Κρατική κυριαρχία στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ευρωσκεπτικισμός

 
Ευρωπαϊκή Ένωση

Ενημερώθηκε: 22/01/22 - 20:05

Του Πέτρου Μηλιαράκη*

Αρθρογράφος: Πέτρος Μηλιαράκης

Το νέο έτος 2022 –που ευχόμαστε όλοι να είναι ειρηνικό, εποικοδομητικό και με υγεία– καταγράφει και την εικοσαετή πορεία του ευρωσυστήματος και του ευρώ, που αφορά ιστορικό γεγονός καινοφανές στην παγκόσμια ιστορία της οικονομίας και της ρευστότητας. Εξυπακούεται δε ότι για όλα τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης υπάρχει εκχώρηση σημαντικού βαθμού κυριαρχίας σε υπερκείμενα Όργανα.

Πιο συγκεκριμένα υφίσταται μεταβίβαση συνολικά της αρμοδιότητας της νομισματικής πολιτικής από το κράτος-μέλος της ευρωζώνης στη νομική προσωπικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).

Με τούτα ως δεδομένα υπ’ όψιν τα εξής:

Η δοτή αρμοδιότητα στην ΕΕ

Η πολιτειακή αρχιτεκτονική της ΕΕ έχει «επανατοποθετηθεί» αρκετές φορές, με κυρίως αναφορά στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Λάακεν, όπου τέθηκε το κυρίως ερώτημα εάν θα παρέμενε το «πυλωτικό σύστημα», δηλαδή εάν θα παρέμεναν ως «σύστημα διακυβέρνησης» οι τρεις Πυλώνες που αφορούσαν: α) στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, β) στην Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Ασφάλεια, και γ) στη Δικαιοσύνη και στις Εσωτερικές υποθέσεις.

Η αρχιτεκτονική των Πυλώνων εξασφάλιζε μια ιδιότυπη-παράλληλη ύπαρξη αφενός των Κοινοτήτων και αφετέρου της Ένωσης. Δηλαδή η Ένωση εμφανιζόταν ως η ομπρέλα ή άλλως η κοινή στέγη των τριών προαναφερόμενων Πυλώνων, όπου το κυρίως σκέλος που αφορούσε στις Κοινότητες ήταν κατ’ ουσίαν η βάση του όλου οικοδομήματος, με κυρίως Αρχή Ασφάλειας Δικαίου το «κοινοτικό κεκτημένο» (aquis communautaire). Οι άλλοι Πυλώνες ήταν οι ασταθείς εστίες του όλου συστήματος με πολύπλοκες και αλυσιτελείς (σε πολλές περιπτώσεις) διαδικασίες.

Η «κοινή αυτή συγκρότηση» αφορούσε ένα «ενιαίο μόρφωμα» που δεν διέθετε νομική προσωπικότητα, ενώ η εκχώρηση εξουσίας από τα κράτη-μέλη στο συγκεκριμένο μόρφωμα, δημιουργούσε το παράδοξο να λειτουργούν άλλα Όργανα για την Ένωση και άλλα για τις Κοινότητες! Αυτή η πρακτική εύρισκε έρεισμα στη «θεωρία και πράξη» του «δανεισμού των Οργάνων». Την ιδιότυπη και περίεργη αυτή κατάσταση-της οποίας οι λειτουργίες ήταν σαφείς κυρίως όμως και ίσως μόνο (!) στους «ειδικούς»- κατάργησε η Συνθήκη της Λισαβόνας.

Η Συνθήκη της Λισαβόνας δηλαδή, κατάργησε τους Πυλώνες, ίδρυσε νομική προσωπικότητα στην ΕΕ και θέσπισε: ότι η Ένωση αντικαθιστά και διαδέχεται την Ευρωπαϊκή Κοινότητα ως καθολικός διάδοχος, ενώ η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας δεν διαλύεται, αλλά εξακολουθεί να υφίσταται με ειδικό Πρωτόκολλο.

Παραλλήλως με τη Συνθήκη της Λισαβόνας που αφορά δύο ισοδύναμες Συνθήκες, α) τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωνση (ΣΕΕ) και β) τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), θεσπίστηκε το γενικό πλαίσιο εντός του οποίου κινείται η άσκηση της οικονομικής πολιτικής. Πρωταρχικώς όμως, με βάση το πλαίσιο αυτό : «τα κράτη-μέλη ασκούν την οικονομική τους πολιτική με σκοπό να συμβάλουν στην υλοποίηση των στόχων της Ένωσης, όπως αυτοί ορίζονται στο άρθρο 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ)».

Επίσης με τη Συνθήκη της Λισαβόνας επαναβεβαιώθηκαν τα κριτήρια σύγκλισης για την εισαγωγή του ευρώ, κριτήρια που επέβαλαν τη δημιουργία του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης το οποίο αποφασίστηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Άμστερνταμ ήδη από το 1997 με αντίστοιχο Ψήφισμα. Η σημασία δε του Συμφώνου αυτού επιβεβαιώθηκε με τη «Δήλωση 30», που έχει επισυναφθεί στη Συνθήκη της Λισαβόνας.

