Η πορεία της Ρωσίας προς τη δημιουργία ενός λεγόμενου «κυρίαρχου» ή «εθνικού» διαδικτύου δεν συνιστά μια αιφνίδια ή σπασμωδική αντίδραση απέναντι στις δυτικές ψηφιακές πλατφόρμες ή στις πρόσφατες γεωπολιτικές αναταράξεις.
Αντιθέτως, αποτελεί το αποτέλεσμα μιας μακρόπνοης και μεθοδικής στρατηγικής, μέσω της οποίας το Κρεμλίνο επιδιώκει εδώ και περίπου δύο δεκαετίες να συγκεντρώσει τον έλεγχο της ψηφιακής πληροφορίας και των υποδομών της χώρας. Όπως ακριβώς συνέβη νωρίτερα με την τηλεόραση και τον έντυπο Τύπο, έτσι και το διαδίκτυο αντιμετωπίστηκε σταδιακά όχι ως ουδέτερος τεχνολογικός χώρος, αλλά ως κρίσιμο πεδίο πολιτικής ισχύος και διαμόρφωσης συνειδήσεων.
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, η χαμηλή διείσδυση του διαδικτύου στη ρωσική κοινωνία επέτρεπε στο Κρεμλίνο να επικεντρώνεται στον έλεγχο των τηλεοπτικών δικτύων, τα οποία λειτουργούσαν ως βασικός μοχλός πολιτικής επιρροής. Ωστόσο, καθώς η διαδικτυακή χρήση αυξανόταν με ταχύ ρυθμό, ιδιαίτερα μετά το 2008, έγινε σαφές ότι οι ψηφιακές πλατφόρμες μπορούσαν να αναδειχθούν σε ανταγωνιστικό –και ενίοτε απειλητικό– μέσο απέναντι στην κρατικά ελεγχόμενη ενημέρωση. Η αυξανόμενη επιρροή μη ελεγχόμενων πηγών πληροφόρησης, ιστολογίων και κοινωνικών δικτύων οδήγησε τις Αρχές να ασκήσουν πιέσεις σε κομβικούς παρόχους, όπως η Yandex, ώστε να ευθυγραμμιστούν με τις κυβερνητικές επιδιώξεις.
Η δυναμική αυτή εντάθηκε την επόμενη δεκαετία, όταν το διαδίκτυο μετατράπηκε σε βασικό εργαλείο πολιτικής έκφρασης και κοινωνικής κινητοποίησης. Οι μαζικές διαδηλώσεις του 2011-2012 κατέδειξαν, στα μάτια της ρωσικής ηγεσίας, ότι η ψηφιακή ελευθερία μπορούσε να μεταφραστεί άμεσα σε πολιτική αμφισβήτηση. Η απάντηση υπήρξε η θεσμοθέτηση ενός αυστηρότερου πλαισίου εποπτείας, με νομοθεσίες που παρουσιάστηκαν επισήμως ως μέτρα προστασίας της κοινωνίας, αλλά στην πράξη επέτρεψαν το μπλοκάρισμα και τη φίμωση ανεπιθύμητων φωνών.
Η κορύφωση αυτής της διαδικασίας ήρθε το 2019 με τον νόμο για το «Κυρίαρχο Διαδίκτυο», ο οποίος έθεσε τις βάσεις για τον τεχνικό και θεσμικό έλεγχο της ρωσικής διαδικτυακής κίνησης. Με την υποχρεωτική εγκατάσταση κρατικά ελεγχόμενου εξοπλισμού στους παρόχους, οι Αρχές απέκτησαν τη δυνατότητα παρακολούθησης, φιλτραρίσματος και επιλεκτικού περιορισμού της πρόσβασης σε πλατφόρμες και περιεχόμενο, μετατρέποντας τον έλεγχο του διαδικτύου από αποσπασματικό σε συστημικό.
Η πλήρους κλίμακας εισβολή στην Ουκρανία το 2022 επιτάχυνε περαιτέρω αυτή τη στρατηγική. Υπό το πρόσχημα της «πληροφοριακής ασφάλειας» και της άμυνας απέναντι στη «δυτική προπαγάνδα», η ρωσική κυβέρνηση προχώρησε σε μαζικούς αποκλεισμούς και περιορισμούς ξένων εφαρμογών και υπηρεσιών, ενώ ταυτόχρονα ενίσχυσε την προώθηση εγχώριων, κρατικά ελεγχόμενων εναλλακτικών. Η εισαγωγή της λεγόμενης «λευκής λίστας» και εφαρμογών όπως το Max σηματοδοτεί τη μετάβαση προς ένα πιο κλειστό ψηφιακό οικοσύστημα, όπου η επικοινωνία, τα δεδομένα και οι συναλλαγές συγκεντρώνονται υπό κρατική εποπτεία.
Παρά τις προσπάθειες αυτές, το ρωσικό εγχείρημα αντιμετωπίζει εγγενείς περιορισμούς. Σε αντίθεση με την Κίνα, η Ρωσία επιχειρεί να επιβάλει ψηφιακή απομόνωση σε μια κοινωνία που είχε ήδη ενσωματωθεί σε παγκόσμιες πλατφόρμες, χωρίς να διαθέτει αντίστοιχες τεχνολογικές δυνατότητες ή κοινωνική συναίνεση. Έτσι, το μοντέλο που διαμορφώνεται μοιάζει περισσότερο με εκείνα του Ιράν ή του Τουρκμενιστάν: ένα υβριδικό σύστημα, όπου η πρόσβαση στο παγκόσμιο διαδίκτυο περιορίζεται και φιλτράρεται, χωρίς όμως να διακόπτεται πλήρως, προκειμένου να αποφευχθούν σοβαρές οικονομικές και τεχνικές επιπτώσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ρωσία φαίνεται να βαδίζει προς έναν ελεγχόμενο ψηφιακό απομονωτισμό, επιδιώκοντας να ισορροπήσει ανάμεσα στον πολιτικό έλεγχο και στις πρακτικές ανάγκες μιας οικονομίας που εξακολουθεί να εξαρτάται από τη διεθνή ψηφιακή διασύνδεση. Το αν η στρατηγική αυτή θα ολοκληρωθεί ή θα παραμείνει ημιτελής θα εξαρτηθεί τόσο από τις διεθνείς πιέσεις όσο και από την αντοχή της ρωσικής κοινωνίας σε έναν ολοένα στενότερα επιτηρούμενο κυβερνοχώρο.