ΗΠΑ και Ουκρανία υπέγραψαν συμφωνία οικονομικής συνεργασίας, η οποία προβλέπει αφ' ενός μεν τη δημιουργία ενός κοινού επενδυτικού ταμείου για την ανοικοδόμηση της χώρας, αφ' ετέρου πρόσβαση στους ουκρανικούς φυσικούς πόρους για τις ΗΠΑ.
«Σύμφωνα με την αναπληρώτρια πρωθυπουργό και υπουργό Οικονομίας Γιούλια Σβιριντένκο το κοινό επενδυτικό ταμείο ανασυγκρότησης θα αφορά πρότζεκτ εξόρυξης ορυκτών, πετρελαίου και φυσικού αερίου, όπως και τις σχετικές υποδομές», γράφει η tagesschau.
«Οι επενδύσεις θα γίνονται αποκλειστικά στην ουκρανική επικράτεια και κατά τα πρώτα δέκα χρόνια δεν θα γίνεται διανομή, αλλά επανεπένδυση των εσόδων και των κερδών του ταμείου. Μετά από αυτό το διάστημα τα κέρδη θα διανέμονται μεταξύ των εταίρων.
Το σημαντικό για την Ουκρανία είναι πως η χώρα δεν θα έχει χρέη για τη στρατιωτική και οικονομική βοήθεια που της έχουν προσφέρει οι ΗΠΑ από την έναρξη της ρωσικής εισβολής. Αυτό αποτελούσε για καιρό ένα σημαντικό ζήτημα στις διαπραγματεύσεις, διότι ο πρόεδρος Τραμπ θεωρούσε πως τα πιθανά έσοδα από τις εξορύξεις πρώτων υλών θα είναι αντιστάθμισμα αλλά και πηγή κέρδους για τις ΗΠΑ, ως αντάλλαγμα για την αμερικανική στήριξη προς την Ουκρανία. Μετά τη συμφωνία ο Τραμπ τόνισε πως οι ΗΠΑ θα λάβουν πίσω πολύ περισσότερα απ' όσα έχουν επενδύσει ως τώρα», επισημαίνει το γερμανικό μέσο.
Επιπλέον, «σύμφωνα με τη Σβιριντένκο οι αποφάσεις γύρω από τις δραστηριότητες του ταμείου θα λαμβάνονται ισότιμα. Η Ουκρανία θα διατηρήσει τον "πλήρη έλεγχο” της επικράτειας, των υποδομών και των φυσικών πόρων της, όπως προσέθεσε ο Ουκρανός πρωθυπουργός Ντενίς Σμιχάλ.
Η Σβιριντένκο υπογράμμισε από την πλευρά της πως "η μεταβίβαση και ανάπτυξη τεχνολογιών αποτελούν ένα σημαντικό κομμάτι της συμφωνίας, επειδή δεν χρειαζόμαστε μόνο επενδύσεις, αλλά και καινοτομία”. Την ίδια στιγμή η συμφωνία δεν θα επηρεάσει με κανέναν τρόπο τις προσπάθειες που καταβάλλει η Ουκρανία για ένταξη στην ΕΕ. Η Ουκρανία συνεργάζεται και με άλλα κράτη, όπως η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία και η Ιταλία, σε διάφορα έργα για την εκμετάλλευση σημαντικών πρώτων υλών. Η ουκρανική κυβέρνηση εκτιμά πως το επενδυτικό δυναμικό έως το 2033 θα ανέλθει κάπου μεταξύ 12 και 15 δισεκατομμυρίων δολαρίων», καταλήγει η tagesschau.
«Ο πρόεδρος Τραμπ χρειαζόταν μία επιτυχία»
«Ο πρόεδρος των ΗΠΑ χρειαζόταν μία επιτυχία», γράφει από την πλευρά του το Γερμανικό Δημοσιογραφικό Δίκτυο (RND). «Απέτυχε να υλοποιήσει την υπόσχεση πως θα τερματίσει άμεσα τον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο. Και τώρα η συμφωνία του δίνει τη δυνατότητα να παρουσιάσει ένα deal. Το πότε όμως ακριβώς θα γίνουν οι επενδύσεις, όπως και το πότε θα δοθούν μερίσματα στις ΗΠΑ από το ταμείο που ακόμη βρίσκεται υπό σχεδιασμό, φαίνεται να είναι δευτερευούσης σημασίας.
