Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις βρίσκονται αντιμέτωπες με μια επείγουσα αμυντική πρόκληση, ανάμεσα στην κλιμακούμενη ρωσική επιθετικότητα και στη μειούμενη αξιοπιστία των ΗΠΑ ως συμμάχου.
Σύμφωνα με την ανάλυση του Economist, υπάρχουν πλέον σαφείς ενδείξεις ότι οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες αρχίζουν να αντιλαμβάνονται πραγματικά το μέγεθος της απειλής.
Τον Μάιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε το πρόγραμμα SAFE, ένα χρηματοδοτικό εργαλείο ύψους 150 δισ. ευρώ, το οποίο παρέχει χαμηλότοκα δάνεια για επενδύσεις στην άμυνα, καλύπτοντας κρίσιμα κενά σε δυνατότητες και ενισχύοντας την παραγωγική βάση μέσω κοινών αγορών.
Αν και αρχικά θεωρήθηκε ότι λίγες χώρες θα ενδιαφέρονταν, μέχρι τη λήξη της προθεσμίας στις 30 Νοεμβρίου, 19 κράτη-μέλη υπέβαλαν αιτήσεις, καλύπτοντας πλήρως τον διαθέσιμο προϋπολογισμό. Μόνο η Πολωνία ζήτησε 43,7 δισ. ευρώ.
Το SAFE αποτελεί έναν από τους δύο βασικούς άξονες της ευρωπαϊκής στρατηγικής για ενισχυμένες αμυντικές δαπάνες, που αρχικά ονομαζόταν «ReArm Europe» και πλέον φέρει τον τίτλο «Readiness 2030».
Ο δεύτερος άξονας, το «National Escape Clause» (NEC), επιτρέπει στα κράτη-μέλη να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες έως 1,5% του ΑΕΠ σε τέσσερα χρόνια, χωρίς παραβίαση των δημοσιονομικών κανόνων. Ήδη 16 χώρες, μεταξύ των οποίων και η Γερμανία, έχουν ενταχθεί σε αυτό. Το Economist εκτιμά ότι το NEC μπορεί να απελευθερώσει επιπλέον 650 δισ. ευρώ για στρατιωτικούς σκοπούς.
Στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ τον Ιούνιο, τα ευρωπαϊκά κράτη δεσμεύτηκαν να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες έως το 2035 στο 3,5% του ΑΕΠ για τους βασικούς στρατιωτικούς προϋπολογισμούς και στο 1,5% για τις αμυντικές υποδομές.
Η αίσθηση του κατεπείγοντος ενισχύθηκε περαιτέρω λόγω της αβέβαιης στρατηγικής των ΗΠΑ. Η επικείμενη αναθεώρηση των αμερικανικών δυνάμεων αναμένεται να οδηγήσει σε αποσύρσεις και σε μετατόπιση ισχύος προς την περιοχή Ασίας–Ειρηνικού. Παράλληλα, η Ουάσιγκτον ζητά πλέον οι Ευρωπαίοι να πληρώνουν για τον εξοπλισμό που αποστέλλεται στην Ουκρανία, ενώ οι ειρηνευτικές συζητήσεις καθιστούν σαφές ότι η πρόθεση του προέδρου Τραμπ να τερματίσει τον πόλεμο μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο για την ευρωπαϊκή ασφάλεια.
Την ίδια στιγμή, η Ρωσία έχει επιταχύνει τη στρατιωτική της οικονομία, μειώνοντας τον χρόνο μέχρις ότου θα μπορούσε να αποτελέσει άμεση απειλή για την Ευρώπη. Το IISS εκτιμά ότι αυτό μπορεί να συμβεί ήδη από το 2027. Ο διευθυντής του, Μπαστιάν Γκίγκεριχ, τονίζει ότι, παρότι η ρωσική οικονομία είναι πολύ μικρότερη από την ευρωπαϊκή, σε όρους αγοραστικής δύναμης οι φετινές ρωσικές αμυντικές δαπάνες ισοδυναμούν με τις συνολικές δαπάνες όλων των ευρωπαϊκών μελών του ΝΑΤΟ.
Η αντίσταση της Ουκρανίας, όπως σημειώνει, έχει δώσει στην Ευρώπη ένα κρίσιμο χρονικό περιθώριο για να καλύψει τις ελλείψεις της — ένα παράθυρο που ενδέχεται να κλείσει αν ο πόλεμος τερματιστεί.
Οι δυνατότητες που η Ευρώπη λάμβανε επί δεκαετίες από τις ΗΠΑ και πρέπει τώρα να αντικαταστήσει είναι εκτεταμένες: εναέρια και δορυφορική επιτήρηση, στρατηγική αερομεταφορά, όπλα ακριβείας μεγάλης εμβέλειας και υπολογιστική ισχύς υπερκλίμακας. Το IISS υπολογίζει ότι η αντικατάστασή τους –εξαιρουμένου του πυρηνικού οπλοστασίου– θα κόστιζε περίπου 1 τρισ. δολάρια.
