Παυλόπουλος: Η, κεϋνσιανής έμπνευσης, πολιτική του Μπάιντεν για την κρίση του κορονοϊού, αποστομωτική απάντηση στους εναπομείναντες οπαδούς του ακραίου Νεοφιλελευθερισμού

 
ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ

Ενημερώθηκε: 12/05/21 - 22:16

Σε διαδικτυακή διάλεξή του προς τους σπουδαστές του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών του Τομέα Δημόσιου Δικαίου της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με θέμα «Τα Δικαιώματα του Ανθρώπου στην εποχή της Πανδημίας του Covid-19: Το «ναυάγιο» του ακραίου Νεοφιλελευθερισμού και η εκ νέου δικαίωση της θεωρίας του John Maynard Keynes», ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας και Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ κ. Προκόπιος Παυλόπουλος επισήμανε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:

«Η βαθιά κρίση, που αφήνει πίσω της η Πανδημία του Covid-19, μπορεί να μας διδάξει πολλά, τόσο σ’ επίπεδο Δημοκρατίας όσο και σ’ επίπεδο Πολιτισμού εν γένει. Μεταξύ άλλων δε η ως άνω κρίση μας δείχνει και ότι η συνειδητοποίηση του νοήματος της αξίας του Ανθρώπου και του χρέους υπεράσπισής της σε μια δημοκρατικώς οργανωμένη κοινωνία -άρα σ’ ένα δημοκρατικώς οργανωμένο Κράτος- περνάει μέσ’ από την αντίστοιχη συνειδητοποίηση της έννοιας της Ελευθερίας και των επιμέρους δικαιωμάτων, μέσω των οποίων αυτή ασκείται.

A. Και τούτο διότι δίχως καθεστώς Ελευθερίας, τουλάχιστον υπό όρους δημοκρατικής της απόλαυσης, ουδείς μπορεί να υπερασπισθεί την αξία του και ν’ αναπτύξει ελεύθερα την προσωπικότητά του, μέσω της συμμετοχής του στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή. Πλην όμως -και πάντα σε μια δημοκρατικώς οργανωμένη κοινωνία- η Ελευθερία συνοδεύεται, ανυπερθέτως, από την «δίδυμη αδελφή» της, την Ευθύνη. Ήτοι την Ευθύνη άσκησης των δικαιωμάτων υπό όρους που ναι μεν καθιστούν την Ελευθερία πράξη, πλην όμως δεν παραβιάζουν τα δικαιώματα των άλλων και, έτσι, δεν στρέφονται ευθέως εναντίον της συνοχής του κοινωνικού συνόλου, συνακόλουθα δε δεν επιφέρουν ρήξη του κοινωνικού ιστού. Υπό τα δεδομένα αυτά το «εμβόλιο» της, όποιας, μελλοντικής Πανδημίας με βάση την σημερινή μας εμπειρία, συνίσταται και στην συνειδητοποίηση και κατανόηση του τί σημαίνει «είμαι ελεύθερος», καθώς και ποιο είναι το μερίδιο Ελευθερίας που πρέπει να εκχωρούμε -και, φυσικά, υπό ποιους όρους εκχώρησης- στους άλλους, ως «σπονδή» στο κοινωνικό σύνολο και στην αρμονική κοινωνική συνύπαρξη, όπως επίσης και πώς πρέπει να προσεγγίζουμε την Τεχνολογία και τα επιτεύγματά της, προκειμένου να στηρίζουν και όχι ν’ αναιρούν την Ελευθερία.

Β. Σε γενικές, λοιπόν, γραμμές, η Πανδημία του Covid-19 μπορεί και πρέπει να μας διδάξει πολλά για να διανύσουμε στο μέλλον την απόσταση ανάμεσα στην Ατομικότητα και στην Συλλογικότητα, έτσι ώστε να μην γίνουμε ξανά έρμαια ψευδαισθήσεων ως προς το μέγεθος της αυτονομίας καθενός και ως προς το χρέος συμπεριφοράς απέναντι στους άλλους. Μόνον έτσι θα νοιώσουμε βαθιά μέσα μας ότι η μοναχικότητα, που υπό ομαλές συνθήκες μας φαίνεται τείχος υπεράσπισης της ιδιωτικότητας, μπορεί ξαφνικά να χτίσει μιαν άλλη «Σπιναλόγκα», μέσ’ από την απομόνωση της οποίας θα νοσταλγούμε, αγιάτρευτα αλλά και μάταια, τ’ αγαθά της κοινωνικής συνύπαρξης και της Αλληλεγγύης.

