H πρόσφατη υπογραφή σειράς ελληνοαμερικανικών συμφωνιών για την αγορά και διαμετακόμιση υγροποιημένου φυσικού αερίου, αλλά και τη διεξαγωγή ερευνών για τον εντοπισμό υποθαλάσσιων κοιτασμάτων στο Ιόνιο Πέλαγος επαναφέρει τη συζήτηση για την πορεία των σχέσεων στο τρίγωνο Αθηνών – Αγκύρας – Ουάσιγκτον.
Η σημαντική βελτίωση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων κατά την τελευταία δεκαετία σχετιζόταν – έστω εν μέρει – και με την αντίρροπη πορεία των τουρκοαμερικανικών σχέσεων. Για διαφόρους λόγους που είτε συνδέονταν με την εσωτερική πολιτική πραγματικότητα της Τουρκίας είτε με το στενώς νοούμενο κυβερνητικό συμφέρον, η Τουρκία επεδίωξε να αυτονομήσει τη στρατηγική της από αυτήν των Ηνωμένων Πολιτειών σε σειρά κρίσιμων ζητημάτων. Τούτο προσέφερε στην Ελλάδα μια ευκαιρία στρατηγικής αναβαθμίσεως των σχέσεών της με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η στροφή υπέρ της Ελλάδος έγινε σαφής με την υπόθεση των αεροσκαφών F-35.
Ενώ η Τουρκία είχε κατ’ αρχάς συμμετάσχει ως συμπαραγωγός και προνομιακός αγοραστής, η αποβολή της από το πρόγραμμα συμπαραγωγής αλλά και από τον κατάλογο των αγοραστών έδωσε την ευκαιρία στην Ελλάδα να προωθήσει τη δική της παραγγελία.
Η ανάπτυξη ενεργειακών και στρατιωτικών υποδομών, η οποία εντάθηκε και μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ανέδειξε και τη δυνατότητα να αναδειχθεί ο κομβικός ρόλος της Ελλάδος στην προαγωγή της ευρωπαϊκής ενεργειακής ασφαλείας.
Η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στην ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών θεωρήθηκε από την τουρκική κυβέρνηση ως ευκαιρία να αποκατασταθούν οι τουρκοαμερικανικές σχέσεις. Παρουσιάζοντας την κυβέρνηση Μπάιντεν και το ενδιαφέρον που έδειχνε για την κατάσταση της δημοκρατίας στην Τουρκία ως υπαίτια της καταστάσεως, επεχειρήθη η επανεκκίνηση των διμερών σχέσεων, με την επιστροφή της Τουρκίας στο πρόγραμμα συμπαραγωγής και την αγορά των αεροσκαφών F-35 να αναδεικνύεται σε ορόσημο.
Ωστόσο, κατά την πρόσφατη συνάντηση κορυφής στον Λευκό Οίκο έγινε σαφές ότι μπορεί η κυβέρνηση Τραμπ να μην ενδιαφέρεται για την κατάσταση του κράτους δικαίου και των ατομικών δικαιωμάτων εντός της Τουρκίας, συνδέει όμως την εξωτερική της πολιτική με αμερικανικά εμπορικά και εν γένει οικονομικά συμφέροντα με έναν σαφέστερο – και κυνικότερο – τρόπο από την κυβέρνηση Μπάιντεν.
Αναφύονται επομένως νέες απαιτήσεις από την τουρκική κυβέρνηση, οι οποίες αφορούν τόσο την εσωτερική τουρκική αγορά, όσο και τον ρόλο της Τουρκίας ως διαμετακομιστικού κόμβου ρωσικών υδρογονανθράκων. Το πρόβλημα ασφαλώς για την Τουρκία είναι ότι έχει οικοδομηθεί μια στρατηγική συνεργασία με τη Ρωσία στον κλάδο της ενεργείας, η οποία δεν μπορεί να εγκαταλειφθεί χωρίς σημαντικό κόστος.
Η Τουρκία δεν αποτελεί μόνον έναν από τους καλύτερους πελάτες, αλλά λειτουργεί και ως κόμβος για την εξαγωγή ρωσικής ενεργείας ανά τον πλανήτη.
Η σημασία αυτής της σχέσεως μεγάλωσε τη ν επαύριον της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και απετέλεσε έναν από τους κυρίους λόγους για τη στάση ουδετερότητος που ακολούθησε η Τουρκία. Αξίζει να σημειωθεί ότι τυχόν απεξάρτηση της Τουρκίας από τη ρωσική ενεργειακή επιρροή δεν αφορά μόνον τους υδρογονάνθρακες αλλά και την πυρηνική ενέργεια.
Αυτό ήταν άλλωστε και το αντικείμενο της μοναδικής τουρκοαμερικανικής συμφωνίας που υπεγράφη κατά την πρόσφατη επίσκεψη Ερντογάν στον Λευκό Οίκο.
Οσο καθυστερεί να ανταποκριθεί η Τουρκία στις νέες αμερικανικές απαιτήσεις, τόσο θα αναφύονται ευκαιρίες για ενεργότερη ελληνική συμμετοχή στους αμερικανικούς στρατηγικούς σχεδιασμούς.
Πηγή: tanea.gr