Στις 4 Δεκεμβρίου 1944 ξεκινά η Μάχη των Αθηνών ή όπως έμεινε στην ιστορία ως «Δεκεμβριανά», μία σκληρότατη εμφύλια σύγκρουση, ενώ συνεχιζόταν με αμείωτη ένταση ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος (Β’ΠΠ), στην οποία συμμετείχαν και βρετανικές δυνάμεις, στο πλευρά των ολιγάριθμων κυβερνητικών δυνάμεων της νομίμου κυβερνήσεως της χώρας του Γεωργίου Παπανδρέου, με κορυφαία στιγμή της συγκρούσεως αυτής την αντίσταση των υπερασπιστών του Συντάγματος Χωροφυλακής Μακρυγιάννη, η έκβαση της οποίας ουσιαστικώς έκρινε και την έκβαση της Μάχης των Αθηνών.
Μίας μάχης, που είχε ως αποτέλεσμα για το επόμενο διάστημα μέχρι και τη λήξη της, για 33 ολόκληρες μέρες, να υπάρχουν περισσότεροι νεκροί από όσους σκοτώθηκαν στον ελληνοϊταλικό πόλεμο και την κατοχή που ακολούθησε, καθώς συμφώνως με την επίσημη έκδοση της Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού του ΓΕΣ (ΓΕΣ/ΔΙΣ) οι εκτελεσθέντες αιχμάλωτοι και άμαχοι από τους κομμουνιστές ανέρχονται σε 46.985.
Πως έχει όμως η κατάσταση την παραμονή της συγκρούσεως;
Κατ’ αρχάς να μην ξεχνούμε ότι στις αρχές Δεκεμβρίου 1944, εξακολουθεί και μαίνεται σε ΟΛΑ τα μέτωπα των επιχειρήσεων ο Β’ΠΠ. Στην Ελλάδα, οι Γερμανοί έχουν αποχωρήσει από την ηπειρωτική χώρα, εκτός από την Κρήτη και τη Μήλο. Δεν έχουν αποχωρήσει επίσης και από τα Δωδεκάνησα, τα οποία όμως επισήμως ΔΕΝ ανήκαν τότε στην Ελληνική επικράτεια. Την εξουσία στην Αθήνα ασκεί η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητος με Πρωθυπουργό τον Γεώργιο Παπανδρέου και συμμετοχή σε αυτήν έξι υπουργών προερχόμενων εκ του ΕΑΜ/ΚΚΕ. Ο τότε Βασιλιάς Γεώργιος Β’ δεν έχει επιστρέψει εισέτι στην Ελλάδα, ενώ στις 31 Δεκεμβρίου 1944 θα οριστεί ως Αντιβασιλέας ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Δαμασκηνός. Τέλος, το σύνολο των Ενόπλων Δυνάμεων, τακτικού στρατού και ανταρτών, υπάγονται υπό τις διαταγές του Βρετανού Υποστρατήγου Σκόμπυ.
Με αφορμή την υπαναχώρηση του ΕΑΜ στο θέμα της αποστρατεύσεως των μελών των ανταρτικών οργανώσεων, όπου την τελευταία στιγμή αξιώνει την αποστράτευση του συνόλου της ΙΙΙ Ελληνικής Ορεινής Ταξιαρχίας (ΙΙΙ ΕΟΤ) και του «Ιερού Λόχου», που αποτελούσαν αναπόσπαστα και επίλεκτα, όπως είχαν αποδείξει ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΕΔΙΟΥ των μαχών, τμήματα του τακτικού στρατού, το ΚΚΕ, που από τις 20 Νοεμβρίου 1944 έχει λάβει την απόφαση να αντιπαρατεθεί δυναμικά με τις αστικές δυνάμεις, αποφασίζει όπως στις 1 Δεκεμβρίου 1944 παραιτηθούν από την κυβέρνηση και οι έξι προερχόμενοι από το ΕΑΜ/ΚΚΕ υπουργοί.
Επίσης αποφασίζεται όπως στις 3 Δεκεμβρίου 1944 διενεργηθεί συλλαλητήριο στην πλατεία Συντάγματος, το οποίο όμως απαγορεύεται από την κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου. Το συλλαλητήριο πραγματοποιείται παρανόμως και έχει αιματηρή κατάληξη με 30 νεκρούς διαδηλωτές και δεκάδες τραυματίες.
