Περισσότεροι από 20.000 Αλβανοί συγκεντρώθηκαν το μεσημέρι στα Σκόπια, εκφράζοντας την υποστήριξή τους σε πρώην ηγετικά στελέχη του «Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσόβου» (UÇK), τα οποία βρίσκονται αντιμέτωπα με τη Δικαιοσύνη στη Χάγη για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, που φέρονται να διαπράχθηκαν την περίοδο 1998–2000.
Η συγκέντρωση πραγματοποιήθηκε στην πλατεία Σκεντέρμπεη, κοντά στο κέντρο της πόλης, με διοργανωτές οργανώσεις βετεράνων του UÇK και με την πολιτική στήριξη του μεγαλύτερου αλβανικού κόμματος στη Βόρεια Μακεδονία, του DUI. Επικεφαλής του κόμματος είναι ο Αλί Αχμέτι, ο οποίος υπήρξε στο παρελθόν στέλεχος του UÇK και παραμένει κεντρική πολιτική φυσιογνωμία της αλβανικής κοινότητας στη χώρα.
Οι διαδηλωτές, κρατώντας αλβανικές σημαίες και φωνάζοντας συνθήματα υπέρ του UÇK, προέρχονταν κυρίως από τη Βόρεια Μακεδονία, το Κόσοβο και την Αλβανία, ενώ συμμετείχαν και Αλβανοί από τη νότια Σερβία. Κοινό μήνυμά τους ήταν ότι οι κατηγορούμενοι πρώην διοικητές του UÇK διώκονται άδικα και αντιμετωπίζουν, όπως υποστήριξαν, κατασκευασμένες και πολιτικά υποκινούμενες κατηγορίες.
Παρόμοιες κινητοποιήσεις υπέρ των κατηγορουμένων έχουν πραγματοποιηθεί το τελευταίο διάστημα σε ευρωπαϊκές πόλεις, όπως η Χάγη και το Στρασβούργο, καθώς και στην Πρίστινα. Ιδιαίτερη απήχηση είχε και η συγκέντρωση που έγινε στα Τίρανα τον περασμένο Οκτώβριο, η οποία έτυχε και της ανοιχτής στήριξης του Αλβανού πρωθυπουργού, Έντι Ράμα.
Απευθυνόμενος στο πλήθος, ο Αλί Αχμέτι υποστήριξε ότι ο UÇK δεν στράφηκε εναντίον άλλων λαών, αλλά αγωνίστηκε, όπως είπε, αποκλειστικά για την ελευθερία του αλβανικού πληθυσμού στο Κόσοβο. Εξέφρασε την πεποίθηση ότι η ετυμηγορία του Ειδικού Δικαστηρίου στη Χάγη θα πρέπει να είναι αθωωτική, ισχυριζόμενος ότι οι κατηγορίες έχουν «επινοηθεί» από το Βελιγράδι με τη στήριξη της Μόσχας.
Στο εδώλιο του Ειδικού Δικαστηρίου για τα εγκλήματα πολέμου στο Κόσοβο (Kosovo Specialist Chambers – KSC) βρίσκονται τέσσερα πρώην κορυφαία στελέχη του UÇK: ο Χασίμ Θάτσι, πρώην πολιτικός διοικητής της οργάνωσης και μετέπειτα πρωθυπουργός και πρόεδρος του Κοσόβου, οι Κάντρι Βεσέλι και Γιάκουπ Κρασνίτσι, πρώην διοικητές του UÇK και πρόεδροι της Βουλής, καθώς και ο Ρέτζεπ Σελίμι, πρώην στέλεχος της οργάνωσης και βουλευτής.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, οι κατηγορούμενοι φέρονται να έχουν ευθύνη για σοβαρά εγκλήματα, όπως παράνομες κρατήσεις, βασανιστήρια, κακομεταχείριση, δολοφονίες, εξαφανίσεις και διώξεις, που διαπράχθηκαν σε διάφορες περιοχές του Κοσόβου αλλά και στη βόρεια Αλβανία. Τα θύματα περιλαμβάνουν εκατοντάδες αμάχους, κυρίως Σέρβους και Ρομά, αλλά και Αλβανούς που κατηγορήθηκαν ως συνεργάτες των σερβικών αρχών. Οι τέσσερις κατηγορούμενοι φέρονται να συνδέονται με περισσότερες από 100 δολοφονίες την περίοδο 1998–2000.
Η δίκη ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2023 και έχει πλέον ολοκληρωθεί η παρουσίαση των στοιχείων από την εισαγγελία, ενώ το δικαστήριο βρίσκεται στο στάδιο εξέτασης μαρτύρων υπεράσπισης. Παράλληλα, το Ειδικό Δικαστήριο δέχεται έντονη κριτική από μεγάλα τμήματα της αλβανικής κοινής γνώμης, τα οποία θεωρούν ότι στοχοποιεί αποκλειστικά πρώην μαχητές του UÇK και αγνοεί εγκλήματα άλλων πλευρών.
Το Δικαστήριο συστάθηκε το 2015 με απόφαση του Κοινοβουλίου του Κοσόβου και λειτουργεί βάσει του δικαίου της χώρας, με έδρα ωστόσο τη Χάγη, προκειμένου να διασφαλιστεί η προστασία μαρτύρων. Στελεχώνεται από διεθνές προσωπικό και χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η κινητοποίηση στα Σκόπια εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον έντονων ανακατατάξεων στην Ευρώπη, όπου παρατηρείται τα τελευταία χρόνια σημαντική άνοδος εθνικιστικών και ακροδεξιών δυνάμεων. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, κόμματα και κινήματα με σκληρή ρητορική γύρω από ζητήματα ταυτότητας, ιστορικής μνήμης, συνόρων και ασφάλειας ενισχύουν την επιρροή τους, αξιοποιώντας κοινωνικές ανησυχίες, οικονομικές πιέσεις και γεωπολιτικές εντάσεις.
Η επανεμφάνιση έντονων εθνικών αφηγημάτων, όπως εκείνων που σχετίζονται με τους πολέμους της δεκαετίας του 1990 στα Βαλκάνια, συχνά λειτουργεί ως καταλύτης για τη συσπείρωση πληθυσμών γύρω από συμβολικά φορτισμένα ζητήματα. Σε αυτό το πλαίσιο, η υποστήριξη προς πρώην μαχητές ή η αμφισβήτηση διεθνών δικαστικών θεσμών παρουσιάζεται από ορισμένες πολιτικές δυνάμεις ως πράξη «εθνικής δικαίωσης» ή αντίστασης σε ξένες παρεμβάσεις.
Παρατηρητές εκτιμούν ότι τέτοιου είδους συγκεντρώσεις, αντανακλούν τη γενικότερη τάση πόλωσης και αναβίωσης ακραίων αφηγήσεων στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Η εξέλιξη αυτή προκαλεί ανησυχία σε ευρωπαϊκούς θεσμούς και οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι οποίοι προειδοποιούν ότι η εργαλειοποίηση του παρελθόντος και η αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοσύνης μπορεί να υπονομεύσουν τη σταθερότητα και τη συμφιλίωση, ιδιαίτερα σε περιοχές με βεβαρημένο ιστορικό όπως τα Δυτικά Βαλκάνια.