Τα εγκαίνια του αρχαιολογικού χώρου του Ανακτόρου της Πέλλας, όπου γεννήθηκε, μεγάλωσε και ανδρώθηκε ο Μέγας Αλέξανδρος, πραγματοποιήθηκαν σήμερα παρουσία της υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη.
Πρόκειται για μνημειακό συγκρότημα έκτασης περίπου 70 στρεμμάτων, το οποίο δεσπόζει σε λόφο βόρεια της αρχαίας πόλης. Όπως υπογράμμισε στην ομιλία της η προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πέλλας Ελισάβετ Τσιγαρίδα, «η ανασκαφή του Ανακτόρου ξεκίνησε το 1959 και, λόγω της τεράστιας έκτασής του και της μεγάλης κλίμακας λιθαρπαγής, υπήρξε ιδιαίτερα δύσκολη και μακρόχρονη, με χρονική ασυνέχεια που φτάνει έως σήμερα».
Η ίδια ανέφερε ότι όταν επισκέφθηκε τον χώρο το 2014 ως προϊσταμένη της Εφορείας «δεν φαινόταν σχεδόν τίποτα». «Ένα τόσο σημαντικό μνημείο, όπου γεννήθηκε και έζησε την εφηβεία του ο Μέγας Αλέξανδρος, έπρεπε να διασωθεί και να γίνει προσβάσιμο στο κοινό», τόνισε.
Το ανάκτορο οικοδομήθηκε σε διαδοχικές φάσεις από τα χρόνια του Φιλίππου Β΄ έως την ελληνιστική περίοδο. Αποτελούνταν από επτά κτήρια, οργανωμένα σε κλιμακωτά άνδηρα, και περιλάμβανε επίσημους χώρους υποδοχής, ανδρώνες για τα συμπόσια, χώρους του συμβουλίου των Μακεδόνων, βασιλικά διαμερίσματα, παλαίστρα για την εκπαίδευση των βασιλόπαιδων και των γόνων επιφανών οικογενειών, καθώς και βοηθητικά κτίσματα και στάβλους. Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση το 168 π.Χ., το ανάκτορο λεηλατήθηκε και εγκαταλείφθηκε, χωρίς να οικοδομηθεί ξανά.
Παράλληλα με τα εγκαίνια του αρχαιολογικού χώρου, εγκαινιάστηκε και το νέο κτήριο υποδοχής και εξυπηρέτησης επισκεπτών, το οποίο θα λειτουργεί ως κέντρο πληροφόρησης με αναλογικά και ψηφιακά εκθέματα. Στόχος είναι να διευκολύνεται η κατανόηση ενός εκτεταμένου αρχαιολογικού χώρου, ο οποίος, λόγω λιθαρπαγής, σώζεται κυρίως στο επίπεδο των θεμελιώσεών του.
Η υπουργός Πολιτισμού επισήμανε ότι τα κατάλοιπα του χώρου δεν είναι εύκολα αναγνώσιμα για τον επισκέπτη, γεγονός που καθιστά καθοριστικής σημασίας τη λειτουργία του κέντρου πληροφόρησης. Όπως ανέφερε, ο πλήρης ψηφιακός εξοπλισμός του θα έχει ολοκληρωθεί το αργότερο έως την 1η Απριλίου 2026, ενώ από τη νέα τουριστική περίοδο θα λειτουργήσει ηλεκτρονικό εισιτήριο τόσο στο Μουσείο όσο και στον αρχαιολογικό χώρο.
Ο δήμαρχος Πέλλας έκανε λόγο για «μια σπουδαία μέρα» για την περιοχή, επισημαίνοντας ότι η απόδοση του Ανακτόρου στο κοινό αποτελεί την αρχή μιας νέας περιόδου ευθύνης. Παράλληλα, έθεσε ζητήματα που αφορούν και άλλα μνημεία, όπως η Μητρόπολη Γιαννιτσών, το τέμενος του Ισκεντέρ Μπέη και ο αρχαιολογικός χώρος της Νέας Πέλλας.
Για πρώτη φορά στο κοινό δύο ελληνιστικά αγάλματα
Στο πλαίσιο της εκδήλωσης παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στο κοινό δύο μαρμάρινα αγάλματα ελληνιστικών χρόνων, τα οποία είχαν εντοπιστεί το 2015 στη βόρεια στοά της Αγοράς της Πέλλας. Τα γλυπτά, αποκατεστημένα ύστερα από πολυετή εργασία συντήρησης, εκτίθενται πλέον στις αίθουσες του Αρχαιολογικού Μουσείου Πέλλας.
Το ένα απεικονίζει όρθια ανδρική μορφή, πιθανότατα Σειληνό, από τον κόσμο του Διονύσου, ενώ το δεύτερο είναι επίσης λατρευτικού χαρακτήρα και αποδίδεται ως ανάθημα σε θεότητα.
Η αρχαιολόγος και καθηγήτρια Κλασικής Αρχαιολογίας Μαρία Λιλιμπάκη-Ακαμάτη εξήγησε ότι το άγαλμα του Σειληνού βρέθηκε στη βόρεια πτέρυγα της Αγοράς, σε χώρο διοικητικού αλλά και λατρευτικού χαρακτήρα, με κρηναία κατασκευή και υδραυλικές παροχές. Όπως ανέφερε, στην είσοδο του οικοδομήματος λειτουργούσε ως παραστάδα, με σηκωμένα τα χέρια και κρατώντας το υπέρθυρο της στέγης. Υπογράμμισε ότι πρόκειται για σπάνιο εύρημα, το οποίο διατηρεί και ίχνη χρωμάτων, ενώ σημείωσε ότι και το δεύτερο γλυπτό σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση.
Η Λίνα Μενδώνη χαρακτήρισε τα δύο αγάλματα «μοναδικά», τονίζοντας ότι μπορούν από μόνα τους να αποτελέσουν πόλο έλξης επισκεπτών. Στάθηκε, τέλος, στη συμβολή των αρχαιολόγων στο πολιτιστικό απόθεμα της χώρας, επισημαίνοντας τη σημασία του έργου του Γιάννη Ακαμάτη και της Μαρίας Ακαμάτη, σημειώνοντας ότι η αρχαιολογική έρευνα, όταν γίνεται με αφοσίωση και επιστημονική συνέπεια, αποτελεί κατ’ εξοχήν αναπτυξιακό έργο.