Τα τελευταία πενήντα χρόνια, οι σχέσεις Ουάσινγκτον–Πεκίνου έχουν περάσει από δύο καθοριστικές καμπές. Η πρώτη ήταν το 1972, όταν η ιστορική επίσκεψη του Ρίτσαρντ Νίξον στην Κίνα έβαλε τέλος στην πολιτική της απομόνωσης και εγκαινίασε μια περίοδο συνεργασίας απέναντι στη σοβιετική απειλή. Η δεύτερη ήρθε τη δεκαετία του 1990, όταν η κυβέρνηση Κλίντον επέλεξε την εμπλοκή με μια ανερχόμενη Κίνα, στηρίζοντας την οικονομική της ενσωμάτωση στο διεθνές σύστημα.
Αυτή η συναίνεση κατέρρευσε την περίοδο της πρώτης προεδρίας Τραμπ, όταν η Κίνα αντιμετωπίστηκε πλέον ως ο βασικός στρατηγικός αντίπαλος των ΗΠΑ.
Σήμερα, η δεύτερη προεδρία Τραμπ θα μπορούσε —παράδοξα— να αποτελέσει την αφετηρία μιας τρίτης καμπής. Σε αντίθεση με τον Τζο Μπάιντεν, ο οποίος προσέγγισε τον ανταγωνισμό με την Κίνα ιδεολογικά, ο Ντόναλντ Τραμπ υιοθετεί μια πιο πραγματιστική λογική ισορροπίας ισχύος. Η προσωπική χημεία με τον Σι Τζινπίνγκ και η κοινή αποδοχή ενός κόσμου μεγάλων δυνάμεων που σέβονται τα ζωτικά συμφέροντα η μία της άλλης δημιουργούν τις προϋποθέσεις για μια πιο σταθερή σχέση.
Σε αυτό το πλαίσιο, διαμορφώνεται η ιδέα μιας «μεγάλης συμφωνίας» ΗΠΑ–Κίνας. Μια τέτοια συμφωνία θα προϋπέθετε μεταρρυθμίσεις στο διεθνές σύστημα ώστε να δοθεί μεγαλύτερος χώρος στις ανερχόμενες δυνάμεις, καθώς και μια νέα διμερή προσέγγιση που θα δίνει προτεραιότητα στη συνεργασία αντί της σύγκρουσης. Στόχος δεν θα ήταν απαραίτητα η συμμαχία, αλλά η ειρηνική συνύπαρξη και η διαχείριση της ισχύος χωρίς μηδενικό άθροισμα.
Τα οικονομικά αποτελούν τον πυρήνα αυτής της προσπάθειας. Παρά τους εμπορικούς πολέμους και τις αμοιβαίες κυρώσεις, οι δύο οικονομίες παραμένουν βαθιά αλληλεξαρτώμενες. Η Κίνα χρειάζεται πρόσβαση σε αμερικανικές αγορές, τεχνολογία και κεφάλαια, ενώ οι ΗΠΑ ωφελούνται από την κινεζική αγορά, τις εφοδιαστικές αλυσίδες και τις επενδύσεις. Μια συμφωνία αμοιβαιότητας στο εμπόριο, τις επενδύσεις και την τεχνολογία θα μπορούσε να μειώσει τις εντάσεις και να αποφέρει οφέλη και στις δύο πλευρές.
Στο γεωπολιτικό επίπεδο, τα μεγαλύτερα αγκάθια παραμένουν η Ασία-Ειρηνικός, η Νότια Σινική Θάλασσα και κυρίως η Ταϊβάν. Η αποφυγή ενός πολέμου —με τεράστιο οικονομικό και στρατηγικό κόστος— απαιτεί αποκλιμάκωση, καλύτερη διαχείριση κρίσεων και σαφή δέσμευση στην ειρήνη. Χωρίς μια συνολική συνεννόηση, ο κίνδυνος μιας σύγκρουσης τύπου «παγίδας του Θουκυδίδη» παραμένει υπαρκτός.
Τέλος, μια μεγάλη συμφωνία θα όριζε εκ νέου τους ρόλους των δύο χωρών στο διεθνές σύστημα. Η Κίνα επιδιώκει να μεταρρυθμίσει —όχι να ανατρέψει— την υφιστάμενη τάξη, ενώ οι ΗΠΑ δείχνουν λιγότερο πρόθυμες να σηκώνουν μόνες τους το βάρος της παγκόσμιας ηγεσίας. Αυτή η σύμπτωση συμφερόντων καθιστά τη συνεργασία όχι μόνο εφικτή, αλλά και αναγκαία. Αν Ουάσινγκτον και Πεκίνο αξιοποιήσουν τη συγκυρία, δεν θα σταθεροποιήσουν μόνο τη μεταξύ τους σχέση, αλλά και ένα διεθνές σύστημα που δοκιμάζεται έντονα.
Με πληροφορίες από: foreignaffairs.com