Στις αρχές του 2026, η Ρωσία πλησιάζει ένα ζοφερό ιστορικό σημείο αναφοράς: μέχρι τα μέσα Ιανουαρίου, η λεγόμενη «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» του Βλαντιμίρ Πούτιν στην Ουκρανία θα έχει ξεπεράσει σε διάρκεια τον πόλεμο στο Ανατολικό Μέτωπο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, από τη ναζιστική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση έως την πτώση του Βερολίνου. Η σύγκριση έχει ιδιαίτερη βαρύτητα για τον ίδιο τον Πούτιν, ο οποίος έχει επανειλημμένα αξιοποιήσει τον μύθο της σοβιετικής νίκης ως θεμέλιο της σύγχρονης ρωσικής κρατικής ιδεολογίας.
Η εξιδανίκευση του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, ακόμη και η μερική αποκατάσταση της υστεροφημίας του Ιωσήφ Στάλιν, αποτελούν κεντρικά εργαλεία του αφηγήματος του Κρεμλίνου. Όμως, σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά τη γενικευμένη εισβολή στην Ουκρανία, η πραγματικότητα απέχει από μια θριαμβευτική νίκη: η Ρωσία ελέγχει περίπου το ένα πέμπτο της ουκρανικής επικράτειας, έχει υποστεί απώλειες που εκτιμώνται σε πάνω από ένα εκατομμύριο νεκρούς και τραυματίες, ενώ ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι παραμένει στην προεδρία – μια εξέλιξη που υπονομεύει ευθέως τους αρχικούς στόχους της Μόσχας.
Παρά ταύτα, ο Πούτιν εμφανίζεται πεπεισμένος ότι ο χρόνος λειτουργεί υπέρ του. Σε συνεντεύξεις και δημόσιες παρεμβάσεις, επιμένει ότι η Ρωσία θα «απελευθερώσει» το Ντονμπάς και τις περιοχές που αποκαλεί «Νέα Ρωσία», ακόμη κι αν αυτό σημαίνει την επιβολή των διεκδικήσεών της μέσω διαπραγματεύσεων και όχι αποκλειστικά στο πεδίο της μάχης. Η σκληρή αυτή ρητορική εκλαμβάνεται από πολλούς ως μέρος μιας διαπραγματευτικής στρατηγικής, ιδίως απέναντι στον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έχει καταστήσει σαφή την πρόθεσή του να επιδιώξει μια συμφωνία για τον τερματισμό του πολέμου.
Το Κρεμλίνο εκμεταλλεύεται, ταυτόχρονα, τις ρωγμές που έχουν εμφανιστεί στο δυτικό στρατόπεδο. Από τις δημόσιες εντάσεις ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και τους Ευρωπαίους συμμάχους της έως τις αμφιλεγόμενες δηλώσεις Αμερικανών αξιωματούχων για την Ουκρανία, ο Πούτιν διαπιστώνει ότι το μέτωπο στήριξης του Κιέβου δεν είναι πλέον αρραγές. Οι επαφές κορυφής με τον Τραμπ, όπως η συνάντηση στην Αλάσκα, προσέφεραν στη Μόσχα κυρίως χρόνο: χρόνο για να συνεχίσει έναν πόλεμο φθοράς, χωρίς ουσιαστικές παραχωρήσεις.
Παρότι η Ουάσιγκτον έχει κατά διαστήματα σκληρύνει τη στάση της, επιβάλλοντας νέες κυρώσεις και ακυρώνοντας διπλωματικά ανοίγματα, οι δίαυλοι επικοινωνίας παραμένουν ανοιχτοί. Παράλληλες πρωτοβουλίες και επαφές υψηλού επιπέδου καλλιεργούν την εικόνα μιας επικείμενης συμφωνίας, την οποία όμως η Μόσχα δείχνει έτοιμη να υπονομεύσει αν δεν ικανοποιούνται οι βασικές της απαιτήσεις: καμία εδαφική παραχώρηση από τις περιοχές που διεκδικεί και καμία παρουσία του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία μετά το τέλος του πολέμου.
Στο εσωτερικό της Ρωσίας, η πραγματική διάθεση της κοινωνίας παραμένει δύσκολο να αποτυπωθεί. Η κριτική προς τον στρατό και την ηγεσία τιμωρείται αυστηρά, η οικονομία πιέζεται από κυρώσεις και ουκρανικά πλήγματα στις ενεργειακές υποδομές, όμως η πολιτική εξουσία του Πούτιν παραμένει ουσιαστικά αδιαμφισβήτητη. Χωρίς ισχυρή αντιπολίτευση και με έναν πληθυσμό που δείχνει παθητικός, ο Ρώσος πρόεδρος διατηρεί το στρατηγικό πλεονέκτημα: μπορεί να συνεχίσει τον πόλεμο, ποντάροντας στην αντοχή του κράτους και στην κόπωση των αντιπάλων του, όσο οι διαπραγματεύσεις παραμένουν ένας ανοιχτός – και εύθραυστος – γρίφος.