Ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας πλήττει ήδη την κινεζική βιομηχανία ένδυσης. Στην Γκουανγκτζού, πόλη-ορόσημο για την παραγωγή ενδυμάτων, μικρά εργοστάσια αντιμετωπίζουν πλέον σοβαρές προκλήσεις.
Οι νέοι δασμοί και η αυστηρότερη φορολογική πολιτική των ΗΠΑ έχουν περιορίσει δραστικά τα περιθώρια κέρδους, φέρνοντας σε αδιέξοδο επιχειρήσεις που ήδη λειτουργούσαν στα όρια της βιωσιμότητας.
Για πέντε χρόνια, ο Λίου Μιάο, ιδιοκτήτης ενός μικρού εργοστασίου στην Γκουανγκτζού, διέθετε ρούχα μέσω Amazon σε χονδρεμπόρους στις Ηνωμένες Πολιτείες — μέχρι που η δραστηριότητα αυτή σταμάτησε απότομα. Όπως αναφέρουν οι New York Times (NYT), πολλοί διευθυντές εργοστασίων- οι οποίοι είχαν ήδη στενά περιθώρια κέρδους- δήλωσαν την περασμένη εβδομάδα ότι ο συνδυασμός των νέων δασμών και της φορολογικής πολιτικής του Αμερικανού προέδρου έχει πλήξει σοβαρά τις επιχειρήσεις τους. Παράλληλα, αυξάνονται τα κόστη στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Εξαιτίας των δασμών, ο Λίου δεν μπορεί πλέον να πουλά τα προϊόντα του στην Amazon στην τιμή του 1 δολαρίου ανά τεμάχιο, καθώς πλέον κερδίζει μόλις 50 σεντς. Ο Λίου δήλωσε στους New York Times ότι δεν θέλει να κάνει περικοπές στους μισθούς των υπαλλήλων του.
«Δεν μπορείς να πουλήσεις τίποτα στις Ηνωμένες Πολιτείες αυτή τη στιγμή. Οι δασμοί είναι υπερβολικά υψηλοί» είπε.
Πλατφόρμες όπως η Amazon, η Shein και η Temu έφεραν την τεράστια κινεζική βιομηχανία παραγωγής στο κατώφλι των καταναλωτών παγκοσμίως. Μέσα από αυτές, χιλιάδες μικρά εργοστάσια στην Γκουανγκτζού μπορούσαν να φτάσουν στους Αμερικανούς καταναλωτές. Και δεδομένου ότι πακέτα αξίας κάτω των 800 δολαρίων μπορούσαν να εισέλθουν στις ΗΠΑ αφορολόγητα, οι πλατφόρμες και οι κατασκευαστές μπορούσαν να διατηρούν τις τιμές χαμηλές.
Οι εξαγωγές ήταν βασικός μοχλός ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα μέσω του ηλεκτρονικού εμπορίου. Σε μια γειτονιά της Γκουανγκτζού, πολυτελή αυτοκίνητα – Mercedes, BMW, Cadillac – παρκάρουν έξω από εργοστάσια που πληρώνουν περίπου 60 δολάρια την ημέρα σε εργάτες για να παράγουν ρούχα που πωλούνται σε πλατφόρμες όπως η Shein. Σήμερα, με την ένταση στο εμπόριο να χωρίζει τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, πολλές επιχειρήσεις στη Γκουανγκτζού βρίσκονται σε κρίσιμο σημείο.
Πολλαπλές προκλήσεις
Οι δασμοί προστίθενται στις ήδη πολλαπλές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι κατασκευαστές ενδυμάτων. Γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο να βγάλουν κέρδος, καθώς η κινεζική κυβέρνηση δεν έχει καταφέρει να ενισχύσει την κατανάλωση μετά την κατάρρευση της αγοράς ακινήτων. Χωρίς αύξηση των αξιών των κατοικιών, οι καταναλωτές περιορίζουν τις δαπάνες τους.
