Έντονη κινητικότητα επικρατεί σε Αθήνα, Ρώμη, Βαλέτα και Βρυξέλλες μετά από το διπλωματικό επεισόδιο με τον στρατάρχη Χαλίφα Χαφτάρ στη Βεγγάζη, με τους Ευρωπαίους να ζυγίζουν τις επόμενες κινήσεις τους στο μεταναστευτικό και να αναζητούν εκ νέου διόδους επικοινωνίας με τον άνθρωπο που κατέχει την εξουσία στην ανατολική Λιβύη και θεωρείται από πολλούς σημαντικό κομμάτι στο «παζλ» της επίλυσης του φλέγοντος αυτού ζητήματος.
Ποιος είναι, όμως, ο Χαλίφα Χαφτάρ που έδιωξε την ευρωπαϊκή αντιπροσωπεία από τη Βεγγάζη και πώς κατάφερε να πάρει υπό τον έλεγχό του την ανατολική Λιβύη;
Τα πρώτα χρόνια, η φυλάκιση και η… CIA
Ο στρατάρχης Χαλίφα Χαφτάρ γεννήθηκε το 1943 στην Αζνταμπίγια, στα ανατολικά της Λιβύης.
Το 1957 μετακόμισε στη Δάρνη, μια πόλη – λιμάνι επίσης στα ανατολικά της χώρας, για να συνεχίσει την εκπαίδευσή του ενώ το 1961 έγινε δεκτός στην στρατιωτική ακαδημία της Βεγγάζης.
Όταν ήταν 26 ετών, συμμετείχε στο πραξικόπημα που έδωσε την εξουσία στον Μουαμάρ Καντάφι το 1969.

Το 1980, ο Καντάφι προήγαγε τον Χαφτάρ σε στρατηγό και τον έστειλε να πολεμήσει στο Τσαντ, όπου και αιχμαλωτίστηκε το 1987 και κρατήθηκε φυλακισμένος για χρόνια.
Η σύλληψή του από τις δυνάμεις του Τσαντ αποτέλεσε μεγάλη πηγή ντροπής για τον Καντάφι και πλήγμα για τις φιλοδοξίες του στην ευρύτερη περιοχή.
Την εποχή που παρέμενε κρατούμενος στο Τσαντ, ο Χαφτάρ και άλλοι αξιωματικοί του στρατού κατέστρωσαν σχέδια για την ανατροπή του Καντάφι.
Αφέθηκε ελεύθερος το 1990 μετά από συμφωνία της τότε αμερικανικής κυβέρνησης με την αφρικανική χώρα.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ της αμερικανικής εφημερίδας New York Times από το 1991, η CIA έλαβε έγκριση από τον τότε πρόεδρο Ρόναλντ Ρήγκαν να χρηματοδοτήσει τον Χαφτάρ και μια μικρής αλλά πιστή ομάδας 350 στρατιωτών του, με στόχο να εκπαιδευτούν στο σαμποτάζ και τις αντάρτικες στρατηγικές και να βοηθήσουν στην ανατροπή του Καντάφι.