Την επομένη, 4 Δεκεμβρίου 1944, μετά από τις κηδείες των θυμάτων, δυνάμεις του ΕΛΑΣ επιτίθενται σε κυβερνητικά κτίρια και αστυνομικά τμήματα της Αστυνομίας και της τότε Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής (ΕΒΧ) στην Αθήνα και τον Πειραιά, αλλά και στο κέντρο της πρωτεύουσας, που ουσιαστικώς αποτελούσε την «επικράτεια» ασκήσεως κυβερνητικής εξουσίας της κυβερνήσεως Γ.Παπανδρέου και περικλειόταν από τη νοητή γραμμή: Λεωφόρος Αλεξάνδρας-Πλατεία Κυριακού-Αχαρνών-Πλατεία Βάθης-Άγιος Κωνσταντίνος-οδός Πειραιώς-Θησείο -περιοχή Μακρυγιάννη-Ζάππειο-Πλατεία Ρηγίλλης-Λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας - Μεσογείων-Γουδί-Σχολή Χωροφυλακής-Ερυθρός Σταυρός-Λεωφόρο Κηφισίας- Λεωφόρο Αλεξάνδρας.
Τα πιο ισχυρά σημεία αντιστάσεως των κυβερνητικών δυνάμεων ήταν η Σχολή Χωροφυλακής στη Λεωφόρο Μεσογείων, το Σύνταγμα Χωροφυλακής στου Μακρυγιάννη, η Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων στην Κυψέλη, οι φυλακές Αβέρωφ στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, όπου έγινε στόχος των επιτιθέμενων από την πρώτη στιγμή για να απελευθερώσουν τους κρατούμενους αριστερούς, καθώς και οι στρατώνες της ΙΙΙ ΕΟΤ, στο Γουδί.
Στον Πειραιά, οι ισχνές κυβερνητικές δυνάμεις είχαν υπό τον έλεγχό τους το συγκρότημα της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων και το Μέγαρο του Βάττη στο Λιμάνι, ενώ όλα τα Αστυνομικά Τμήματα του Πειραιώς καταλήφθηκαν εξ εφόδου από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ/ΟΠΛΑ, αμέσως μετά τις κηδείες των θυμάτων της 3ης Δεκεμβρίου στην Αθήνα, συλλαμβάνοντας όλους τους αστυφύλακες, τους οποίους και σκότωσαν μετά από απάνθρωπα βασανιστήρια. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι υπήρχε ένα ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟ σχέδιο από πλευράς του ΚΚΕ για την κατάληψη της εξουσίας, βάσει του οποίου έπρεπε να εξαλειφθούν τάχιστα όλες οι δυνητικές, κυβερνητικές, εστίες αντιστάσεως, όπως ήταν τα Αστυνομικά Τμήματα, ώστε να επικεντρωθούν αμέσως μετά απερίσπαστοι στην κύρια προσπάθειά τους, που ήταν η κατάληψη του κέντρου της Αθήνας. Δευτερευόντως η έφοδος και η κατάληψη των Αστυνομικών Τμημάτων εξασφάλιζε επιπλέον οπλισμό για τον εξοπλισμό του Εφεδρικού ΕΛΑΣ, αλλά και την καταστροφή όλων των «φακέλλων» κομμουνιστών που τυχόν θα βρίσκονταν σε αυτά για…προφανείς λόγους!
Και στο σημείο αυτό φαίνεται και η «πλήρης ανεπάρκεια» - για να το πούμε κομψά – της τότε ηγεσίας του ΚΚΕ, δηλαδή ο Γεν. Γραμματέας του Κόμματος στην Κατοχή, ο Σιάντος, καθώς ο Ζαχαριάδης ήταν ακόμα σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως στη Γερμανία, από όπου επέστρεψε το 1945, ο οποίος (Σιάντος) δεν ήταν σε θέση (ή δεν ήθελε) να «διαβάσει» τα μηνύματα των καιρών.
Ποια ήταν αυτά;
Το ΚΚΕ αγνόησε ότι ο Β’ ΠΠ διαρκούσε και οι μάχες μαίνονταν παντού. Οι Γερμανοί είχαν εκδηλώσει τη μεγάλη τους επίθεση στις Αρδέννες, ενώ προσπαθούσαν να συγκρατήσουν τις Σοβιετικές στρατιές στο Ανατολικό Μέτωπο.
Το ΚΚΕ επιχείρησε την κατάληψη της εξουσίας τη στιγμή που η Σοβιετική Ένωση είχε συμφωνήσει με Βρετανούς το «μοίρασμα» της Ευρώπης σε σφαίρες επιρροής, με την Ελλάδα να έχει «παραχωρηθεί» στη Δύση.
Το ΚΚΕ δεν διερωτήθηκε ΓΙΑΤΙ οι προελαύνουσες Σοβιετικές στρατιές του Στρατάρχη Τολμπούχιν από τον Αύγουστο του 1944, που η Ελλάδα κατεχόταν ακόμα από τους Γερμανούς, είχαν απελευθερώσει τη Βουλγαρία και είχαν ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΙ, ακριβώς στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, μη προχωρώντας ούτε βήμα πέραν αυτών στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη και σε τελική ανάλυση, μη απελευθερώνοντας και εμάς και αποκόπτοντας έτσι την υποχώρηση/αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα που έγινε δύο μήνες αργότερα!