Κυρίαρχη, όμως, σημασία αποκτά για το συντονισμό της οικονομικής πολιτικής των κρατών-μελών το δόγμα της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Το ζήτημα δε που κυριαρχεί ως προς την εσωτερική κυριαρχία είναι εκείνο της παραχώρησης εξουσίας στο νομικό πρόσωπο της ΕΕ και στην ΕΚΤ αναφορικώς με το νόμισμα. Ειδικότερα όσον αφορά στην Ελλάδα, στο πλαίσιο αυτών των διαδικασιών, η χώρα μας εκχώρησε σημαντικότατο ποσοστό κυριαρχίας καταργώντας το εθνικό νόμισμα, τη δραχμή, με την εισαγωγή του ευρώ, ως το εθνικό νόμισμα. Αντί πολλών, επίκληση μπορεί να γίνει στον Κανονισμό Εισαγωγής στο Ευρώ 974/98, στο αμετάκλητο της Συμφωνίας, καθώς και στη ένταξη της Ελλάδας στο Ευρωσύστημα με την απόφαση ΕΕ2000/L167/19, σε αναφορά με την παράγραφο 3 του άρθρου 140 ΣΛΕΕ.

Ειδικότερα ως προς το ζήτημα της κυριαρχίας

Τα προαναφερόμενα, λόγω της κατάργησης των Πυλώνων και της ανασυγκρότησης του όλου συστήματος σε νομική προσωπικότητα, τείνουν να δημιουργήσουν την εντύπωση του ασφυκτικού περιορισμού της κυριαρχίας κράτους-μέλους.

ΩΣΤΟΣΟ: Η οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης διέπεται από την Αρχή της δοτής αρμοδιότητας. Σύμφωνα με την Αρχή αυτή η Ένωση ενεργεί μόνο εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που της απονέμουν τα κράτη-μέλη με τις Συνθήκες. Ταυτοχρόνως, η Ένωση σέβεται την ισότητα των κρατών-μελών, την εθνική ταυτότητα τους και τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική τους δομή και τάξη. Σέβεται δε τις ουσιώδεις λειτουργίες του κράτους στις οποίες ρητώς περιλαμβάνονται κατ’ αποκλειστικότητα:

α) η διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας,

β) η διατήρηση της δημόσιας τάξης και

γ) η προστασία της εθνικής ασφάλειας. Ειδικότερα, η εθνική ασφάλεια παραμένει στην αποκλειστική ευθύνη κάθε κράτους-μέλους (βλ. άρθρα 4 και 5 ΣΕΕ).

Οι αναφερόμενες ρυθμίσεις, είναι «πρόκριμα» που παρεμποδίζει το υπό μορφή ευχολόγιου άρθρο 42 παράγραφος 7 ΣΕΕ όπου (υπό προϋποθέσεις βεβαίως) σε περίπτωση κατά την οποία κράτος-μέλος δεχθεί ένοπλη επίθεση, τα λοιπά κράτη-μέλη «οφείλουν» να του παράσχουν βοήθεια και συνδρομή στο πλαίσιο του άρθρου 51 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.

«Κυρίαρχη ελίτ»  και ευρωσκεπτικισμός

Με τούτα τα δεδομένα, η Ελλάδα ως κράτος-μέλος της ΕΕ πρέπει να γνωρίζει ως πολιτικό σύστημα ότι:

α) στα κρίσιμα ζητήματα εδαφικής ακεραιότητας, δημόσιας τάξης και εθνικής ασφάλειας κατ’ αρχάς και κατ’ αρχήν είναι μόνη, ενώ

β) αντιθέτως στο ζήτημα της νομισματικής ένταξης μπορεί μεν η Ελλάδα να θεωρείται ότι ανήκει στο «σκληρό πυρήνα» της ενωσιακής έννομης και πολιτικής τάξης, ωστόσο λόγω των δανειακών συμβάσεων βρίσκεται σε καθεστώς προτεκτοράτου. Συνεπώς:

ότι η Ελλάδα θα μείνει πρωτίστως μόνη σε μια έκτακτη κατάσταση ανάγκης ως προς την υπεράσπιση της εδαφικής της ακεραιότητας και το ότι δεν μπορεί να ασκήσει εσωτερικής τάξης νομισματική πολιτική, τούτα αφορούν έννομες καταστάσεις τις οποίες επιβάλλουν οι Συνθήκες που έχει υπογράψει η άρχουσα εσωτερική τάξη πραγμάτων.

Τούτων δοθέντων ένα κλίμα ευρωσκεπτικισμού κάθε άλλο παρά αρνητικό είναι, όταν αυτό πιέζει τα κράτη-μέλη αλλά και το «πολιτικό και γραφειοκρατικό ιερατείο» στις Βρυξέλλες, στην Φρανκφούρτη και στο Βερολίνο ,την «κυρίαρχη ελίτ» δηλαδή, για να ασκείται πολιτική που:

α) θα αναιρεί τα κενά και το έλλειμμα που παρουσιάζουν οι δημοκρατικές διαδικασίες, που

β) θα επιβάλει την αλληλεγγύη και την κοινή εξωτερική πολιτική και άμυνα σε κρίσιμα ζητήματα ασφαλείας των κρατών-μελών, και που

γ) εντέλει θα επιβάλει την αρχή της αναλογικότητας και των κοινωνικών δικαιωμάτων έναντι της ασύμμετρης λιτότητας μιας υπερβολικής δημοσιονομικής πειθαρχίας.

Ο ευρωσκεπτικισμός είναι χρήσιμος στο μέτρο που μπορεί να γίνει βραχίονας πίεσης στο «πολιτικό και γραφειοκρατικό ιερατείο που επικυριαρχεί» στα κέντρα λήψης αποφάσεων, το οποίο θα πρέπει να αντιληφθεί ότι η εξουσία του δεν είναι ασύνορη…

*Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Ελλάδας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC – EU).