Μεγάλη αύξηση των αμυντικών δαπανών αποφασίστηκε σήμερα στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Χάγη με τους συμμάχους να επαναλαμβάνουν σε κοινή ανακοίνωση τη δέσμευσή τους για συλλογική άμυνα.
Στη Σύνοδο Κορυφής του 2014 στην Ουαλία, οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ συμφώνησαν να «στοχεύσουν στο να κινηθούν προς τη δαπάνη του 2% του ΑΕΠ» για την άμυνα εντός μιας δεκαετίας. Στην τωρινή Σύνοδο Κορυφής, το ΝΑΤΟ ενέκρινε, ωστόσο, νέο στόχο αμυντικών δαπανών ύψους 5% του ΑΕΠ έως το 2035.
Σε τι επίπεδα βρίσκονται όμως σήμερα οι αμυντικές δαπάνες των μελών και τι ποσοστό του ΑΕΠ του προσφέρει κάθε κράτος; Ακολουθούν αναλυτικοί πίνακες της δεξαμενής σκέψης του Atlantic Council οι οποίοι δίνουν απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα.


Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και με τη δυναμική που αναπτύσσεται μετά την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ έχουν υποσχεθεί σημαντικές αυξήσεις στις αμυντικές δαπάνες τα επόμενα, ο καθένας με το δικό του χρονοδιάγραμμα.
Στους παρακάτω πίνακες παρουσιάζονται οι υφιστάμενες δεσμεύσεις της κάθε χώρας για τη μελλοντική πορεία των αμυντικών δαπανών ως ποσοστό επί του ΑΕΠ. Στα αριστερά είναι το ποσοστό-στόχος επί του ΑΕΠ και στα δεξιά το έτος στο οποίο πρέπει να έχει επιτευχθεί ο στόχος.




Σήμερα, 23 μέλη του ΝΑΤΟ δαπανούν τουλάχιστον το 2% του ΑΕΠ (με βάση τον στόχο που τέθηκε το 2014) για την άμυνα, σχεδόν τετραπλάσιος αριθμός κρατών (μόλις έξι) απ’ ό,τι το 2021.
Σε απόλυτα νούμερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες κατέχουν ξεκάθαρα την πρώτη θέση σε αμυντικές δαπάνες καθώς επενδύουν σχεδόν διπλάσια ποσά από όλους τους συμμάχους στην Ευρώπη και τον Καναδά μαζί.
Ωστόσο, ως μεγάλη δύναμη με παγκόσμια συμφέροντα και ικανότητα να προβάλλει ισχύ πολύ πέρα από την Ευρώπη, οι αμυντικές δαπάνες των Ηνωμένων Πολιτειών επεκτείνονται και εκτός του ευρωατλαντικού θεάτρου. Ως αποτέλεσμα, αυτή η φαινομενική ανισορροπία δεν αποτυπώνει πλήρως την κατανομή των βαρών εντός του ΝΑΤΟ.

