτικών διακανονισμών, αλλά και διασφάλιση πρόσβασης των ΗΠΑ σε κρίσιμες εφοδιαστικές αλυσίδες και στρατηγικά υλικά.
Η στρατηγική παρουσιάζει τον Τραμπ ως «Πρόεδρο της Ειρήνης», σε μια προσπάθεια της κυβέρνησής του να τον αναδείξει ως αποτελεσματικό διαμεσολαβητή διεθνών συγκρούσεων, την ώρα που επιδιώκει ακόμη και τη διεθνή αναγνώριση των πρωτοβουλιών του. Σύμφωνα με το αφήγημα της διοίκησης, ο Τραμπ έχει συμβάλει στον τερματισμό ή την αποκλιμάκωση οκτώ διεθνών συγκρούσεων κατά τη δεύτερη θητεία του, με πιο πρόσφατο παράδειγμα την τελετουργική υπογραφή ειρηνευτικής συμφωνίας, στις 5 Δεκεμβρίου, μεταξύ της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό και της Ρουάντα, σε ίδρυμα που μετονομάστηκε σε Donald J. Trump Institute of Peace.
Πέρα από το Κονγκό και τη Ρουάντα, ο Τραμπ υποστηρίζει ότι διαμεσολάβησε με επιτυχία σε αντιπαραθέσεις μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν, Καμπότζης και Ταϊλάνδης, Αιγύπτου και Αιθιοπίας, Κοσόβου και Σερβίας, Ινδίας και Πακιστάν, καθώς και μεταξύ Ισραήλ και Ιράν, αλλά και στον πόλεμο της Γάζας. Ωστόσο, ειδικοί εμφανίζονται επιφυλακτικοί. Ο Πολ Στέαρς, ανώτερος αναλυτής του Council on Foreign Relations, χαρακτήρισε τα αποτελέσματα «στην καλύτερη περίπτωση μικτά», επισημαίνοντας ότι πολλές από τις συμφωνίες που παρουσιάζονται ως «κληρονομιά ειρήνης» παραμένουν εύθραυστες.
Παρά τις διαφορές τους, αρκετές από αυτές τις συγκρούσεις έχουν έναν κοινό παρονομαστή: οι εμπλεκόμενες χώρες διαθέτουν σημαντικά αποθέματα κρίσιμων ορυκτών ή ενεργειακών πόρων. Όπως σημειώνει η Χάιντι Κρέμπο-Ρέντικερ από το CFR, η «διπλωματία των ορυκτών» έχει αναδειχθεί σε κεντρικό άξονα των διαπραγματεύσεων της κυβέρνησης Τραμπ, ιδίως σε περιοχές που μαστίζονται από πολέμους αλλά είναι πλούσιες σε φυσικούς πόρους. Στόχος είναι, μεταξύ άλλων, να περιοριστεί η πολυετής κυριαρχία της Κίνας στην αγορά κρίσιμων πρώτων υλών, απαραίτητων για την αυτοκινητοβιομηχανία, την άμυνα και την τεχνολογία.
Η ίδια η Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας τονίζει ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν πρέπει ποτέ να εξαρτώνται από εξωτερικές δυνάμεις για βασικά υλικά και προϊόντα», συνδέοντας άμεσα την οικονομική αυτάρκεια με την εθνική ασφάλεια.
Στο πλαίσιο αυτό, η Ουάσινγκτον ενσωματώνει συμφωνίες πρόσβασης σε πόρους και επενδύσεις στις ειρηνευτικές της πρωτοβουλίες. Στην Ουκρανία, για παράδειγμα, οι ΗΠΑ εξασφάλισαν μερίδιο σε μελλοντικά έσοδα από κρίσιμα ορυκτά, ενώ στην Αφρική υπέγραψαν στρατηγικές συμφωνίες για κοβάλτιο και άλλα πολύτιμα υλικά. Αντίστοιχα, στον Νότιο Καύκασο και τη Νότια Ασία, οι ειρηνευτικές προσπάθειες συνοδεύονται από σχέδια υποδομών και ενεργειακών διαδρόμων.
Παρά ταύτα, πολλοί αναλυτές αμφισβητούν κατά πόσο αυτή η συναλλακτική προσέγγιση μπορεί να οδηγήσει σε βιώσιμη ειρήνη. Όπως επισημαίνουν ακαδημαϊκοί και ειδικοί, η οικονομική συνεργασία από μόνη της δεν αρκεί για να επιλύσει βαθιά ριζωμένες ιστορικές συγκρούσεις. «Δεν μπορείς να αγοράσεις την ειρήνη με συμφωνίες για ορυκτά ή ακίνητα», σημειώνουν χαρακτηριστικά, προειδοποιώντας ότι η υπερβολική έμφαση στους πόρους κινδυνεύει να υποκαταστήσει την ουσιαστική διπλωματία.
Το αν η στρατηγική Τραμπ θα αποδώσει μακροπρόθεσμα παραμένει ανοιχτό ερώτημα. Προς το παρόν, έχει καταφέρει να φέρει αντιμαχόμενες πλευρές στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων· το αν αυτό θα μεταφραστεί σε διαρκή ειρήνη, μένει να αποδειχθεί.