Το ΚΚΕ δεν κατάλαβε γιατί ο Σοβιετικός εκπρόσωπος στην Ελλάδα Συνταγματάρχης Γκριγκόρι Ποπώφ ο οποίος είχε προσγειωθεί με Σοβιετικό αεροπλάνο το 1944 σε κάποιο αντάρτικο αεροδρόμιο της Θεσσαλίας, διαπιστεύτηκε ΕΠΙΣΗΜΩΣ στην κυβέρνηση Παπανδρέου που πολεμούσε τον ΕΛΑΣ στις 15 Δεκεμβρίου 1944, στη διάρκεια των Δεκεμβριανών, και διέμενε όλο αυτό το διάστημα ΜΕΣΑ στο ξενοδοχείο της «Μεγαλης Βρετανίας», στο Σύνταγμα, αναγνωρίζοντάς την έτσι de jure με πανηγυρικό τρόπο.
Τίποτα από όλα αυτά δεν κατάλαβε η τότε ηγεσία του ΚΚΕ και ξεκίνησε μία εμφύλια σύγκρουση, μέσα σε έναν Παγκόσμιο Πόλεμο και ενώ είχαν προηγηθεί οι εμφύλιες συγκρούσεις της Κατοχής («Πρώτος Γύρος») και τα αλήστου μνήμης κομμουνιστικά – στασιαστικά – κινήματα στις Ένοπλες Δυνάμεις στη Μέση Ανατολή, που τις ξεφτίλισαν στα μάτια των Συμμάχων!
Το ΚΚΕ προετοίμαζε από το 1943 μεθοδικά την ένοπλη κατάληψη της εξουσίας μετά την απελευθέρωση. Γι’αυτό και εξουδετέρωνε ή τουλάχιστον προσπάθησε να εξουδετερώσει τις υπόλοιπες μη κομμουνιστικές αντιστασιακές οργανώσεις, γι’ αυτό και ο ταγματάρχης του τακτικού στρατού που είχε ενταχθεί στον ΕΛΑΣ Μακρίδης, μία στρατιωτική ιδιοφυία, που – ευτυχώς – δεν αξιοποιήθηκε από το Κόμμα του όσο θα έπρεπε, είχε εκπονήσει από το 1943 σχέδιο για την ένοπλη κατάληψη της εξουσίας (το ένα από τα τέσσερα σχέδια που εκπόνησε το ΚΚΕ), γι' αυτό και ενήργησε έτσι όπως ενήργησε στη διάρκεια των Δεκεμβριανών σκοτώνοντας δεκάδες χιλιάδες μη κομμουνιστές πολίτες («αντιδραστικούς» τους ονόμαζαν οι δολοφόνοι της ΟΠΛΑ), τα πτώματα των οποίων βρέθηκαν μισοθαμένα και κατασπαραγμένα από τα πεινασμένα ζώα στην ΟΥΛΕΝ, στην Πετρούπολη και σε όλα τα περίχωρα της Αττικής.
Οι συγκρούσεις θα διαρκέσουν 33 ημέρες και θα λήξουν με τη στρατιωτική και πολιτική ήττα των δυνάμεων του ΕΑΜ/ΚΚΕ και τη Συμφωνία της Βάρκιζας τον Φεβρουάριο του 1945.
Είναι γεγονός ότι σε καμία άλλη κατεχόμενη από τις δυνάμεις του Άξονος χώρα με ισχυρές αντιστασιακές δυνάμεις δεν συνέβη κάποια εμφύλια σύγκρουση. Μόνο στην Ελλάδα. Σε όλες τις άλλες χώρες μετά την απελευθέρωση θα υπάρξει αφοπλισμός των ανταρτών που θα οδηγήσει σε ομαλή πολιτική εξέλιξη και οικονομική ανοικοδόμηση. Στην Ελλάδα είχαμε εμφύλιο πόλεμο, που ακολούθησε τα επονίδιστα κομμουνιστικά κινήματα στην Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή, που ασφαλώς ΕΠΗΡΕΑΣΑΝ ΔΥΣΜΕΝΩΣ, τις ελληνικές διεκδικήσεις στα Εθνικά Θέματα, ενώ συνετέλεσαν σε μεγάλο ποσοστό στο να περάσει σε δεύτερη μοίρα το ζήτημα των δωσιλόγων και των συνεργατών των κατακτητών στην Κατοχή, με αποτέλεσμα την μη ανάλογη τιμωρία τους.