Τι σημαίνει για την Ελλάδα το 5% του ΑΕΠ για αμυντικές δαπάνες έως το 2035
Όσον αφορά την Ελλάδα, ξεκινά από σχετική ισχυρή αφετηρία ως προς το ποσοστό των δαπανών για την άμυνα της, καθώς ανέρχονται στο 2,5% του ΑΕΠ.
Επίσης, τον Απρίλιο του 2025, η κυβέρνηση εξήγγειλε νέο εξοπλιστικό πρόγραμμα πάνω από 25 δισ. ευρώ μέχρι το 2037.
Κάνοντας μία αναγωγή της παραπάνω επιπλέον αμυντικής δαπάνης κατά μέσο όρο κάθε χρόνο, λαμβάνοντας υπόψιν και την αναμενόμενη αύξηση του ΑΕΠ κάθε χρόνο, η αύξηση των αμυντικών δαπανών – ως ποσοστό του ΑΕΠ – είναι πολύ μικρή και σε κάθε περίπτωση αρκετά μακριά από το 5% του ΑΕΠ.
Αυτό σημαίνει πως η Ελλάδα θα πρέπει να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες της πάνω από το επίπεδο το οποίο είχε υπολογίσει βάσει του νέου εξοπλιστικού προγράμματος, την επόμενη δεκαετία, δηλαδή έως το 2035.
Για να το κάνει αυτό, θα πρέπει να βρει τους σχετικούς πόρους με μόνο «σύμμαχο» την ΕΕ, η οποία έχει αποφασίσει, από τον περασμένο Μάρτιο, να ενεργοποιήσει ρήτρα διαφυγής από το σύμφωνο Σταθερότητας της ΕΕ για την επόμενη 4ετία, για αύξηση των αμυντικών δαπανών κατά ποσό που αντιστοιχεί έως και στο 1,5% του ΑΕΠ ετησίως, αλλά και να συστήσει ένα κοινό αμυντικό ταμείο 150 δισ. ευρώ (SAFE) από το οποίο θα μπορούσαν να δοθούν χαμηλότοκα δάνεια στις χώρες – μέλη.
Μ΄ άλλα λόγια, οι αποφάσεις της ΕΕ, δίνουν μερική (μόνο για έως 1,5% του ΑΕΠ) και σχετική σύντομη (για 4 χρόνια και όχι για…πάντα) «περίοδο χάριτος» για την Ελλάδα -και τις άλλες χώρες μέλη της Ένωσης .
Η αύξηση των αμυντικών δαπανών της Ελλάδας πρέπει όχι μόνο να διπλασιαστεί ως ποσοστό του ΑΕΠ (από το 2,5% στο 5%) μέχρι το 2035, αλλά και να παραμείνει μόνιμα στο 5% και μετά το 2035!
Το ερώτημα που τίθεται πλέον για την Ελλάδα, αλλά και για όλη την ΕΕ, είναι από που θα βρουν τους οικονομικούς πόρους για μόνιμα υπερδιπλάσιες αμυντικές δαπάνες.
Μεγαλύτερο είναι το πρόβλημα για τις χώρες, με υψηλό δημόσιο χρέος, με την Ελλάδα να είναι πρώτη εξ αυτών παρά τις εξαιρετικά θετικές δημοσιονομικές επιδόσεις τα τελευταία χρόνια.
Ήδη η ΤτΕ έχει προειδοποιήσει πως για να μην αυξηθεί το δημόσιο χρέος, θα πρέπει είτε να αυξηθούν τα έσοδα από φόρους, είτε να περικοπές δαπάνες.
Ο ίδιος ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε έχει προτείνει προς τις χώρες – μέλη της συμμαχίας περικοπές στην υγεία και τις συντάξεις.
Μέχρι πριν τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ, η κυβέρνηση είχε κινηθεί στο εξής μοτίβο δημοσιονομικής πολιτικής : Αυξάνουμε τα έσοδα από την πάταξη της φοροδιαφυγής, προκειμένου να αποπληρώσουμε το συντομότερο δυνατό το δημόσιο χρέος και να επιστρέφουμε στην κοινωνία (πρωτίστως μέσω της μείωσης των άμεσων φόρων) το «πλεόνασμα» της ανάπτυξης και συνετής δημοσιονομικής πορείας…
Η ανάληψη της υποχρέωσης αμυντικών δαπανών στο 5% μπαίνει ως σφήνα στη δημοσιονομική πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης και αμφισβητεί ευθέως είτε την κατά το δυνατό πιο πρόωρη αποπληρωμή του χρέους, είτε το εύρος της επιστροφής του «πλεονάσματος» της ανάπτυξης, είτε και των δύο.
Το τι θα επιλέξει να κάνει η κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει σε επίπεδο δημοσιονομικής πολιτικής τις νέες υποχρεώσεις τις οποίες ανέλαβε στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ μένει να το δούμε.
Το σίγουρο, πάντως, φαίνεται να είναι πως η αύξηση των αμυντικών δαπανών -σε αντίθεση με εκείνο που αναμένεται να συμβεί σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γερμανία – ελάχιστα μπορεί να συμβάλλει στην ανάπτυξη της χώρας (καθώς η συντριπτικά μεγαλύτερη μερίδα των αμυντικών παραγγελιών θα αφορούν σε χώρες του εξωτερικού) και ακόμα λιγότερο -εκ της φύσεως τους – μπορεί να συμβάλλουν στην αύξηση των φορολογικών εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού συμβάλλοντας έτσι στη χρηματοδότηση του (μόνιμου) στόχου του 5%.
Κοινώς, είτε αυτή, είτε οποιαδήποτε κυβέρνηση στην Ελλάδα, φαίνεται πως θα πρέπει να στραφεί περισσότερο προς την πλευρά των δαπανών, αλλά και του δανεισμού (κοινοτικού ή εθνικού) προκειμένου να αντλήσει τους αναγκαίους χρηματοδοτικούς πόρους για την κατάκτηση της αμυντικής ικανότητας στην οποία έχει συμφωνήσει στο ΝΑΤΟ.
Και όλα αυτά, υπό τον όρο ότι οι ΗΠΑ δεν θα αρχίσουν να μειώνουν την παρουσία τους, σε στρατιωτικό επίπεδο, στην Ευρώπη. Γιατί αν αρχίσουν να τη μειώνουν, τότε μπορεί να δούμε να αυξάνεται το πλαφόν των αμυντικών δαπανών πάνω από το 5%.