Αναζητώντας συντροφιά μέσα από ένα dating app

 
Αναζητώντας συντροφιά μέσα από ένα dating app

Ενημερώθηκε: 02/03/19 - 20:46

Την εποχή που μία στις πέντε σχέσεις και ένας στους έξι γάμους αρχίζουν διαδικτυακά, προφανώς και οι σχετικές εφαρμογές έχουν πέραση. Όπως προφανώς και κερδίζουν εκατομμύρια. Για την ακρίβεια, κερδίζουν περισσότερα από 1 δισεκ. δολάρια κάθε χρόνο.

Ας δούμε τα δύο πιο εμπορικά dating apps και γιατί έχουν κάνει την αναζήτηση του έρωτα… επιχείρηση. Ας κρατήσουμε όμως στο μυαλό μας πως δεν καταφεύγουν σε αυτά όλοι οι σινγκλς – είπαμε υπάρχει μοναξιά, αλλά όχι κι έτσι…

Tinder: 

Ιδιοκτήτης: Inter Active Corp (διαθέτει περισσότερα από 150 επιχειρήσεις σε 100 χώρες και τα έσοδα της το 2016 ήταν 3,14 δισεκ. δολάρια). Γλώσσες: 40

Η λέξη Τinder σημαίνει «προσάναμμα», «έναυσμα» και αυτό ακριβώς είναι. Στηρίζεται στην περιοχή, την τοπικότητα, αφού αναζητά πιθανά ταίρια σε συγκεκριμένες χιλιομετρικές αποστάσεις από το σημείο στο οποίο βρίσκεται κάθε φορά ο ενδιαφερόμενος.

Έκανε την πρώτη εμφάνισή του στις 12 Σεπτεμβρίου 2015. Οι δυο εκ των έξι εμπνευστών του, Σον Ραντ και Τζάστιν Μαντίν (εβραϊκής και ιρανικής καταγωγής, αντίστοιχα) ήταν φίλοι από τα 14, σπούδασαν μαζί στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια επί του επιχειρείν στο διαδίκτυο και μια μέρα ο Ραντ σκέφτηκε πως θα ήθελε να δημιουργήσει κάτι που θα βοηθά στο να προσεγγίζεις συντρόφους «ανεξάρτητα από το ποιος ή πώς είσαι, αν γνωρίζεις πώς να τους προσεγγίσεις». Στόχος του ήταν να γίνονται όλα χωρίς άγχος.

Το Tinder δοκιμάστηκε σε λέσχες κολεγίων, πήρε βραβείο για το καλύτερο καινοτόμο επιχείρημα το 2013 και τον Μάιο του ίδιου χρόνου αναδείχθηκε σε μια από τις 25 καλύτερες εφαρμογές στο διαδίκτυο, βάσει της συχνότητας χρήσης και του αριθμού χρηστών του.

Οι δυο φίλοι ανήκουν ακόμα στην εταιρία που εξαγοράστηκε στο μεταξύ από την IAC. Το app λειτουργεί με πολύ απλό τρόπο: όποιον σου αρέσει, τον «πας» (με το δάχτυλο, πάνω στην οθόνη) δεξιά, ενώ όποιος δεν σου αρέσει «πάει» αριστερά. Μετά, υπάρχει και το Super Like (προς τα επάνω). Αν το Super Like αντικείμενο του πόθου σου, σου κάνει και αυτό Super Like, έρχεστε σε επικοινωνία. Η εφαρμογή είναι δωρεάν, αλλά έχει και έκδοση επί πληρωμή (Tinder Plus), στην οποία δεν υπάρχει περιορισμός χιλιομέτρων ή ανθρώπων που «πας» δεξιά και αριστερά (κοστίζει 19,99 δολάρια το μήνα για τους 28+ ετών και 9,99 δολάρια το μήνα για τους -28).

Η αξία του έχει ξεπεράσει το 1,6 δισεκ. δολάρια, καθώς έχουν «κατεβάσει» την εφαρμογή περισσότεροι από 100 εκατ. άνθρωποι, οι εξειδικευμένοι χρήστες είναι 1,8 εκατ. και χρησιμοποιούν καθημερινά την υπηρεσία 50 εκατομμύρια. Δουλεύει σε συνεργασία με το Facebook, καθώς, όταν έχεις εκεί λογαριασμό, γλιτώνεις από το ρομπότ και τα «έξυπνα» προγράμματα που διαβάζουν την ον λάιν συμπεριφορά σου και δρουν αντιστοίχως, ενώ ελέγχουν και τα ψεύτικα προφίλ. Έχει κατηγορηθεί πως εξέλιξε τα ραντεβού σε παιχνίδι…

Badoo:

Ιδιοκτήτης: Badoo Trading Limited (με έδρα στη Λευκωσία). Γλώσσες: 47

Ο ενεργοί χρήστες ξεπερνούν τα 60 εκατ. και αφιερώνουν ημερησίως 1,8 ώρες κατά μέσο όρο στο Badoo.

