Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, η Ρωσία εξέπεμψε δύο σαφή σήματα που, όταν συνδυαστούν, σκιαγραφούν τη στρατηγική επιλογή της ηγεσίας της για τη συνέχεια του πολέμου στην Ουκρανία.
Το πρώτο μήνυμα είναι θεσμικού χαρακτήρα. Ο Βλαντίμιρ Πούτιν υπέγραψε διάταγμα για την ένταξη 261.000 κληρωτών στις ένοπλες δυνάμεις το 2026, στο πλαίσιο της ετήσιας υποχρεωτικής θητείας. Αν και δεν πρόκειται για γενική επιστράτευση, η απόφαση εντάσσεται σε μια σταθερή πολιτική διεύρυνσης του ανθρώπινου δυναμικού του ρωσικού στρατού.
Από την έναρξη της εισβολής στην Ουκρανία, η Μόσχα έχει κινητοποιήσει πάνω από δύο εκατομμύρια ανθρώπους μέσω ενός μεικτού συστήματος, που περιλαμβάνει τη μερική επιστράτευση εφέδρων το 2022, τη μαζική πρόσληψη συμβασιούχων και «εθελοντών» τα επόμενα χρόνια, καθώς και τη διαρκή ροή κληρωτών, οι οποίοι λειτουργούν ως εφεδρεία και μηχανισμός αναπλήρωσης απωλειών.
Το δεύτερο μήνυμα έχει περισσότερο πολιτικό και συμβολικό βάρος. Ρωσικές αρχές υποστήριξαν ότι ουκρανικά drones επιχείρησαν να πλήξουν περιοχή κοντά στην κατοικία του Ρώσου προέδρου στο Νόβγκοροντ, μία από τις πλέον φυλασσόμενες ζώνες της χώρας. Αν και δεν δόθηκαν αποδείξεις που να επιτρέπουν ανεξάρτητη επιβεβαίωση, η ουσία του ισχυρισμού δεν βρίσκεται τόσο στο γεγονός όσο στο αφήγημα που τον συνοδεύει.
Το Κρεμλίνο επιχειρεί να παρουσιάσει τον πόλεμο όχι μόνο ως σύγκρουση εκτός συνόρων, αλλά ως απειλή που φτάνει μέχρι τον πυρήνα της ρωσικής εξουσίας. Πρόκειται για μια ρητορική «πολιορκίας», η οποία στοχεύει στη διαρκή κινητοποίηση της κοινωνίας, χωρίς να απαιτείται η πολιτικά επικίνδυνη επιλογή της γενικής επιστράτευσης.
Η χρονική σύμπτωση των δύο εξελίξεων δεν θεωρείται τυχαία. Η αύξηση του στρατιωτικού δυναμικού και η προβολή μιας υποτιθέμενης άμεσης απειλής λειτουργούν συμπληρωματικά, ενισχύοντας την εικόνα μιας χώρας που βρίσκεται σε παρατεταμένο, υπαρξιακό πόλεμο.
Προς το εσωτερικό, το μήνυμα είναι σαφές: αντοχή και συνέχεια, όχι αποκλιμάκωση. Προς το εξωτερικό, εξίσου ξεκάθαρο: η Ρωσία σχεδιάζει σε βάθος χρόνου και δεν προετοιμάζεται για σύντομη έξοδο από τη σύγκρουση. Σε αυτό το πλαίσιο, τόσο η ενίσχυση της θητείας όσο και το αφήγημα περί επίθεσης με drones αποτελούν δύο όψεις της ίδιας στρατηγικής, που επιδιώκει να καταστήσει τον πόλεμο μια «κανονική» και διαρκή συνθήκη.
Παράλληλα, στη Μόσχα εκτιμούν ότι έχουν διαβάσει τα μηνύματα των τελευταίων διπλωματικών κινήσεων, συμπεριλαμβανομένης της συνάντησης Τραμπ – Ζελένσκι, χωρίς να διαφαίνεται πρόθεση επαναπροσέγγισης μέσω προσωπικών διαύλων. Με τα σημερινά δεδομένα, η Ρωσία εμφανίζεται απρόθυμη να αποδεχθεί είτε μια ουσιαστική κατάπαυση του πυρός είτε μια νέα, διευρυμένη διαπραγματευτική διαδικασία.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η συνέχιση του πολέμου φαίνεται να αποτελεί συνειδητή επιλογή της ρωσικής ηγεσίας, μια επιλογή που δύσκολα μπορεί να ανατραπεί ακόμη και από έντονες διπλωματικές παρεμβάσεις της Δύσης.