Η παγκόσμια Ελπίδα με την Γνωστοποίηση του Ευαγγελίου

 
Η επίδραση του Ευαγγελίου δεν επιβάλλεται έξωθεν, αλλά αναπτύσσεται με τη θέληση του ανθρώπου

Ενημερώθηκε: 12/04/18 - 20:49

Αρθρογράφος: Βασίλειος Κιμ. Μπένος

Ευαγγέλιο : ονομασία των τεσσάρων κανονικών βιβλίων της Καινής Διαθήκης, στα οποία καταγράφονται σημαντικά γεγονότα από τον βίο και τη διδασκαλία του Ιησού Χριστού. Αυτά τα βιβλία τα έγραψαν αυτόπτες μάρτυρες της επίγειας ζωής του Χριστού (Ματθαίος και Ιωάννης) και αυτήκοοι μάρτυρες των μαθητών του Χριστού (Μάρκος και Λουκάς). Σύμφωνα με την παράδοση της Εκκλησίας, τα βιβλία αυτά είναι θεόπνευστα, καταγράφηκαν δε μεταξύ του 60 και του 110 μ.Χ., αφού προηγουμένως βιώθηκαν ως προφορικός λόγος από την πρώτη χριστιανική κοινότητα.

Μέχρι την αρχή της πρώτης μ.Χ. χιλιετηρίδας, μεταξύ των ανθρώπων κυριάρχησαν ο ευδαιμονισμός, ο έκκλητος βίος, το υλικό συμφέρον, τα μίση και τα πάθη. Βέβαια όλα αυτά δεν συνέθεταν μία κατάσταση στον σημερινό άνθρωπο, αφού και σήμερα υπάρχουν. Υπάρχει όμως μια ριζική διαφορά εκείνης της εποχής από τη σημερινή, επειδή τότε παρόμοιες εκδηλώσεις συμπεριφοράς αποτελούσαν το μοναδικό αυτονόητο ιδανικό, ένα ιδανικό που επεβάλλετο και από τις λατρευόμενες τότε θεότητες και από τον τρόπο ζωής.

Οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων δεν ακολουθούσαν δεσμευτικούς κανόνες, παρά μόνο κανόνες σκοπιμότητας.

«Αγαπήσεις τον φίλον» δίδασκαν ακόμη και οι Αρχαίοι Έλληνες για να τονίσουν τη σημασία της φιλίας. Αλλά έσπευδαν να προσθέσουν το αυτονόητο «Και μισήσεις τον εχθρόν».

Η τακτική αυτή δεν ωφέλησε κανέναν. Αντίθετα κατέστρεψε, δίχασε. Και διατήρησε το χαμηλό επίπεδο πολιτισμού, τη σκληρότητα της εξουσίας, την υποταγή και τη δουλεία.

Η αναζήτηση νέων ιδανικών που άρχισε από τους Έλληνες Φιλοσόφους προβλημάτισε, αλλά δεν κατόρθωσε να περάσει νέους τρόπους συμπεριφοράς στον κοινό άνθρωπο. Και ήταν τότε μια εποχή που το διαδεδομένο από τον Μ. Αλέξανδρο ελληνικό πνεύμα είχε ήδη υποκατασταθεί από τη σκληρότητα της Ρωμαϊκής κυριαρχίας, χωρίς ελπίδα βελτιώσεως της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ενώ φυλετικές διακρίσεις, δουλεία και πλήρης υποβιβασμός αδυνάτων και γυναικών είχαν αναχθεί σε αυτονόητο ιδανικό.

Υπ' αυτές τις συνθήκες συνέβη και γρήγορα διαδόθηκε η μεγάλη αλλαγή των ανθρώπινων ιδανικών. Η ιδέα, της Αγάπης προς τον Πλησίον αδιακρίτως έχθρας ή φιλίας, που διδάχθηκε από τον Κ.Η. Ιησού Χριστό δημιούργησε μια ειρηνική επανάσταση χωρίς προηγούμενο. Η ιδέα της μετά θάνατον αιώνιας ζωής, σε συνδυασμό με την Αγάπη, που επίσης φανερώθηκε από τον ίδιο τον Χριστό, απελευθέρωσε ηθικά τον σκλάβο, τον αδύναμο και τη γυναίκα και κατέδειξε ότι η παρούσα βραχύχρονη ζωή και η καλοπέραση σ' αυτήν δεν αποτελούν αυτοσκοπό, αλλά μόνο πεδίο δοκιμασίας του θνητού ανθρώπου και προετοιμασίας του για την αιωνιότητα της ψυχής.

Οι δύο αυτές διδαχές υποστηριζόμενες από το έμπρακτο παράδειγμα της ζωής του Χριστού διαδόθηκαν από τους Ευαγγελιστές, τους Αποστόλους, τους Μάρτυρες και τους πιστούς, αποτέλεσαν το ευχάριστο άγγελμα προς την ανθρωπότητα, το ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ, που ως μοχλός αλλαγής μετέβαλε παγκοσμίως τα ανθρώπινα ιδανικά και απέκτησε διαχρονικότητα.

Οι άνθρωποι ανέπτυξαν υπό την επίδραση του Ευαγγελίου την τάση της εξισώσεως, οι νόμοι μετεβλήθησαν, η δουλεία καταργήθηκε, και η γυναίκα απέκτησε δικαιώματα.

Το Ευαγγέλιο ως καλό άγγελμα δεν περιορίσθηκε τοπικά, αλλά διαδόθηκε σε όλα τα έθνη. Επίσης δεν περιορίσθηκε η επιρροή του χρονικά, αλλά παραμένει στους αιώνες επίκαιρο!

Το ίδιο αποτέλεσε και αποτελεί την κύρια βάση της ΕΛΠΙΔΑΣ του κάθε ανθρώπου και ιδίως όσων βασανίζονται και υποφέρουν.

Η επιρροή του Ευαγγελίου δηλαδή, συνεχίζεται και ουδέποτε θεωρήθηκε παρωχημένη.

Η επίδραση του Ευαγγελίου δεν επιβάλλεται έξωθεν. Αλλά αναπτύσσεται με τη θέληση του ανθρώπου. Γι’ αυτό το λόγο και αποτελεί το ύψιστο ιδανικό που με την πάροδο του χρόνου συντελεί στον Πολιτισμό του ανθρώπου και σε πραγματοποίηση του Θείου Οράματος.

Βασίλειος Κίμ. Μπένος
πρώην Πρύτανης
του Πανεπιστημίου Πειραιώς