Ακόμη μένει αναπάντητο το ερώτημα σχετικά με την προέλευση των χρημάτων για επενδύσεις, εφ' όσον δεν θα προκύψουν από τη φορολογία. Ο Τραμπ θα πρέπει να προσφέρει στους επενδυτές ελκυστικές συνθήκες επενδύσεων – και σε αυτές συμπεριλαμβάνεται πρωτίστως μία ειρήνη διαρκείας στην Ουκρανία».
Επιπλέον, θα πρέπει να γίνουν περαιτέρω έρευνες για να διαπιστωθεί η συνολική αξία των υπό εκμετάλλευση φυσικών πόρων της Ουκρανίας. «Αυτός είναι και ο λόγος που ο επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Helmholtz Freiberg για την Τεχνολογία των Πόρων δήλωσε στον ελβετικό σταθμό SRF ότι η διαπίστωση του Τραμπ πως οι ΗΠΑ θα έχουν έσοδα αξίας περίπου 350 δισεκατομμυρίων ευρώ από τη συμφωνία αποτελεί μάλλον "καθαρή εικασία και δεν βασίζεται σε καμία σαφή ένδειξη”», προσθέτει το RND.
«Εντείνεται η πίεση στον Πούτιν»
«Πρόκειται για μία συμβολική νίκη, την οποία ο Τραμπ χρειαζόταν επειγόντως», συμφωνεί η ZEIT Online. Ωστόσο η συμφωνία αποτελεί και για την Ουκρανία «μία διπλωματική επιτυχία. Στη συμφωνία βέβαια δεν γίνεται λόγος για συγκεκριμένες εγγυήσεις ασφαλείας από τις ΗΠΑ […] Ο μεγαλύτερος κίνδυνος όμως, το να αποσυρθεί δηλαδή ο Τραμπ από τις διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία και να αφήσει την Ουκρανία στην τύχη της, φαίνεται επί του παρόντος να έχει αποφευχθεί».
Ο Τραμπ μπορεί επίσης να παρουσιάσει τώρα τη στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία «ως μία επικερδή επένδυση» που «τουλάχιστον θεωρητικά θα φέρει χρήματα στις ΗΠΑ. Από την ουκρανική πλευρά είναι αντιθέτως σημαντικό το γεγονός ότι η συμφωνία αναφέρεται γενικώς σε παραδόσεις όπλων». Και ταυτοχρόνως με αυτήν τη συμφωνία διαφοροποιείται η διαπραγματευτική θέση των ΗΠΑ – διότι μέχρι τώρα «ο Τραμπ έλεγε πως μπορεί να συνεννοηθεί καλύτερα με τον Ρώσο δικτάτορα Πούτιν, παρά με τον Ζελένσκι».
Πλέον «υπάρχουν δύο σημαντικά ζητήματα, στα οποία η αμερικανική και η ουκρανική κυβέρνηση συμφωνούν: η συμφωνία για τους φυσικούς πόρους και το αίτημα για μία άνευ όρων κατάπαυση πυρός. Η πρόσφατη πρόταση του Πούτιν για τριήμερη εκεχειρία δεν άρεσε ιδιαίτερα στις ΗΠΑ. Η εκπρόσωπος του αμερικανικού ΥΠΕΞ Τάμι Μπρους δήλωσε την Τρίτη πως χρειάζεται μία "κατάπαυση πυρός διαρκείας και όχι ένα τριήμερο διάλειμμα, για να υπάρχει λόγος για εορτασμούς”. Και ο ειδικός απεσταλμένος του Τραμπ στην Ουκρανία, Κιθ Κέλογκ, χαρακτήρισε την πρόταση του Ρώσου προέδρου "παράλογη”. Έτσι, εντείνεται η πίεση προς τον Πούτιν να προβεί σε παραχωρήσεις», εκτιμά η ZEIT Online.
«Ο Ρώσος πρόεδρος απορρίπτει μία μεγαλύτερη κατάπαυση πυρός, φοβούμενος πως τα αιτήματά του για μη ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και αναγνώριση των κατεχόμενων εδαφών δεν θα μπορούν να εκπληρωθούν μετά από μία εκεχειρία […] Γι' αυτό και ως τώρα ο Πούτιν δηλώνει διατεθειμένος να συνομιλήσει άμεσα με τον Ουκρανό πρόεδρο – όμως πριν από μία κατάπαυση πυρός και όχι μετά».
Πηγή: Deutsche Welle