Γ. Δυστυχώς, η πορεία προς το τέλος της Πανδημίας του Covid-19 αφήνει, δίχως αμφιβολία, πίσω της «ερείπια» ως προς το πάλαι ποτέ κραταιό οικοδόμημα των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην Ευρώπη, αλλά και στην Δύση γενικότερα. «Ερείπια», προερχόμενα ιδίως από την βαθιά οικονομική κρίση, η οποία έχει πλήξει βαρύτατα κυρίως τους οικονομικώς ασθενέστερους και έχει οδηγήσει από την μια πλευρά σε δραματική διεύρυνση των οικονομικών ανισοτήτων. Και, από την άλλη πλευρά, σ’ ένα είδος εκτεταμένης αποδόμησης το Κοινωνικό Κράτος και, επέκεινα, την δυναμική άσκησης βασικών Κοινωνικών Δικαιωμάτων. Υπό τα δεδομένα αυτά, η πορεία προς το τέλος της Πανδημίας του Covid-19 αποδεικνύει, με ολοένα και μεγαλύτερη ένταση, την ανάγκη ευρείας κρατικής παρέμβασης για την στήριξη των οικονομικώς ασθενέστερων και για την ανόρθωση του Κοινωνικού Κράτους, έως ότου η κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα επανέλθει σε ομαλούς ρυθμούς, όπου θ’ αρκεί η ενεργοποίηση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και η οιονεί «φυσική» λειτουργία της Ελεύθερης Οικονομίας της Αγοράς.

Δ. Κάπως έτσι, η διαχρονική ορθότητα και, ταυτοχρόνως, επικαιρότητα της θεωρίας του John Maynard Keynes -ιδίως στο έργο του «The General Theory of Employment, Interest and Money», 1936, «Η Γενική Θεωρία της Απασχόλησης του Τόκου και του Χρήματος», εκδ. Παπαζήση, 2006- περί του επιβεβλημένου της, περιορισμένης βεβαίως καθ’ ύλην και κατά χρόνο, κρατικής παρέμβασης, πρωτίστως μέσω των lato sensu δημοσίων επενδύσεων για την αντιμετώπιση κρίσεων, δίνει ξανά «αποστομωτική» απάντηση στους «αμετανόητους» οπαδούς ενός ακραίου Νεοφιλελευθερισμού. Ήτοι Νεοφιλελευθερισμού στηριγμένου στις «δοξασίες» περί της, εν πάση περιπτώσει, δύναμης «αυτορρύθμισης» της Οικονομίας της Αγοράς. Και η απάντηση αυτή έρχεται ιδίως από τις ΗΠΑ, «διά στόματος» του προσφάτως εκλεγέντος Προέδρου της Joe Biden.

Ε. Μέσα στο οικονομικό και κοινωνικό «χάος», που αφήνει πίσω της η Πανδημία του Covid-19 και η αλλοπρόσαλλη διακυβέρνηση του Donald Trump, ο Joe Biden πήρε την «σκυτάλη» από την εμβληματική παρεμβατική πολιτική του Franklin Roosevelt κατά την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης, θέτοντας τέλος στην τακτική του ακραίου Νεοφιλελευθερισμού, την οποία «εγκαινίασε» η πολιτική του Ronald Reagan. Πολιτική που αναγκάσθηκαν, δυστυχώς και παρά το αρχικώς επιφαινόμενο, να υιοθετήσουν τόσο ο Bill Clinton όσο και ο Barack Obama, ο οποίος μάλιστα είδε το «όραμα» του «Obama Care» να καταρρέει, ημιτελές και ήδη αποδομημένο. Στον αντίποδα, λοιπόν, των προκατόχων του, με φρόνηση αλλά και αποφασιστικότητα, ο Joe Biden, εκτός από ένα ταχύτατο πρόγραμμα εμβολιασμών για την αντιμετώπιση του Covid-19, εξήγγειλε ένα «γενναίο» πρόγραμμα επενδύσεων, ύψους 2 τρισ. δολαρίων για την ανάκαμψη της Οικονομίας των ΗΠΑ. Επιπλέον δε εξήγγειλε ειδικό πρόγραμμα 1,9 τρισ. δολαρίων για την ανακούφιση των μη προνομιούχων και την ανακοπή της φρενήρους πορείας των ανισοτήτων, λόγω των καταλυτικών οικονομικών επιπτώσεων της Πανδημίας του Covid-19. Με τον τρόπο αυτό ο Joe Biden φαίνεται ν’ αφήνει ανεξίτηλο το «αποτύπωμά» του στην πολιτική των ΗΠΑ μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και μάλιστα μέσα στις 100 πρώτες ημέρες της θητείας του!».