Άρθρο του Guardian με τίτλο «Βιώνουμε το θάνατο του Διεθνούς Δικαίου», εξετάζει τη βαθιά κρίση που αντιμετωπίζει το διεθνές δίκαιο, καθώς αυξάνεται η απογοήτευση μεταξύ νομικών και κρατικών αξιωματούχων για την αδυναμία των διεθνών θεσμών να επιβάλουν τους κανόνες τους και να προστατεύσουν τους αμάχους από τις συνέπειες των συγκρούσεων.
Η περίπτωση του Πακιστανού πρώην υπουργού Ahmad Irfan Aslam, ο οποίος παρακολούθησε με τρόμο τις εξελίξεις στην Κασμίρ και την ενδεχόμενη κατάρρευση της συμφωνίας για τα ύδατα μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της αίσθησης αδυναμίας που επικρατεί. Ο ίδιος σημειώνει ότι οι θεσμοί του διεθνούς δικαίου, όπως το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ICC), στηρίζονται στην «καλή πίστη» των κρατών – μια αρχή που πλέον έχει αποδυναμωθεί σημαντικά.
Η αμερικανική απόσυρση από πολυμερείς θεσμούς, η υπονόμευση του ICC με κυρώσεις, αλλά και η μονομερής δράση χωρών όπως το Ισραήλ και η Ρωσία έχουν καταστήσει εμφανές ότι οι διεθνείς κανόνες είτε αγνοούνται είτε ερμηνεύονται αυθαίρετα. Πολλοί επιστήμονες υποστηρίζουν ότι το διεθνές δίκαιο δεν καταργείται, αλλά εργαλειοποιείται: τα κράτη χρησιμοποιούν τη νομική του γλώσσα για να δικαιολογήσουν παραβιάσεις, συχνά παραβιάζοντας το ίδιο το πνεύμα των κανόνων που επικαλούνται.
Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, παρά τις προσδοκίες που γέννησε κατά την ίδρυσή του το 1998, έχει περιορισμένα αποτελέσματα, με μόλις 11 καταδίκες σε 23 χρόνια, όλες για εγκλήματα στην Αφρική, γεγονός που δημιουργεί κατηγορίες για νεοαποικιακή μεροληψία. Η επιλεκτική επιβολή της δικαιοσύνης έχει οδηγήσει πολλά κράτη –ιδίως ισχυρά– να αρνούνται τη δικαιοδοσία του, αμφισβητώντας έτσι τη συνοχή του συστήματος.
Παρ’ όλα αυτά, ορισμένοι ειδικοί, όπως οι καθηγητές Tladi και Hakimi, τονίζουν ότι το πρόβλημα δεν είναι το ίδιο το δίκαιο, αλλά η πολιτική βούληση των κρατών. Το διεθνές δίκαιο εξακολουθεί να υπάρχει ως ένα σύστημα αρχών, αλλά τα κενά στην εφαρμογή του επιτρέπουν την ατιμωρησία. Ορισμένοι, όπως ο Παλαιστίνιος δικηγόρος Raji Sourani, υποστηρίζουν σθεναρά την αξία του: δεν είναι τα λόγια που αποτυγχάνουν, αλλά η απροθυμία των ισχυρών να εφαρμόσουν τους κανόνες.
Τέλος, αναδεικνύεται η ελπίδα ότι το διεθνές δίκαιο μπορεί να ανανεωθεί μέσω της παγκόσμιας απειλής της κλιματικής αλλαγής. Ο Aslam εκτιμά ότι μόνο μια κρίση τέτοιας κλίμακας μπορεί να οδηγήσει σε ανασύσταση των διεθνών θεσμών. Ήδη, ιστορικά πολλές χώρες στρέφονται στο ICJ για να ζητήσουν νομικές απαντήσεις σε περιβαλλοντικά ζητήματα. Σε αυτό το πλαίσιο, η εξέλιξη του διεθνούς δικαίου είναι πιθανή, αλλά θα εξαρτηθεί από τη βούληση της παγκόσμιας κοινότητας να το επανεφεύρει. Το δίκαιο, όπως σημειώνεται στο τέλος του άρθρου, είναι ο καθρέφτης του κόσμου. Το ερώτημα είναι πλέον τι είδους κόσμο θέλουμε.