Στον αντιπολιτευόμενο τουρκικό Τύπο και στους κόλπους της τουρκικής αντιπολίτευσης, η στρατιωτική συνεργασία Ελλάδας, Ισραήλ και Κύπρου δεν αντιμετωπίζεται πρωτίστως ως ένα μεμονωμένο αμυντικό γεγονός. Αντίθετα, ερμηνεύεται κυρίως ως ένα ισχυρό πολιτικό και στρατηγικό σήμα προς την Άγκυρα, που παραπέμπει σε τάσεις απομόνωσης, αίσθηση περικύκλωσης και επιτακτική ανάγκη επανεξέτασης τόσο της στρατιωτικής όσο και της διπλωματικής της στρατηγικής.
Η εφημερίδα Τζουμχουριέτ παρουσιάζει τις αντιδράσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης CHP και IYI, εστιάζοντας στην κριτική τους απέναντι στη συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας των τριών χωρών. Αφορμή στάθηκε η ανακοίνωση των Ισραηλινών Δυνάμεων Άμυνας για την υπογραφή συμφωνίας με την Ελλάδα και την ελληνοκυπριακή διοίκηση, η οποία, σύμφωνα με το Ισραήλ, αποσκοπεί στην ενίσχυση της σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Αντίθετα από αυτή την αισιόδοξη ανάγνωση, ο αντιπρόεδρος του CHP και υπεύθυνος για θέματα εθνικής άμυνας, Γιανκί Μπαγτζίογλου, υιοθετεί έντονα ανησυχητικό λόγο. Υποστηρίζει ότι η συμφωνία υπονομεύει τη σταθερότητα της περιοχής και καθιστά αναγκαία την άμεση ενίσχυση των δυνατοτήτων της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας. Κατά την άποψή του, η ταχεία εμβάθυνση της στρατιωτικής συνεργασίας Ελλάδας και Κύπρου με το Ισραήλ, σε σημεία που –όπως υποστηρίζει– παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο, απειλεί όχι μόνο την ασφάλεια της Τουρκίας αλλά και τη συνολική περιφερειακή ισορροπία.
Ιδιαίτερη βαρύτητα αποδίδει στο ισραηλινό σύστημα αεράμυνας Barak που έχει παραχωρηθεί στην Κύπρο, θεωρώντας ότι προσφέρει στο Ισραήλ εκτεταμένες δυνατότητες συλλογής πληροφοριών και έγκαιρης προειδοποίησης σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο. Παράλληλα, εκφράζει έντονη ανησυχία για το ελληνικό αμυντικό πρόγραμμα «Ασπίδα του Αχιλλέα», μέσω του οποίου η Ελλάδα σχεδιάζει να αποκτήσει ισραηλινά συστήματα αεράμυνας και ραντάρ για τα νησιά του Αιγαίου. Κατά τον ίδιο, αυτή η εξέλιξη πλήττει άμεσα τα ζωτικά συμφέροντα της Τουρκίας, καθώς εισάγει το Ισραήλ ως ενεργό παράγοντα και στο Αιγαίο, επιτρέποντας την παρακολούθηση τουρκικών δραστηριοτήτων ακόμη και σε καιρό ειρήνης.
Ο Μπαγτζίογλου χαρακτηρίζει τις κινήσεις στρατιωτικού εξοπλισμού στην Κύπρο και στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου αντίθετες με τις Συνθήκες του Λονδίνου, της Λωζάνης και των Παρισίων. Καταλήγει δε ότι, πέρα από τις διπλωματικές ενέργειες, η Τουρκία οφείλει επειγόντως να ενισχύσει την πολεμική της αεροπορία, ώστε να είναι σε θέση να προλαμβάνει και να αποτρέπει παρόμοιες απειλές.
Παράλληλα, η Τζουμχουριέτ φιλοξενεί και τις τοποθετήσεις του Ραφέτ Κιλίτς, επικεφαλής συμβούλου εθνικής ασφάλειας του κόμματος IYI, ο οποίος προσεγγίζει τη συμφωνία κυρίως ως πολιτικό και διπλωματικό μήνυμα και λιγότερο ως άμεσο στρατιωτικό κίνδυνο. Ο Κιλίτς θεωρεί ότι η συμφωνία αντανακλά τη δυσαρέσκεια που προκαλεί η τουρκική διεκδίκηση δικαιωμάτων στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ υποβαθμίζει τη στρατιωτική της σημασία, επισημαίνοντας την ισχυρή τουρκική στρατιωτική παρουσία στην Κύπρο.
Ωστόσο, υπογραμμίζει ότι το ουσιαστικό μήνυμα είναι η προσπάθεια απομόνωσης της Τουρκίας και η δημιουργία ενός μπλοκ που στρέφεται κατά των δικαιωμάτων της Τουρκικής Δημοκρατίας Βόρειας Κύπρου και, κατ’ επέκταση, της ίδιας της Τουρκίας στους υδρογονάνθρακες της Ανατολικής Μεσογείου. Χαρακτηρίζει τη συνεργασία ως μορφή περικύκλωσης της Τουρκίας και εκτιμά ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται στο παρασκήνιο αυτής της συμμαχίας, την οποία αντιλαμβάνεται ως εχθρική κίνηση με σαφή στόχο την Άγκυρα.
Ως απάντηση, ο Κιλίτς προκρίνει την εντατικοποίηση της διπλωματικής δράσης, ζητώντας μια ισχυρή και σαφή διπλωματική αντίδραση. Παράλληλα, ασκεί κριτική στην κυβερνητική πολιτική, υποστηρίζοντας ότι η Τουρκία δεν αξιοποιεί επαρκώς τη θέση της ως δεύτερη μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη του ΝΑΤΟ για να ενισχύσει τις σχέσεις της με τους συμμάχους της και να αποτρέψει τέτοιου είδους συμμαχίες.
Συνολικά, μέσα από τις σελίδες της Τζουμχουριέτ, η τριμερής συνεργασία Ελλάδας–Ισραήλ–Κύπρου λειτουργεί ως αφορμή για έναν ευρύτερο αυτοκριτικό λόγο της τουρκικής αντιπολίτευσης. Από τη μία πλευρά αναδεικνύεται η ανάγκη αυξημένης στρατιωτικής ετοιμότητας, κυρίως στον αεροπορικό τομέα, και από την άλλη –ίσως με μεγαλύτερη έμφαση– η έλλειψη μιας ενεργητικής και αποτελεσματικής διπλωματίας, η οποία, κατά την αντιπολίτευση, θα μπορούσε να είχε αποτρέψει τη διαμόρφωση περιφερειακών συμμαχιών που εκλαμβάνονται ως επιζήμιες για τα τουρκικά συμφέροντα.