Ο Σι Τζινπίνγκ και ο Ναρέντρα Μόντι εκμεταλλεύτηκαν τη σύνοδο κορυφής του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης στην Τιαντζίν για να ενισχύσουν τη διπλωματική τους παρουσία, παρουσιάζοντας κοινά μέτωπα απέναντι στις πιέσεις των ΗΠΑ.
Ο Πρόεδρος της Κίνας Σι Τζινπίνγκ ανακοίνωσε ότι το Πεκίνο θα διαθέσει φέτος επιχορηγήσεις ύψους 2 δισ. γουάν (275 εκατ. δολάρια) προς τα κράτη-μέλη του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης (SCO), καθώς και δάνεια 10 δισ. γουάν τα επόμενα τρία χρόνια σε μια διατραπεζική κοινοπραξία. Το σχέδιο συνοδεύεται από τη δέσμευση για 100 «μικρά και όμορφα» έργα υποδομών σε κράτη-μέλη, καθώς και τον διπλασιασμό των υποτροφιών που σχετίζονται με τον οργανισμό.
Μιλώντας ενώπιον ηγετών όπως ο Ρώσος Πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν και ο Ινδός Πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι, ο Σι τόνισε: «Πρέπει να μεγαλώσουμε την πίτα της συνεργασίας και να αξιοποιήσουμε τα πλεονεκτήματα κάθε χώρας, ώστε να συμβάλουμε στην ειρήνη, τη σταθερότητα και την ευημερία της περιοχής».
Χωρίς να κατονομάσει συγκεκριμένη χώρα, κάλεσε σε αντίσταση απέναντι στη «νοοτροπία του Ψυχρού Πολέμου, στην αντιπαράθεση των μπλοκ και στις πρακτικές εκφοβισμού», φωτογραφίζοντας τις ΗΠΑ και τις πολιτικές δασμών του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.
SCO: Από περιφερειακός οργανισμός σε παγκόσμιο μπλοκ
Η σύνοδος της Τιαντζίν θεωρείται από τις πιο σημαντικές στην περισσότερο από δεκαετή διακυβέρνηση Σι, καθώς συγκεντρώνει τους στενότερους συμμάχους του και πραγματοποιείται σε περίοδο αυξημένων γεωπολιτικών εντάσεων. Ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης, που ιδρύθηκε το 2001 από Κίνα, Ρωσία, Καζακστάν, Κιργιστάν, Τατζικιστάν και Ουζμπεκιστάν, έχει σχεδόν διπλασιάσει τα μέλη του. Με την προσθήκη χωρών όπως η Ινδία και το Πακιστάν, αλλά και την παρουσία παρατηρητών και εταίρων διαλόγου όπως η Μογγολία και η Σαουδική Αραβία, ο οργανισμός αριθμεί πλέον 26 χώρες, ενώ Τουρκία και Μιανμάρ επιδιώκουν πλήρη ένταξη.
Αρχικά θεωρούμενος ως ανατολικό αντίβαρο στο ΝΑΤΟ, ο SCO εξελίσσεται σε ένα πολυμερές μπλοκ που διεκδικεί ρόλο στη διαμόρφωση της παγκόσμιας τάξης, κυρίως μέσα από την κινεζική οικονομική ισχύ και τη ρωσική γεωπολιτική παρουσία.
Μόντι: Αναζήτηση νέων ισορροπιών με Κίνα και Ρωσία
Ο Πρωθυπουργός της Ινδίας Ναρέντρα Μόντι αξιοποίησε το πρώτο του ταξίδι στην Κίνα μετά από επτά χρόνια για να επαναφέρει τις διμερείς σχέσεις. Στη συνάντηση με τον Σι Τζινπίνγκ συμφώνησαν να είναι «εταίροι και όχι αντίπαλοι», συζητώντας συνοριακά ζητήματα, επανέναρξη απευθείας πτήσεων και αύξηση του εμπορίου.
Ο Σι τόνισε ότι, παρά το «χαοτικό και ρευστό» διεθνές περιβάλλον, Κίνα και Ινδία πρέπει να είναι «καλοί γείτονες, φίλοι και συνεργάτες που ενισχύουν ο ένας την επιτυχία του άλλου, ώστε ο δράκος και ο ελέφαντας να χορεύουν μαζί».