Το Badoo επιτρέπει στους χρήστες να γνωρίζουν ανθρώπους που ζουν κοντά τους, για κουβέντα, ραντεβού ή φιλία – δηλώνει κανείς από την αρχή την προτίμησή του. Δημιουργήθηκε το 2006 και λειτουργεί σε 190 χώρες, αριθμός που το κάνει το πιο διαδεδομένο -παγκοσμίως- σάιτ του είδους του. Το σκέφτηκε ο Ρώσος επιχειρηματίας Άντρεϊ Αντρέβ, ο οποίος το «έφτιαξε» στη Μόσχα και το παρουσίασε τον Νοέμβριο του 2006. Σημέρα είναι αυτό με τα περισσότερα «κατεβάσματα» σε 21 χώρες.

Το Badoo αποτελεί μαζικό φαινόμενο στη Βραζιλία, το Μεξικό, τη Γαλλία, την Ισπανία και την Ιταλία. Πρώτα έγινε γνωστό μέσω του κοινωνικών παιχνιδιών και κουίζ που εμφανίζονταν στο Facebook και μετά… ανεξαρτητοποιήθηκε.

Από τον περασμένο Αύγουστο προσφέρει και τη δυνατότητα οπτικής επαφής με τον άλλο σε πραγματικό χρόνο, ενώ έχει και έκδοση επί πληρωμή.

Το 2014 ο Αντρέβ συνεργάστηκε με έναν εκ των ιδρυτών του Tinder– ο οποίος είχε τότε αποχωρήσει – για τη δημιουργία του Bumble,ενός άλλου dating app, το οποίο επικεντρώνεται στις γυναίκες. Σε αυτό, η συζήτηση αρχίζει, αφότου η γυναίκα στείλει μήνυμα και μετά το «ματσάρισμα» έχει 24 ώρες για να απαντήσει. Το 2016 το Badoo εξαγόρασε το Lulu (άλλο dating app) και έκανε την ιδιοκτήτριά του, Αλεξάντρα Τσονγκ, πρόεδρο της Badoo.

Όσον αφορά τις ηλικίες των χρηστών, στο σεξ και τον έρωτα που ξεκινάει μέσω ανταλλαγής φωτογραφιών, μπορεί να πρωτοστατούν οι νέοι 18-24, οι οποίοι γεννήθηκαν μέσα στην εποχή των τεχνολογικών εξελίξεων, αλλά δεν έχουν επ’ ουδενί το μονοπώλιο των ιντερνετικών ραντεβού.Σύμφωνα με έρευνα στις ΗΠΑ, οι χρήστες αυξήθηκαν από το 2013 έως το 2015 σχεδόν σε όλες τις ηλικιακές κατηγορίες, ενώ διπλασιάστηκαν στις ηλικίες 55-64.

Εδώ και τουλάχιστον μια δεκαετία, «γενναίοι» άντρες και γυναίκες εναποθέτουν την ερωτική τους ζωή στα χέρια του ίντερνετ, λοιπόν, ελπίζοντας πως κάπου μέσα στον απέραντο ψηφιακό ωκεανό του διαδικτύου θα καταφέρουν να βρουν το άλλο τους μισό – ή έστω να φθάσουν κοντά σε αυτήν την ανακάλυψη.

Το φλερτ μέσω ίντερνετ έχει φέρει τεράστια επανάσταση στον τρόπο που οι άνθρωποι συνδέονται μεταξύ τους, δημιουργώντας άπειρες νέες ευκαιρίες γνωριμίας, άρα και άπειρες νέες ευκαιρίες εύρεσης του ξεχωριστού εκείνου/εκείνης.

Άλλα μου λεν τα μάτια σου κι άλλα τα μηνύματά σου

Όλοι σχεδόν γνωρίζουμε ή έχουμε ακούσει για κάποιο ραντεβού που κανονίστηκε μέσω διαδικτύου, αλλά δεν πήγε καλά, για έναν από τους παρακάτω λόγους: Ήταν πιο κοντός από ό,τι έγραφε στο προφίλ του, ήταν διαφορετική από ό,τι στις φωτογραφίες της ή ήταν ομιλητικός στα μηνύματα, αλλά δεν μπορούσες να του πάρεις κουβέντα, όταν ήρθε η ώρα της συνάντησης.Με άλλα λόγια, το προφίλ ενός ατόμου και τα μηνύματα που έχουν σταλεί πριν από ένα ραντεβού, ενδέχεται να μην είναι ενδεικτικά τού ποιος είναι πραγματικά κάποιος.

Ας μην ξεχνάμε, λοιπόν, πόσο εύκολα μπορούμε να πέσουμε θύμα αυτών των εφαρμογών, αν δεν είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί. «Προσέχουμε για να έχουμε» και, όπως έχει πει κάποιος κάποτε, μην κοιτάμε συνεχώς μέσα από μια οθόνη, υπάρχει κόσμος εκεί έξω.

Μπορεί να συναντήσει κάποιος τον έρωτα της ζωής του στις σκάλες του μετρό, γυρνώντας από μια ακόμη κουραστική μέρα στη δουλειά. Ποτέ δεν ξέρεις!

ΠΗΓΗ: Το άρθρο, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Δημοσιογραφία», είναι της Μαριάντζελας Γράβαρη, τελειόφοιτης του τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