«Η αγορά της 4ης φρεγάτας και η αναβάθμιση των άλλων τριών στο επίπεδο Standard 2++ συμβάλλουν τόσο στην ποσοτική όσο και στην ποιοτική ενίσχυση του ΠΝ, το οποίο καλείται να επιχειρήσει, στην πρώτη γραμμή προστασίας των εθνικών μας συμφερόντων και στα πλαίσια του ενιαίου αμυντικού δόγματος», τόνισε μεταξύ άλλων στην παρέμβασή του ο Υφυπουργός Εθνικής Αμύνης κ. Θανάσης Δαβάκης στη Διαρκή Επιτροπή Εθνικής Αμύνης και Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής, στο πλαίσιο της 2ης και 3ης συνεδριάσεώς της, με θέμα την εξέταση του νομοσχεδίου του ΥΠΕΘΑ, αναφορικώς με την πρόσκτηση μίας επιπλέον φρεγάτας τύπου “FDI-HN”, την αναβάθμιση των υπόλοιπων – πρώτων – τριών στο επίπεδο Standard 2 ++ καθώς και την εν συνεχεία υποστήριξή τους.
Κατά την προαναφερθείσα συνεδρίαση συμμετείχαν επίσης οι Αρχηγοί ΓΕΕΘΑ Στρατηγός Δημήτριος Χούπης και ΓΕΝ Αντιναύαρχος Δημήτριος – Ελευθέριος Κατάρας ΠΝ.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε, ο ΥΦΕΘΑ, μεταξύ άλλων, υπογράμμισε ότι «τα ερωτήματα που τέθηκαν δείχνουν πως δεν έχει αξιολογηθεί πλήρως ούτε η τεχνοοικονομική πολυπλοκότητα του εγχειρήματος της τροποποίησης ενός εν εξελίξει ναυπηγικού προγράμματος, ούτε η διεθνής συγκυρία στην παγκόσμια αγορά αμυντικού υλικού, ούτε και τα διδάγματα από τις πρόσφατες συγκρούσεις, τα οποία παρουσίασαν αναλυτικά τόσο ο Αρχηγός ΓΕΝ όσο και ο Υπουργός Νίκος Δένδιας.»
Ο ίδιος σε άλλο σημείο επεσήμανε ότι «οι επιχειρήσεις θαλάσσιου και εναέριου ελέγχου για την προστασία των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, απαιτούν δυνατότητες δράσης σε απόσταση από τις ακτές μας και επιτόπια παρουσία για μεγάλο χρονικό διάστημα. Απαιτούν επίσης ικανότητες άμυνας σε ένα επιχειρησιακό περιβάλλον πλούσιο σε απειλές και παρεμβολές, καθώς και δυνατότητα προβολής πυρός, σε μεγάλο ύψος, μεγάλη απόσταση και πέρα από τον ορίζοντα.»
Και πρόσθεσε ότι «Η αγορά της 4ης φρεγάτας και η αναβάθμιση των άλλων τριών στο επίπεδο Standard 2++ συμβάλλουν τόσο στην ποσοτική όσο και στην ποιοτική ενίσχυση του Πολεμικού Ναυτικού, το οποίο καλείται να επιχειρήσει, στην πρώτη γραμμή προστασίας των εθνικών μας συμφερόντων και στα πλαίσια του ενιαίου αμυντικού δόγματος», ενώ δεν παρέλειψε να αναφερθεί στην για πρώτη φορά θεσμοθέτηση ποσοστού συμμετοχής 25% της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας σε κεντρική προμήθεια των Ενόπλων Δυνάμεων, γεγονός που, όπως τόνισε, «δεν είναι απαραίτητο να υλοποιηθεί μόνο στο πλαίσιο αυτής της προμήθειας, αλλά ότι μπορεί να συμπληρωθεί και από συμμετοχή ελληνικών εταιρειών σε άλλα έργα του αναδόχου. Με άλλα λόγια, θεσμοθετείται εν δυνάμει και η μακροχρόνια ένταξη των ελληνικών εταιρειών στις εφοδιαστικές αλυσίδες της γαλλικής βιομηχανίας».