Παρά τις φιλοφρονήσεις, αναλυτές όπως ο Τζέρεμι Τσαν της Eurasia Group επισημαίνουν ότι η βαθιά στρατηγική καχυποψία ανάμεσα στις δύο χώρες παραμένει και δεν μπορεί να εξαλειφθεί μέσα σε μία σύνοδο.
Μέτωπο στους δασμούς Τραμπ
Η διπλωματική κινητικότητα του Μόντι γίνεται υπό το βάρος των αμερικανικών κυρώσεων. Ο Πρόεδρος Τραμπ έχει επιβάλει δασμούς 50% σε ινδικά προϊόντα, καταγγέλλοντας το Νέο Δελχί για χρηματοδότηση του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία μέσω των αγορών ρωσικού πετρελαίου. Σύμβουλοί του, όπως ο Πίτερ Ναβάρο, κατηγορούν την Ινδία ότι λειτουργεί ως «πλυντήριο του Κρεμλίνου», μεταπωλώντας ρωσικό πετρέλαιο στην Ευρώπη.
Η ινδική πλευρά υπερασπίζεται τις παραδοσιακές σχέσεις με τη Μόσχα, υποστηρίζοντας ότι και οι ΗΠΑ είχαν ενθαρρύνει παλαιότερα τις αγορές πετρελαίου για να συγκρατηθούν οι παγκόσμιες τιμές. Παράλληλα, ο Μόντι συναντήθηκε με τον Ουκρανό Πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι πριν ταξιδέψει στην Κίνα, επαναλαμβάνοντας την έκκλησή του για ειρήνη.
Στην Τιαντζίν, ο Μόντι είχε συνάντηση και με τον Βλαντίμιρ Πούτιν, σε μια περίοδο που οι σχέσεις Ινδίας–Ρωσίας βρίσκονται στο επίκεντρο. Ο Πούτιν, ο οποίος αναμένεται να επισκεφθεί το Νέο Δελχί αργότερα φέτος, συζήτησε με τον Ινδό ηγέτη για το ενδεχόμενο ειρηνευτικής συμφωνίας, μετά και τη δική του συνάντηση με τον Τραμπ στην Αλάσκα.
Οι κινήσεις αυτές δείχνουν ότι η Ινδία προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στις πιέσεις της Ουάσιγκτον και στις ιστορικές της συμμαχίες, αναζητώντας μεγαλύτερη αυτονομία στη χάραξη εξωτερικής πολιτικής.
Οικονομική στρατηγική της Ινδίας
Οι αμερικανικοί δασμοί αναμένεται να πλήξουν σημαντικά την ινδική οικονομία. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Citigroup, η ετήσια ανάπτυξη μπορεί να μειωθεί έως και κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες. Για να μετριάσει το πλήγμα, ο Μόντι μειώνει φόρους ώστε να τονώσει την εσωτερική ζήτηση και ταυτόχρονα αναζητά νέες αγορές.
Πριν το ταξίδι του στην Κίνα, επισκέφθηκε την Ιαπωνία, όπου εξασφάλισε επενδυτικές δεσμεύσεις ύψους 10 τρισ. γιεν (68 δισ. δολάρια) από τον Ιάπωνα Πρωθυπουργό Σιγκερού Ισίμπα. Οι δύο πλευρές υπέγραψαν συμφωνία οικονομικής ασφάλειας που καλύπτει ημιαγωγούς, κρίσιμες πρώτες ύλες και τεχνητή νοημοσύνη, ενώ δρομολογήθηκαν συνεργασίες σε καθαρή ενέργεια, διάστημα και στήριξη νεοφυών επιχειρήσεων.
Νέες ισορροπίες στην Ασία
Η τριμερής παρουσία Σι, Πούτιν και Μόντι στην Τιαντζίν υπογραμμίζει τις νέες γεωπολιτικές ισορροπίες. Η Κίνα εμφανίζεται αποφασισμένη να ενισχύσει τον SCO ως πλατφόρμα εναλλακτική στην αμερικανική ηγεμονία, ενώ η Ινδία, αν και παραδοσιακά επιφυλακτική απέναντι στο Πεκίνο, επιχειρεί να αξιοποιήσει τη συγκυρία για να εξασφαλίσει οικονομικά και στρατηγικά οφέλη.
Ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης αναδεικνύεται έτσι σε κομβικό πεδίο όπου συναντώνται τα συμφέροντα μεγάλων δυνάμεων, με φόντο τον εμπορικό πόλεμο του Τραμπ, τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις ευρύτερες ανακατατάξεις στην Ασία.
Πηγή: newsmoney.gr