Στην αρχή, ο Χαφτάρ και οι στρατιώτες του εκπαιδεύονταν στο Τσαντ αλλά όταν ανετράπη η τότε κυβέρνηση της χώρας, έπρεπε να αποχωρήσουν.
Οι ΗΠΑ προσπάθησαν μάταια να τους μετεγκαταστήσουν στην Κένυα και το Ζαΐρ (τώρα η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό) και η Ουάσινγκτον αναγκάστηκε τελικά να τους χορηγήσει άσυλο.
Ο Χαφτάρ εγκαταστάθηκε στο Λάνγκλεϊ της Βιρτζίνια -όπου βρίσκονται και τα κεντρικά γραφεία της CIA- και όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, μετατράπηκε σε πληροφοριοδότη της αμερικανικής υπηρεσίας πληροφοριών.
Έλαβε αμερικανική υπηκοότητα και, το 1993, δικάστηκε ερήμην για εγκλήματα κατά της Λιβυκής Τζαμαχιρίας του Καντάφι και καταδικάστηκε σε θάνατο.
Η επιστροφή στη Λιβύη
Το 2011, όταν ξεκίνησε η επανάσταση κατά του Καντάφι, ο αρχιστράτηγος επέστρεψε στη Λιβύη, όπου ταχύτατα ανελίχθηκε σε ανώτερο διοικητή των ανταρτών της ανατολής.
Παρότι είχε τη στήριξη αρκετών ξένων κρατών -και κυρίως άμεση χρηματοδότηση από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα- ο Χαφτάρ δεν κατάφερε ποτέ να καταλάβει την Τρίπολη.
Κατάφερε, όμως, να μετατρέψει την ανατολική Λιβύη σε προπύργιό του.
Με τη βοήθεια των Λιβυκών Αραβικών Ενόπλων Δυνάμεων (LAAF) -ένα δίκτυο συνεργασίας με ηγέτες διάφορων φυλών, ριζοσπαστικών ισλαμιστών και άλλων ένοπλων φατριών με διεθνή στήριξη- απέκτησε γρήγορα τον πλήρη έλεγχο της περιοχής μέσω στρατιωτικών αλλά και πολιτικών ελιγμών.
Ο στρατάρχης -πλέον- Χαφτάρ είχε υπό τον έλεγχό του σημαντικές πετρελαϊκές εγκαταστάσεις και παρουσίασε εαυτόν ως πυλώνα σταθερότητας μέσα σε μια χώρα που ήταν βυθισμένη στο χάος.
Αρκετοί δυτικοί στήριξαν την ανέλιξή του, ελπίζοντας ότι ο στρατάρχης Χαφτάρ θα καταφέρει να σταθεροποιήσει την κατάσταση στη Λιβύη.
Μέχρι και σήμερα και -παρά το αμφιλεγόμενο παρελθόν του και τις καταγγελίες για καταπάτηση ανθρώπινων δικαιωμάτων και κλεπτοκρατίας από τις δυνάμεις του- ο Χαφτάρ συνεχίζει να δέχεται μυστική στήριξη από αρκετές δυτικές χώρες.
Τον Φεβρουάριο του 2014, ο στρατάρχης Χαφτάρ παρουσίασε σε τηλεοπτικό του διάγγελμα το όραμά του «να σώσει το έθνος», όπως χαρακτηριστικά είπε, και ζήτησε από τους Λίβυους να εξεγερθούν κατά του εκλεγμένου κοινοβουλίου -του Γενικού Εθνικού Κογκρέσου- που εκείνη την εποχή είχε ακόμη λαϊκή εντολή.
Οι δραματικές αυτές ανακοινώσεις έγιναν σε μια περίοδο που η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Λιβύης, η Βεγγάζη, και άλλες περιοχές στα ανατολικά της χώρας, είχαν περάσει στον έλεγχο της Άνσαρ αλ-Σαρία, μια τρομοκρατικής οργάνωσης φιλικής προς την Αλ Κάιντα.
Οι μαχητές της εξτρεμιστικής οργάνωσης δολοφονούσαν πολίτες και «στρατηγικούς στόχους» και προχωρούσαν σε βομβιστικές επιθέσεις κατά του στρατού, της αστυνομίας και άλλων δημόσιων λειτουργών.
Παρότι εκείνη την εποχή ο Χαφτάρ δεν είχε τους οικονομικούς πόρους να υλοποιήσει το σχέδιό του, όπως γράφει το BBC, η ανακοίνωσή του έγινε δεκτή με μεγάλο ενθουσιασμό κυρίως από τους πολίτες της Βεγγάζης, που είχαν απηυδήσει με την απροθυμία της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τους ισλαμιστές.
Τον Μάιο του 2014, ξεκίνησε η «Επιχείρηση Αξιοπρέπεια» κατά των τζιχαντιστών στη Βεγγάζη και τα ανατολικά της Λιβύης ενώ στις 4 Ιουνίου της ίδιας χρονιάς επέζησε απόπειρας δολοφονίας.
Τον Μάρτιο του 2015, η νέα κυβέρνηση της Λιβύης τον έχρισε διοικητή του Λιβυκού Εθνικού Στρατού (LNA) και τελικά τον Φεβρουάριο του 2016, οι δυνάμεις κατάφεραν να εκδιώξουν τους ισλαμιστές από τη Βεγγάζη.

