Απάντηση στην ανακοίνωση του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών σχετικά με τη θεσμοθέτηση δύο νέων Εθνικών Θαλασσίων Πάρκων από την Ελλάδα σε Ιόνιο και νότιο Αιγαίο έδωσε, στο πλαίσιο της ενημέρωσης των πολιτικών συντακτών, ο Παύλος Μαρινάκης, ο οποίος τόνισε ότι «η Ελλάδα δεν θα μπει στη διαδικασία συζήτησης ενός ανύπαρκτου γκριζαρίσματος».
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ανέφερε αρχικά ότι «το γεγονός ότι η Τουρκία έβγαλε ανακοίνωση είναι μια απάντηση σε αυτούς που μιλάνε για ενδοτική πολιτική της χώρας. Το γεγονός ότι αντιδρά η Τουρκία θα έπρεπε να προβληματίσει κάποιους τζάμπα πατριώτες εντός συνόρων».
«Μπορεί να θεωρεί ότι θέλει η Τουρκία περί γκριζαρίσματος. Δεν θεωρούμε ότι υπάρχουν γκρίζες ζώνες. Οπότε είναι κάτι που δεν θα μας επηρεάσει, ούτε θα αλλάξει την πολιτική μας.
Είναι μια απόφαση που βασίζεται σε καθαρά περιβαλλοντικά κριτήρια, είναι μια απόφαση που είχε προαναγγελθεί από τον πρωθυπουργό. Η Ελλάδα θα την υλοποιήσει στο ακέραιο. Δεν θα μπει στη διαδικασία συζήτησης ενός ανύπαρκτου γκριζαρίσματος, το οποίο δεν θα δεχτεί ποτέ η ελληνική κυβέρνηση.
Οι εκτάσεις αυτές ήταν οι πιο σημαντικές, με βάση τα κριτήρια. Θα συνεχίσουμε τον σχεδιασμό μας όπως έχει ξεκινήσει να υλοποιείται, στο άμεσο μέλλον», συμπλήρωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.
Η αντίδραση της Τουρκίας
Νωρίτερα, το ΥΠΕΞ της Τουρκίας, μεταξύ άλλων, είχε κάνει λόγο για «μονομερείς ενέργειες», που, όπως σημείωνε, «θα πρέπει να αποφεύγονται σε κλειστές ή ημίκλειστες θάλασσες όπως στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο».
«Τα Θαλάσσια Πάρκα που θα κηρυχθούν στο Αιγαίο Πέλαγος δεν θα έχουν νομικές συνέπειες στο πλαίσιο διασυνδεδεμένων ζητημάτων του Αιγαίου μεταξύ των δύο χωρών, συμπεριλαμβανομένων γεωγραφικών σχηματισμών των οποίων η ιδιοκτησία δεν έχει μεταβιβαστεί στην Ελλάδα με διεθνείς συμφωνίες», υποστηρίζει ακόμη η Αγκυρα –επιμένοντας στο αφήγημα περί «γκρίζων ζωνών»– και προσθέτει πως «η Τουρκία θα ανακοινώσει επίσης τα έργα της που αποσκοπούν στην προστασία του περιβάλλοντος στις θαλάσσιες περιοχές τις επόμενες ημέρες».
Αναλυτικά η ανακοίνωση του τουρκικού ΥΠΕΞ:
«Στις 21 Ιουλίου του 2025, η Ελλάδα κήρυξε δύο Θαλάσσια Πάρκα, ένα στο Αιγαίο Πέλαγος και το άλλο στο Ιόνιο Πέλαγος. Αμέσως μετά την ανακοίνωση αυτής της πρωτοβουλίας από την Ελλάδα πέρυσι, το Υπουργείο μας επανέλαβε σε ανακοίνωσή του στις 9 Απριλίου 2024 ότι τα Θαλάσσια Πάρκα που θα κηρυχθούν στο Αιγαίο Πέλαγος δεν θα έχουν νομικές συνέπειες στο πλαίσιο διασυνδεδεμένων ζητημάτων του Αιγαίου μεταξύ των δύο χωρών, συμπεριλαμβανομένων γεωγραφικών σχηματισμών των οποίων η ιδιοκτησία δεν έχει μεταβιβαστεί στην Ελλάδα με διεθνείς συμφωνίες.
Τα σημεία που αναφέρονται στη δήλωσή μας εξακολουθούν να ισχύουν σήμερα.
Οι μονομερείς ενέργειες θα πρέπει να αποφεύγονται σε κλειστές ή ημίκλειστες θάλασσες όπως στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο. Το διεθνές ναυτικό δίκαιο ενθαρρύνει τη συνεργασία μεταξύ παράκτιων κρατών σε αυτές τις θάλασσες, συμπεριλαμβανομένων και των περιβαλλοντικών ζητημάτων.
Ποια η σημασία των δύο νέων Εθνικών Θαλάσσιων Πάρκων: Το υπουργείο Περιβάλλοντος εξηγεί:
Σε αυτό το πλαίσιο, θα θέλαμε να σας υπενθυμίσουμε ότι η Τουρκία, ως παράκτιο κράτος στο Αιγαίο Πέλαγος, είναι πάντα έτοιμη να συνεργαστεί με την Ελλάδα.
Από την άλλη πλευρά, επαναλαμβάνουμε ότι, όπως και στο παρελθόν έτσι και σήμερα δεν θα αποδώσουν κανένα αποτέλεσμα, οι προσπάθειες εκμετάλλευσης παγκόσμιων αξιών όπως η προστασία του περιβάλλοντος στο πλαίσιο διασυνδεδεμένων ζητημάτων του Αιγαίου και ζητημάτων που αφορούν το καθεστώς ορισμένων νησιών, βραχονησίδων και νησίδων των οποίων η κυριαρχία δεν έχει μεταβιβαστεί στην Ελλάδα με διεθνείς συμφωνίες.
Η Τουρκία θα ανακοινώσει επίσης τα έργα της που αποσκοπούν στην προστασία του περιβάλλοντος στις θαλάσσιες περιοχές τις επόμενες ημέρες.
Θα θέλαμε να εκμεταλλευτούμε την ευκαιρία για να τονίσουμε ότι η Τουρκία διατηρεί τη θέση της ότι πρέπει να υιοθετηθεί μια ειλικρινής και ολοκληρωμένη προσέγγιση για την επίλυση ζητημάτων με βάση το διεθνές δίκαιο, την ισότητα και την καλή γειτονία, στο πλαίσιο της Διακήρυξης των Αθηνών για τις Φιλικές Σχέσεις και την Καλή Γειτονία της 7ης Δεκεμβρίου 2023, η οποία αντικατοπτρίζει το πνεύμα που και τα δύο μέρη επιθυμούν να διατηρήσουν στις σχέσεις τους με την Ελλάδα».