Η κυβέρνηση της Καμπότζης κατήγγειλε ότι οι ένοπλες δυνάμεις της Ταϊλάνδης συνεχίζουν τους βομβαρδισμούς σε τμήματα της διαφιλονικούμενης μεθορίου, παρά την ανακοίνωση κατάπαυσης του πυρός που είχε προηγηθεί λίγες ώρες νωρίτερα, έπειτα από παρέμβαση του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ.
Από την πλευρά της Μπανγκόκ, ο ταϊλανδός πρωθυπουργός Ανούτιν Τσαρνβιρακούλ ξεκαθάρισε ότι οι στρατιωτικές επιχειρήσεις δεν πρόκειται να σταματήσουν εφόσον, όπως υποστήριξε, εξακολουθούν να υφίστανται απειλές για την ασφάλεια της χώρας και των πολιτών της. Παράλληλα, κατηγόρησε την Καμπότζη για παραβίαση της συμφωνηθείσας εκεχειρίας, μεταφέροντας την ευθύνη για τη συνέχιση των συγκρούσεων στην αντίπερα όχθη των συνόρων.
Την Παρασκευή, ο Ντόναλντ Τραμπ είχε ανακοινώσει μέσω ανάρτησής του στην πλατφόρμα Truth Social ότι Ταϊλάνδη και Καμπότζη συμφώνησαν να σταματήσουν τις εχθροπραξίες, έπειτα από τηλεφωνικές επικοινωνίες που είχε με τους ηγέτες των δύο χωρών. Η παρέμβασή του παρουσιάστηκε ως διπλωματική επιτυχία, ωστόσο οι εξελίξεις στο πεδίο δείχνουν ότι η συμφωνία παραμένει εύθραυστη.
Οι συγκρούσεις κατά μήκος των αμφισβητούμενων συνόρων έχουν αναζωπυρωθεί από τη Δευτέρα, με βαρύ ανθρώπινο κόστος. Τουλάχιστον 20 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες κάτοικοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους για λόγους ασφαλείας. Το νέο αυτό κύμα βίας έρχεται λίγους μόλις μήνες μετά τη σφοδρή πενθήμερη σύγκρουση του Ιουλίου, που είχε αφήσει πίσω της 43 νεκρούς και πάνω από 300.000 εκτοπισμένους.
Η διαμάχη μεταξύ Ταϊλάνδης και Καμπότζης έχει βαθιές ιστορικές ρίζες και αφορά την ακριβή οριοθέτηση των συνόρων, τα οποία χαράχθηκαν την περίοδο της γαλλικής αποικιοκρατίας στην Ινδοκίνα. Περιοχές με στρατηγική και συμβολική σημασία, αλλά και πλούσιους φυσικούς πόρους, αποτελούν συχνά εστίες έντασης.
Πολιτικοί αναλυτές εκτιμούν ότι η επίτευξη μιας συνολικής και βιώσιμης ειρηνευτικής συμφωνίας παραμένει εξαιρετικά δύσκολη, καθώς πέρα από τα ιστορικά ζητήματα, οι δύο πλευρές αξιοποιούν τη σύγκρουση και στο εσωτερικό πολιτικό τους πεδίο. Την ίδια ώρα, η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί με ανησυχία τις εξελίξεις, φοβούμενη ότι μια παρατεταμένη σύρραξη θα αποσταθεροποιήσει περαιτέρω μια ήδη εύθραυστη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ασίας.