Μόλις δύο μήνες αργότερα, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του Χαφτάρ ανάγκασαν τους εξτρεμιστές να παραδώσουν τα προπύργιά τους έξω από τη Βεγγάζη.
H στρατιωτική αυτή επιτυχία έκανε το στρατάρχη Χαφτάρ πολύ δημοφιλή στην ανατολική Λιβύη -κάτι που δεν ισχύει σε άλλες περιοχές της χώρας, όπου οι περισσότεροι τον θυμούνται ως στενό συνεργάτη του Καντάφι και φίλο των Αμερικανών.
Διπλωματία υψηλού επιπέδου και οι σχέσεις με τη Ρωσία
Ο στρατάρχης διατηρεί δεσμούς με τις ΗΠΑ ενώ πριν από λίγο καιρό, και η Γαλλία είχε μιλήσει θετικά για το στρατάρχη, μετά από την υπόσχεσή του να πολεμήσει την τρομοκρατία και να μειώσει τις προσφυγικές ροές προς την Ευρώπη.
Επί σειρά ετών έχει επίσης στενές σχέσεις με την Ιταλία, που επιχειρούσε να αποκτήσει άμεση πρόσβαση στο λιβυκό πετρέλαιο και να μετατραπεί σε ενεργειακό κόμβο της Μεσογείου.
Και η Ευρωπαϊκή Ένωση διατηρεί επαφές με τον στρατάρχη, με τις Βρυξέλλες να έχουν χρηματοδοτήσει στο παρελθόν τον Χαφτάρ για να περιορίσει τις μεταναστευτικές ροές.
Ο στρατάρχης έχει συσφίξει τις σχέσεις του και με τη Μόσχα, η οποία τον προσέγγισε τον Δεκέμβριο μετά από την πτώση του Μπασάρ αλ Άσαντ στη Συρία, αναζητώντας ένα ασφαλές λιμάνι στη Μεσόγειο.

«Μετά από την πτώση του καθεστώτος Άσαντ, υπήρχαν πολλές πτήσεις και εμπορικά πλοία που μετέφεραν ρωσικά υλικά και προμήθειες από της βάσεις της Συρίας προς τη Λιβύη» δήλωσε στη Deutsche Welle ο Tarek Megerisi, αναλυτής του Think Tank European Council on Foreign Relations και συγγραφέας πρόσφατης έρευνας για την επιρροή της Ρωσίας στη Λιβύη.
«Ήταν σαφές ότι στα μάτια της Μόσχας, η Λιβύη αποτελεί ασφαλές καταφύγιο στη Μεσόγειο» τόνισε χαρακτηριστικά ο ίδιος.
Τα ρωσικά πλοία βρήκαν τότε λιμάνι στο Τομπρούκ, κάτι που είχε συμβεί σύμφωνα με το Think Τank «The Soufan Center» και τον Ιούνιο του 2024, όταν δύο ρωσικά πολεμικά πλοία έδεσαν επίσης στη ναυτική αυτή βάση, που βρίσκεται υπό τον έλεγχο του Χαφτάρ.
Η Ρωσία στήριξε τον Χαφτάρ κατά τη διάρκεια της λιβυκής επανάστασης.
«Παραμένει ο πιο σημαντικός εταίρος της Μόσχας στη χώρα» δήλωσε πρόσφατα στη Deutsche Welle ο Ulf Laessing, επικεφαλής της ιδρύματος Konrad Adenauer.
Και συμπλήρωσε:
«Οι Ρώσοι έχουν επίσης διπλωματικές επαφές με τη δυτική Λιβύη και την πρωτεύουσα Τρίπολη αλλά είναι ξεκάθαρο ότι εστιάζουν στον Χαφτάρ».
Ο Σαντάμ Χαφτάρ, ο γιος του στρατάρχη και φίλος του Κρεμλίνου
Σε ανάλυσή της, η Deutsche Welle εξηγεί πως η Ρωσία αντιλαμβάνεται πως ο στρατάρχης Χαφτάρ είναι πλέον 81 ετών και πως είναι πολύ πιθανό να επηρεάζεται από τους Αμερικανούς.
Ένας από τους γιους του, ο Σαντάμ Χαφτάρ -κατά του οποίου η Ισπανία έχει εκδώσει ένταλμα σύλληψης για λαθρεμπόριο όπλων- έχει καθιερωθεί πλέον ως σημείο επαφής του Κρεμλίνου με τον στρατάρχη.

O Megerisi υποστηρίζει ότι ο γιος Χαφτάρ -μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα που εκτός από λαθρεμπόριο όπλων έχει κατηγορηθεί και για διακίνηση ανθρώπων και ναρκωτικών- έχει δώσει στη Ρωσία πρόσβαση σε σειρά λιβυκών στρατιωτικών βάσεων.
«Η Ρωσία έχει βοηθήσει σημαντικά το διάδοχο του Χαφτάρ, Σαντάμ, να επεκτείνει το ρόλο του ως διακινητής όπλων, ναρκωτικών, πετρελαίου και ανθρώπων» κατέληξε λέγοντας ο Megerisi.
Πηγή: cnn.gr