Ο Καμίλ Γκραντ, πρώην αξιωματούχος του ΝΑΤΟ, επισημαίνει ότι πρώτη προτεραιότητα είναι η στήριξη της Ουκρανίας μετά την ενδεχόμενη αποχώρηση των ΗΠΑ, ειδικά με συστήματα μακράς εμβέλειας και αεράμυνα. Δεύτερη προτεραιότητα είναι η ενίσχυση των ευρωπαϊκών στρατιωτικών σχηματισμών, ενώ τρίτη είναι η αντικατάσταση των αμερικανικών δυνατοτήτων από τις οποίες η Ευρώπη εξακολουθεί να εξαρτάται. Κατά τον Economist, όλα αυτά είναι υλοποιήσιμα μέσα στην επόμενη δεκαετία.
Οι ευρωπαϊκές αμυντικές δαπάνες έχουν ήδη αυξηθεί κατά 50% από το 2022 και αναμένεται να φτάσουν τα 500–700 δισ. ευρώ ετησίως εντός πενταετίας, με περίπου το 30% να αφορά προμήθειες. Ωστόσο, η αύξηση δεν είναι ομοιόμορφη: Ισπανία και Ιταλία κινούνται πιο αργά, ενώ η Πολωνία θα διαθέσει 4,8% του ΑΕΠ της την επόμενη χρονιά. Οι σκανδιναβικές χώρες πλησιάζουν το 3,5%. Η Γερμανία θέτει στόχο το 3,5% έως το 2029, αν και πιθανόν να μην τον επιτύχει.
Παρά τη χαλάρωση του δημοσιονομικού «φρένου χρέους», ο καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς δεσμεύτηκε ότι η Bundeswehr θα εξελιχθεί στον «ισχυρότερο συμβατικό στρατό της Ευρώπης».
Ωστόσο, παραμένει ερώτημα αν η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία μπορεί να ανταποκριθεί στον ρυθμό. Αν και οι επενδύσεις αυξάνονται, η βιομηχανία καλείται να μεταβεί «από χειροποίητη σε μαζική παραγωγή». Από το 2022, το 53% της αξίας των ευρωπαϊκών αμυντικών συμβάσεων κατευθύνεται σε ευρωπαϊκές εταιρείες, ενώ το 36% πάει σε αμερικανικά συστήματα, κυρίως στα F-35 — ένα ποσοστό που πρέπει να μειωθεί.
Ακόμη και με άμεσες παραγγελίες, η παραγωγή απαιτεί δύο έως τρία χρόνια. Κοινά ευρωπαϊκά έργα, όπως το πρόγραμμα ELSA για την ανάπτυξη πυραύλου cruise, προχωρούν αργά: μετά από 18 μήνες δεν υπάρχει συμφωνία για το τι ακριβώς θα κατασκευαστεί.
Οι ευρωπαϊκές αμυντικές υπηρεσίες προωθούν πλέον πιο γρήγορες προμήθειες και «σπειροειδή ανάπτυξη» συστημάτων, δηλαδή λύσεις που βελτιώνονται σταδιακά, αντί για υπερβολικά περίπλοκα και χρονοβόρα προγράμματα. Παρόλα αυτά, τα γραφειοκρατικά εμπόδια παραμένουν, όπως η απαίτηση της Bundestag να εγκρίνει συμβάσεις άνω των 25 εκατ. ευρώ.
Ο Νίκο Λάνγκε υπογραμμίζει ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία δείχνει πως κερδίζει όποιος μπορεί να τροφοδοτεί το μέτωπο με τεχνολογία γρήγορα και σε επαρκείς ποσότητες. Ευρωπαϊκές εταιρείες όπως η Rheinmetall συνεργάζονται ήδη με ουκρανικές, ενώ τα δάνεια του SAFE μπορούν να αξιοποιηθούν και εντός Ουκρανίας. Τα υπουργεία Άμυνας αναγνωρίζουν ότι οι νεοφυείς επιχειρήσεις χρειάζονται νέα μοντέλα συνεργασίας και επενδύσεων. Ο Λάνγκε εκτιμά ότι το 10% των προμηθειών της Γερμανίας πρέπει να κατευθύνεται σε «ανατρεπτικές» τεχνολογίες, ποσοστό που πρέπει να φτάσει το 30% έως το 2030.
Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει δεσμεύσει 400 εκατ. λίρες για μια ειδική μονάδα καινοτομίας που θα λειτουργεί με «ρυθμούς πολέμου». Ο σερ Λόρενς Φρίντμαν αναφέρει ότι αναδύεται ένα νέο οικοσύστημα, όπου ο ρυθμός της καινοτομίας είναι εντυπωσιακός, αλλά απαιτείται συνύπαρξη νέων και παλαιών διαδικασιών προμηθειών.
Το Economist καταλήγει ότι η Ευρώπη πρέπει να αυξήσει ουσιαστικά τις αμυντικές δαπάνες, να επιταχύνει τις μεταρρυθμίσεις στις προμήθειες, να περιορίσει την εξάρτηση από τις ΗΠΑ και να ενισχύσει τη συνεργασία, ώστε κάθε ευρώ να αξιοποιείται αποτελεσματικά. Παρ' όλα αυτά, λίγες κυβερνήσεις εξηγούν στους πολίτες γιατί η άμυνα πρέπει να προηγείται της κοινωνικής πολιτικής, ενώ τα φιλορωσικά ακροδεξιά κόμματα συνεχίζουν να αποτελούν σοβαρή πρόκληση.
Παρά το οικονομικό και βιομηχανικό της βάρος, το μεγάλο ερώτημα παραμένει: έχει η Ευρώπη την πολιτική βούληση να κάνει όσα απαιτούνται;