Ακόμα μια υπόθεση κακοποίησης ανηλίκου έχει συγκλονίσει τη τοπική κοινωνία της Ρόδου με θύμα μια 13χρονη, οποία φέρεται να κακοποιήθηκε συστηματικά από από τον θετό της πατέρα.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ της εφημερίδας "Δημοκρατική» της Ρόδου, το πρώτο σκέλος της προκαταρκτικής εξέτασης της υπόθεσης ολοκληρώθηκε χθες, έπειτα και από την υποβολή έγγραφων εξηγήσεων από τον καταγγελλόμενο, έναν 38χρονο άνδρα που διατηρούσε δημόσια εικόνα «υποδειγματικού οικογενειάρχη». Μάλιστα, η διερεύνηση της υπόθεσης ξεκίνησε στις 28 Απριλίου 2025, μετά από επίσημη καταγγελία της μητέρας της ανήλικης στις αστυνομικές αρχές του νησιού.
Κακοποίηση 13χρονης στη Ρόδο: “Έσπασε” μεσω μηνύματος στη μητέρα της
Όπως καταγγέλλεται, η 13χρονη φέρεται να υπέστη επανειλημμένες πράξεις γενετήσιου χαρακτήρα από τον θετό της πατέρα, με τον οποίο συμβίωνε από την ηλικία των 18 μηνών. Τα περιστατικά φέρονται να σημειώθηκαν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, εντείνοντας τις ανησυχίες για το βάθος και τη διάρκεια της κακοποίησης.
Στην καταγγελία αναφέρεται ότι η ανήλικη, σε μήνυμα που απέστειλε στη μητέρα της μέσω κινητού τηλεφώνου, αποκάλυψε με σαφήνεια γεγονότα που –κατά τα λεγόμενά της– αφορούσαν μη συναινετικές πράξεις εντός της οικογενειακής κατοικίας. Η μητέρα δηλώνει ότι ενημερώθηκε με αυτόν τον τρόπο και προέβη άμεσα σε καταγγελία, παραδίδοντας και σχετικό υλικό στις αρχές.
Τι κατεθεσε η μητέρα της 13χρονης
Σύμφωνα με ρεπορτάζ της «Δημοκρατικής» της Ρόδου ,η μητέρα της ανήλικης στη πρώτη της ένορκη κατάθεση, περιέγραψε ότι το παιδί της κατάφερε και μίλησε μετά από μαθήματα σεξουαλικής αγωγής στο σχολείο. Ανέφερε ότι, λίγες ημέρες μετά την καταγγελία, συναντήθηκε με τον καταγγελλόμενο, ο οποίος φέρεται –κατά τα λεγόμενά της– να παραδέχθηκε, υπό καθεστώς συναισθηματικής φόρτισης, τις πράξεις που του αποδίδονται, λέγοντας ότι «δεν άντεχε» και ότι «δεν ξέρει γιατί το έκανε».
Η ίδια κατέθεσε επίσης ότι ο καταγγελλόμενος της είχε στείλει μηνύματα μέσω Messenger με περιεχόμενο που –όπως υποστήριξε– υποδήλωνε ενοχή. Τα μηνύματα αυτά κατασχέθηκαν και περιλαμβάνονται στη δικογραφία.
Η κατάθεση της 13χρονης: Η κακοποίηση είχε ήδη ξεκινήσει όταν ήταν 12 ετών
Η 13χρονη εξετάστηκε από τις αρμόδιες αρχές παρουσία παιδοψυχολόγου. Συγκεκριμενα, η ανήλικη ανέφερε ότι οι αποτρόπαιες πράξεις ξεκίνησαν αρκετά νωρίτερα, όταν βρισκόταν ακόμα στην ηλικία των 12 ετών. Περιγράφει περιστατικά που φέρεται να συνέβησαν κυρίως εντός της οικογενειακής κατοικίας, σε χώρους όπως ο διάδρομος και το υπνοδωμάτιο. Αναφέρεται επίσης σε νυχτερινές προσεγγίσεις, αλλά και σε στιγμές επικοινωνίας μέσω μηνυμάτων.
Η ανήλικη φέρεται να περιέγραψε τις πράξεις ως «περίεργες», ανέφερε ότι δεν ένιωθε άνετα και ότι «ήθελε να το πει αλλά φοβόταν», ενώ φέρεται να υποστήριξε ότι «είχε καταλάβει από νωρίς πως κάτι δεν ήταν σωστό».
