Η Τουρκία εντείνει την παρουσία της στα Δυτικά Βαλκάνια, χρησιμοποιώντας την ανέγερση τζαμιών ως βασικό εργαλείο επιρροής. Το φαινόμενο αυτό αποτελεί μέρος της ευρύτερης γεωπολιτικής στρατηγικής της κυβέρνησης Ερντογάν, η οποία στοχεύει στην εδραίωση της Τουρκίας ως περιφερειακής δύναμης.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το μουσουλμανικό τέμενος Ναμάζ Γκιαχ στα Τίρανα της Αλβανίας. Με μιναρέδες ύψους 50 μέτρων και δυνατότητα υποδοχής περίπου 8.000 πιστών, το τέμενος αποτελεί το μεγαλύτερο ισλαμικό χώρο λατρείας στην περιοχή. Η χρηματοδότηση ύψους περίπου 30 εκατομμυρίων ευρώ πραγματοποιήθηκε, μεταξύ άλλων, από τη Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων της Τουρκίας (Diyanet), ενώ αρχιτεκτονικά εμπνέεται από το ιστορικό Σουλτάν Αχμέτ Τζαμί στην Κωνσταντινούπολη.
Εγκαίνια με μηνύματα ισχύος και παρουσία Ερντογάν
Στον απόηχο δέκα ετών εργασιών, τον Οκτώβριο του 2024, ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εγκαινίασε το τέμενος στα Τίρανα. Η επίσκεψη συνοδεύτηκε από την υπογραφή συνεργασιών με την αλβανική κυβέρνηση στους τομείς της γεωργίας και της εκπαίδευσης, καθώς και τη δωρεά τουρκικών drones. Παράλληλα, εξασφαλίστηκε άμεσος ρόλος της Diyanet στη διοίκηση του τζαμιού και διορισμός Τούρκου ιμάμη, κίνηση που προκάλεσε αντιδράσεις στην αλβανική κοινωνία.
Η ιστορική αναφορά στην απαγόρευση κάθε θρησκευτικής έκφρασης επί κομμουνιστικού καθεστώτος, αλλά και η κατασκευή ορθόδοξου και καθολικού ναού τα προηγούμενα χρόνια, υπογραμμίζουν τη σημασία του τζαμιού ως μια νέα θρησκευτική και πολιτική παρέμβαση στην περιοχή.
Ήπια δύναμη και «Ιμπεριαλισμός Υποδομών»
Όπως επισημαίνει η κοινωνιολόγος Ναταλί Κλαγιέ, «η Τουρκία ενδυναμώνει τη θέση της στη Βαλκανική μέσω της κατασκευής τζαμιών, χρησιμοποιώντας ως ήπια δύναμη τα οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά συμφέροντα». Η ανέγερση μεγάλων θρησκευτικών έργων στα Δυτικά Βαλκάνια δεν αποτελούν μόνο έκφραση θρησκευτικής πολιτικής, αλλά εντάσσονται σε ένα πλαίσιο πολιτιστικής και στρατηγικής παρουσίας.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του τζαμιού Ναμάζ Γκιαχ, όπου οι εργασίες διακόπηκαν για δύο χρόνια ώσπου η Αλβανία να ανταποκριθεί σε τουρκικά αιτήματα για έκδοση προσώπων που συνδέονταν με το κίνημα Γκιουλέν, αποτυπώνοντας την αλληλεξάρτηση έργων και διμερών σχέσεων.
Σύμφωνα με την καθηγήτρια Ρεβέκκα Μπράιαντ του Πανεπιστημίου Ουτρέχτης, η πολιτική αυτή της Τουρκίας συνιστά «Ιμπεριαλισμό Υποδομών», καθώς η χώρα δραστηριοποιείται δυναμικά όχι μόνο σε θρησκευτικά αλλά και σε αναπτυξιακά έργα (σιδηροδρομικές γραμμές, λιμάνια, ξενοδοχεία) από τη Βοσνία και τη Γεωργία, μέχρι την Κύπρο και την Αφρική. Πολλές τέτοιες επενδύσεις καταλήγουν σε εταιρείες που διατηρούν στενές σχέσεις με τον Ερντογάν.
Ένα νέο όραμα για την επιρροή στη μετα-κομμουνιστική εποχή
Για την Άγκυρα, η περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων θεωρείται προέκταση της οθωμανικής κληρονομιάς και πεδίο ανάδειξης της Τουρκίας ως βασικού γεωπολιτικού παίκτη. Η κατασκευή τζαμιών δεν αποτελεί απλώς μια πρωτοβουλία θρησκευτικής πολιτικής, αλλά στοιχείο του τουρκικού οράματος για το μέλλον, σύμφωνα με το οποίο η ανάπτυξη και η πρόοδος δεν ταυτίζονται πλέον με τη Δύση.
Όπως περιγράφει η Μπράιαντ, τέτοια έργα «επιδιώκουν να αποτυπώσουν την εικόνα της Τουρκίας ως σύγχρονης, δυναμικής και εναλλακτικής περιφερειακής δύναμης», με έμφαση στην εθνοτική, θρησκευτική και ιστορική ταύτιση με τις τοπικές κοινωνίες. Η αφήγηση αυτή εδραιώνεται με ρητορική «αδελφοσύνης» και «κοινού πεπρωμένου» που αποσκοπεί στην καλλιέργεια δεσμών και προοπτικής πέραν των δυτικών προτύπων.
Πηγή: Deutsche Welle