Αυτό συνέβη στη περίπτωση του Ζανγκ Τσεν, πρώην ιδιοκτήτη έξι καταστημάτων ένδυσης στην επαρχία Χουμπέι. Όταν οι πελάτες δεν επέστρεψαν μετά την πανδημία και τα ενοίκια παρέμειναν υψηλά, αποφάσισε να τα κλείσει όλα.
«Το 2020 δεν είχαμε δουλειά, το 2021 το ίδιο, και μέχρι το 2022 φαινόταν ότι δεν θα είχαμε ποτέ ξανά», είπε στους ΝΥΤ ο Ζανγκ, ο οποίος πλέον κερδίζει περίπου 100 δολάρια την ημέρα μεταφέροντας φρεσκοραμμένα ρούχα σε σημεία συλλογής της Shein κοντά στο αεροδρόμιο.
Τα εργοστάσια στην Γκουανγκτζού δεν είναι αυτοματοποιημένα όπως αυτά που κατασκευάζουν ηλεκτρικά οχήματα ή ημιαγωγούς – βασικούς τομείς στην επιδίωξη της Κίνας για τεχνολογική ανεξαρτησία. Ωστόσο, απασχολούν εκατομμύρια εργαζομένους που προσπαθούν να επιβιώσουν.
Εννέα ιδιοκτήτες και διευθυντές εργοστασίων δήλωσαν στους ΝΥΤ ότι εξετάζουν το ενδεχόμενο μεταφοράς των δραστηριοτήτων τους σε άλλες επαρχίες όπως η Χουμπέι, όπου οι μισθοί είναι χαμηλότεροι. Μερικοί εξετάζουν και χώρες όπως το Βιετνάμ, όπου αρκετές κινεζικές επιχειρήσεις έχουν ήδη μεταφερθεί για να αποφύγουν νέους δασμούς. Πολλοί ανέφεραν μείωση παραγγελιών. Άλλοι διέκοψαν ορισμένες γραμμές παραγωγής. Όλοι μίλησαν για γειτονικά εργοστάσια που έχουν κλείσει τους τελευταίους μήνες.
Την Παρασκευή (02/05), όταν τέθηκε σε ισχύ η νέα αμερικανική πολιτική κατάργησης των αφορολόγητων εισαγωγών από την Κίνα, ο Λίου Μπιν άρχισε να αδειάζει το εργοστάσιό του, όπου σωροί από πακέτα Shein έφραζαν τα παράθυρα. Το εργοστάσιό του ειδικεύεται σε φορέματα και μπλούζες. Η Shein συνήθως παραγγέλνει 100.000 τεμάχια τον μήνα. Τον Απρίλιο, η εταιρεία παρήγγειλε τη μισή ποσότητα και ο Λίου ξεκίνησε να μεταφέρει την παραγωγή του στην επαρχία Τζιανγκσί, καθώς δεν μπορούσε πλέον να πληρώσει το ενοίκιο στην Γκουανγκτζού. Ο ίδιος δήλωσε ότι η Shein προσφέρει κίνητρα για μεταφορά των δραστηριοτήτων στο Βιετνάμ, αλλά οι δασμοί εκεί έχουν επίσης αυξηθεί. Έχει προσπαθήσει επίσης να βρει πελάτες μέσω TikTok και Temu, αλλά και σε αυτές τις πλατφόρμες η ζήτηση μειώνεται.
«Όλα μειώνονται. Εμείς απλώς περιμένουμε και παρατηρούμε», είπε ο Λίου.
Η Shein δεν απάντησε σε αίτημα των ΝΥΤ για σχόλιο. Η Temu ανακοίνωσε την Παρασκευή ότι σταματά τις απευθείας αποστολές από την Κίνα στις ΗΠΑ. Η κινεζική κυβέρνηση ενθαρρύνει τις κινεζικές πλατφόρμες ηλεκτρονικού εμπορίου να βοηθήσουν τις μικρές επιχειρήσεις να στραφούν στην εγχώρια αγορά. Όμως, καθώς οι Κινέζοι καταναλωτές παραμένουν φειδωλοί, θα είναι δύσκολο τα εργοστάσια να διατηρήσουν το επίπεδο πωλήσεων που είχαν στο εξωτερικό.
ΠΗΓΗ: New York Times