“Η μικρή με πλησίαζε”: Τι ανέφερε ο κατηγορούμενος στον πρώην εργοδότη του
Στη δικογραφία περιλαμβάνεται ακόμα μια κατάθεση πρώην εργοδότη του 38χρονου, ο οποίος κατέθεσε ότι σε συνομιλία που είχαν, ο καταγγελλόμενος του ανέφερε δύο περιστατικά «επαφής» με την ανήλικη. Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος περιέγραφε λεπτομέρειες στον πρώην εργοδότη του και ισχυριζόταν ότι «η μικρή με πλησίαζε». Η συνομιλία φέρεται να έλαβε χώρα λίγες ημέρες μετά την έναρξη της έρευνας, ενώ ο ίδιος ο καταθέτης δηλώνει ότι δεν είχε προηγούμενες προσωπικές σχέσεις εμπιστοσύνης με τον 38χρονο.
Τα ευρήματα που μαρτυρούν επαναλαμβανόμενη κακοποίηση
Σύμφωνα με πληροφορίες της «Δημοκρατικής» της Ρόδου, στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξέτασης διενεργήθηκε ιατροδικαστική εξέταση της ανήλικης, καθώς και ιατρική εξέταση από ειδικό γιατρό του νοσοκομείου Ρόδου. Οι εκθέσεις που συντάχθηκαν αναφέρουν –σύμφωνα με όσα περιλαμβάνονται στη δικογραφία– ευρήματα «συμβατά με επαναλαμβανόμενη κακοποίηση». Αυτά τα στοιχεία έχουν ήδη τεθεί υπό αμφισβήτηση από την υπεράσπιση, με την κατάθεση ένστασης για ακυρότητα, λόγω διαδικαστικών λόγων.
Αιφνιδιαστική ένσταση πριν τις εξηγήσεις
Όπως έγραψε η «Δημοκρατική», πριν ακόμη καταθέσει επισήμως τις γραπτές εξηγήσεις του στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης, ο 38χρονος υπέβαλε ένσταση απόλυτης ακυρότητας της προδικασίας στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου. Η κίνηση αυτή, η οποία συνοδεύτηκε από εκτενές υπόμνημα, θέτει στο επίκεντρο ζητήματα νομιμότητας ως προς τη διενέργεια κρίσιμων ιατρικών και ιατροδικαστικών πράξεων.
Η ένσταση, συνταχθείσα από τους συνηγόρους υπεράσπισης κ.κ. Στέλιο Κιουρτζή και Δήμο Μουτάφη, εστιάζει στην έλλειψη ενημέρωσης του υπόπτου για τον διορισμό πραγματογνωμόνων και την αδυναμία συμμετοχής τεχνικών συμβούλων κατά τις εξετάσεις της φερόμενης ως παθούσας. Σύμφωνα με το αιτιολογικό της υπεράσπισης, οι πράξεις αυτές, παρότι φέρουν τον τίτλο «ιατρική εξέταση» ή «ιατροδικαστική έκθεση», συνιστούν κατ’ ουσίαν τακτικές πραγματογνωμοσύνες που διενεργήθηκαν κατά παράβαση των άρθρων 192 και 204 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Το περιεχόμενο της ένστασης
Η υπεράσπιση υποστηρίζει πως η μη γνωστοποίηση του ονόματος των εξεταστών, καθώς και του τόπου και του χρόνου των εξετάσεων, στέρησε από τον καταγγελλόμενο το θεμελιώδες δικαίωμα του διορισμού τεχνικών συμβούλων. Επιπλέον, επισημαίνεται πως οι εξετάσεις δεν διενεργήθηκαν υπό το καθεστώς εξαιρετικά επειγόντων περιστατικών που να δικαιολογούν απόκλιση από την τυπική διαδικασία.
Η υπερασπιστική γραμμή χαρακτηρίζει τις σχετικές εκθέσεις «πραγματογνωμοσύνες», λόγω της ύπαρξης αξιολογικών κρίσεων, και θεωρεί πως το περιεχόμενό τους δεν πληροί τα εχέγγυα αντικειμενικής και διαφανούς απόδειξης. Ζητείται η πλήρης ακύρωση των εξετάσεων καθώς και κάθε δικονομικής πράξης που εξαρτάται από αυτές.
Οι γραπτές εξηγήσεις του καταγγελλόμενου
Ο καταγγελλόμενος κατέθεσε πολυσέλιδες γραπτές εξηγήσεις προς την Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου, στις οποίες αρνείται πλήρως κάθε αποδιδόμενη πράξη. Δηλώνει ότι δεν έχει διαπράξει καμία ενέργεια γενετήσιου χαρακτήρα και αποδίδει τους ισχυρισμούς που έχουν κατατεθεί εναντίον του σε παρερμηνείες, συγκυριακές εντάσεις και μεταβαλλόμενες στάσεις από πρόσωπα του οικείου περιβάλλοντος.
