Σε πλήρη αντίθεση με το κλίμα συναινετικών και ειρηνευτικών μηνυμάτων των ημερών, Ηνωμένες Πολιτείες και Ευρωπαϊκή Ένωση ανεβάζουν κατακόρυφα τους τόνους σε μια ανοιχτή πλέον αντιπαράθεση για τη ρύθμιση του ψηφιακού χώρου.
Η απόφαση της κυβέρνησης Τραμπ να επιβάλει τιμωρητικές κυρώσεις σε οργανώσεις που δραστηριοποιούνται κατά της ρητορικής μίσους και της παραπληροφόρησης στο διαδίκτυο, καθώς και η απαγόρευση εισόδου στις ΗΠΑ του πρώην Ευρωπαίου Επιτρόπου Τιερί Μπρετόν, προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Ο Τιερί Μπρετόν, ο οποίος διετέλεσε επίτροπος Εσωτερικής Αγοράς κατά την πρώτη θητεία της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, είχε καθοριστική συμβολή στη διαμόρφωση της Πράξης για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες (DSA). Το ευρωπαϊκό αυτό κανονιστικό πλαίσιο επιχειρεί να καταστήσει τις μεγάλες πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης και τεχνολογίας υπόλογες για το περιεχόμενο που φιλοξενούν, προβλέποντας ακόμη και πρόστιμα έως 6% του παγκόσμιου ετήσιου κύκλου εργασιών τους. Πρόσφατα, η Κομισιόν επέβαλε για πρώτη φορά βάσει της DSA πρόστιμο 120 εκατ. ευρώ στην πλατφόρμα X του Έλον Μασκ, εξέλιξη που πυροδότησε σφοδρές αντιδράσεις από τον ίδιο.
Για τον Ντόναλντ Τραμπ, η ευρωπαϊκή νομοθεσία συνιστά μορφή λογοκρισίας. Την ίδια άποψη είχε εκφράσει και ο αντιπρόεδρός του, Τζέιμς Ντι Βανς, στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου, κατηγορώντας την Ευρώπη για υπερβολική ρυθμιστική αυστηρότητα που, όπως υποστήριξε, απειλεί την ελευθερία της έκφρασης. Οι δηλώσεις του είχαν προκαλέσει αμηχανία, ιδιαίτερα όταν επικαλέστηκε τη Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, προειδοποιώντας ότι η Ευρώπη κινδυνεύει με «πολιτισμικό αφανισμό» αν δεν αλλάξει πορεία.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απάντησε καταδικάζοντας «με τον πιο έντονο τρόπο» τις αμερικανικές αποφάσεις, τονίζοντας ότι η ελευθερία της έκφρασης αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα στην Ευρώπη και κοινή αξία με τις ΗΠΑ. Παράλληλα, προειδοποίησε ότι θα αντιδράσει «άμεσα και αποφασιστικά» σε περίπτωση αδικαιολόγητων μέτρων από την Ουάσινγκτον.
Ακόμη πιο αιχμηρός υπήρξε ο πρόεδρος της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος ξεκαθάρισε ότι οι κανόνες της ψηφιακής αγοράς στην ΕΕ καθορίζονται αποκλειστικά από τους Ευρωπαίους. Κατηγόρησε τις ΗΠΑ για πρακτικές εκφοβισμού με στόχο την υπονόμευση της ευρωπαϊκής ψηφιακής κυριαρχίας και επανέλαβε την ανάγκη «στρατηγικής αυτονομίας» της Ευρώπης και στον ψηφιακό τομέα. Ο ίδιος δήλωσε ότι είχε επικοινωνήσει με τον Μπρετόν, μιλώντας για «απαράδεκτη πίεση», ενώ ο πρώην επίτροπος χαρακτήρισε τις εξελίξεις «κυνήγι μαγισσών».
Καταδικαστική ήταν και η αντίδραση του Βερολίνου. Ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Γιόχαν Βάντεφουλ χαρακτήρισε «απαράδεκτη» την κίνηση της αμερικανικής κυβέρνησης, υπογραμμίζοντας ότι η DSA υιοθετήθηκε δημοκρατικά και διασφαλίζει πως ό,τι είναι παράνομο εκτός διαδικτύου, παραμένει παράνομο και εντός αυτού.
Στο στόχαστρο των αμερικανικών κυρώσεων βρέθηκε και η γερμανική οργάνωση HateAid, η οποία παρέχει νομική και ψυχολογική υποστήριξη σε θύματα διαδικτυακής βίας και παρενόχλησης. Οι επικεφαλής της, Τζοζεφίν Μπάλον και Άννα-Λένα φον Χόντενμπεργκ, συγκαταλέγονται στα πρόσωπα στα οποία απαγορεύτηκε η είσοδος στις ΗΠΑ, με τη Γερμανίδα υπουργό Δικαιοσύνης να εκφράζει δημόσια τη στήριξή της προς αυτές.