Στο υπόμνημά του παραθέτει εκτενές ιστορικό της σχέσης του με τη μητέρα της ανήλικης, την οποία γνώρισε το 2013 και με την οποία παντρεύτηκαν το 2015. Την κόρη της –γεννημένη από προηγούμενο γάμο– δηλώνει ότι την αναγνώρισε στην πράξη ως δική του και τη μεγάλωσε «σαν πατέρας» από την ηλικία του 1,5 έτους. Παρουσιάζει λεπτομέρειες από την καθημερινή συμβίωση και αναφέρει ότι ήταν απολύτως ενταγμένος στην οικογενειακή ζωή.
Αναφέρεται σε δύο περιστατικά κατά τα οποία, ενώ βρισκόταν στον διάδρομο του σπιτιού φορώντας εσώρουχα, η ανήλικη τον αγκάλιασε έντονα. Υποστηρίζει ότι αιφνιδιάστηκε και αντέδρασε με αμηχανία, αλλά όχι με τρόπο που θα διέκοπτε τη σκηνή απότομα, κάτι για το οποίο –όπως λέει– μετανιώνει και εξηγεί ότι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο αργότερα ζήτησε συγγνώμη από τη σύζυγό του.
Ο 38χρονος υποστηρίζει ότι αυτά τα δύο περιστατικά αποτελούν τη βάση των αναφορών που διατυπώθηκαν σε μεταγενέστερα μηνύματα και όχι οποιαδήποτε παραδοχή τέλεσης αξιόποινων πράξεων. Επικαλείται το περιεχόμενο των μηνυμάτων και τον χρόνο αποστολής τους, αναφέροντας ότι ερμηνεύθηκαν εκ των υστέρων με τρόπο που δεν αντιστοιχεί στην πρόθεσή του.
Παράλληλα, αμφισβητεί την ακρίβεια της κατάθεσης της 13χρονης, αναφέροντας ότι δεν προκύπτει συγκεκριμένη περιγραφή πράξεων, ενώ –κατά τον ίδιο– υπάρχουν χρονικά, τεχνικά και λογικά κενά. Επικαλείται μεταξύ άλλων:
- Τη δυσκολία στη χρονική τοποθέτηση των γεγονότων από την ανήλικη.
- Την παράλειψη αναφοράς αρνητικών συναισθημάτων ή σωματικής αντίδρασης.
- Τη φαινομενική αντίφαση μεταξύ της δήθεν οικειότητας των πράξεων και της φερόμενης «απειλής» για αποσιώπηση.
- Την αμφιθυμία –όπως λέει– της ανήλικης σε ερώτηση για το αν επιθυμεί την τιμωρία του.
Ακόμη, αναφέρει ότι το παιδί υπέφερε από παιδική ηλικία από χρόνια δυσκοιλιότητα που προκαλούσε κατά διαστήματα αιμορραγία, στοιχείο που –όπως ισχυρίζεται– μπορεί να εξηγεί ιατρικά κάποια από τα ευρήματα. Υποστηρίζει επίσης ότι παιδοψυχολόγος με την οποία συνεργάζονταν για λόγους που αφορούσαν τον γιο της οικογένειας, είχε διαβεβαιώσει τη μητέρα ότι η ανήλικη «δεν εμφάνιζε συμπτώματα κακοποίησης».
Ο καταγγελλόμενος τέλος δηλώνει ότι η δημόσια έκταση της υπόθεσης είχε ως συνέπεια την κοινωνική του απομόνωση και την επαγγελματική του απομάκρυνση. Αμφισβητεί τη μαρτυρία του πρώην εργοδότη του και δηλώνει ότι δεν υπήρχε σχέση εμπιστοσύνης που να δικαιολογεί τέτοιου είδους αποκαλύψεις.
Επόμενα βήματα
Εκκρεμεί η κρίση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου για την ένσταση ακυρότητας, ενώ συνεχίζεται η επεξεργασία ψηφιακού υλικού, μεταξύ άλλων από το κινητό του καταγγελλόμενου. Ο φάκελος περιλαμβάνει πλήθος καταθέσεων, τεχνικές εκθέσεις και έγγραφα, τα οποία θα αξιολογηθούν συνολικά προκειμένου να ληφθεί απόφαση για την περαιτέρω ποινική μεταχείριση της υπόθεσης.