Στις 15 Ιουλίου 1974 εκδηλώνεται το άφρον χουντικό πραξικόπημα στην Κύπρο, που αποσκοπούσε και πέτυχε προσωρινώς – την ανατροπή και απομάκρυνση από τη θεσμική πολιτική του θέση, του τότε Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακαρίου Γ’.
Το πραξικόπημα αυτό οργανώθηκε και υλοποιήθηκε «επί του πεδίου», δηλαδή στην Κύπρο, από δυνάμεις της Ελληνικής Δυνάμεως Κύπρου (ΕΛΔΥΚ) και μελών της οργανώσεως «ΕΟΚΑ Β’» και αποτελεί την κορύφωση μιας μακράς περιόδου αστάθειας και συγκρούσεων τόσο μεταξύ των δύο κοινοτήτων (ελληνικής και τουρκικής) της Κυπριακής Δημοκρατίας, όσο και στο εσωτερικό της ελληνοκυπριακής κοινότητας (μεταξύ αυτών που υποστήριζαν την Ανεξαρτησία της Κύπρου ή την Ένωση με την Ελλάδα).
Χρονολογικώς, τα γεγονότα του πραξικοπήματος έχουν ως εξής:
Στις 2 Ιουλίου 1974, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄, απαίτησε από την Αθήνα την παραίτηση των Ελλήνων αξιωματικών – μελών της Εθνικής Φρουράς της Κύπρου, γεγονός που αποτέλεσε και τη «θρυαλλίδα» για την αντίστροφη μέτρηση διεξαγωγής του πραξικοπήματος ανατροπής του Μακαρίου, ήταν εναντίον της ενώσεως με την Ελλάδα.
Στις 15 Ιουλίου πραγματοποιήθηκε το πραξικόπημα.
«Στις 08:15 δύο ισχυρές φάλαγγες αρμάτων εξήλθαν στο οδικό δίκτυο, η μία από το στρατόπεδο Κοκκινοτριμυθιάς, που αποτελούταν από όλα τα άρματα της Κυπριακής Εθνοφρουράς, περίπου 35 ρωσικής προέλευσης τύπου Τ-34, και με δύναμη 300 ανδρών, με κύριο σκοπό την εξουδετέρωση της Προεδρικής Φρουράς, (δύναμη 150 ανδρών), δίπλα στο Προεδρικό Μέγαρο και η δεύτερη φάλαγγα από το στρατόπεδο Καποτά (Παλλουριώτισσα) με κάποια λίγα άρματα βρετανικής προέλευσης τύπου Marmon Harington και 20 οχήματα που μετέφεραν μονάδα ΛΟΚ (32 ΜΚ και ένα λόχο της 31 ΜΚ) περίπου 300 ανδρών με σκοπό την εξουδετέρωση του αστυνομικού Εφεδρικού Σώματος που έδρευε περίπου 1 χλμ. μακρύτερα του Προεδρικού Μεγάρου. Στη συνέχεια οι δύο φάλαγγες θα συνέκλιναν και περικυκλώνοντας θα πυρπολούσαν κανονιοβολώντας το Μέγαρο της Προεδρίας. Τελικά οι δυνάμεις που έλαβαν μέρος ήταν η 31η και η 33η Μοίρες Καταδρομών, η ίλη αρμάτων της 21ης Επιλαρχίας Μέσων Αρμάτων και της 23ης Επιλαρχίας Αναγνώρισης, 2 τάγματα πεζικού από την Κερύνεια και 2 λόχοι της ΕΛΔΥΚ. Διοικητής των αρμάτων της 21ης ήταν ο Επίλαρχος Κορκόντζελος, της 23ης ο Αντισυνταγματάρχης Λαμπρινός, ενώ των Καταδρομών ο Ταγματάρχης Δαμασκηνός.» (wikipidia.org)
Στο μεταξύ ο Μακάριος φθάνοντας στο γραφείο του λίγο νωρίτερα, περί τις 08:15, δεχόταν μια σχολική αντιπροσωπεία από την Αίγυπτο που τον ανέμενε. «…Τη στιγμή της προσφώνησης εκ μέρους του συνοδού καθηγητή από χειρογράφου, ακούστηκαν υπόκωφοι κανονιοβολισμοί. Ο Μακάριος καθησυχάζοντας τον καθηγητή τον παρότρυνε να συνεχίσει. Όταν και πάλι ακούστηκαν δυνατότεροι οι κανονιοβολισμοί που προέρχονταν από το στρατόπεδο του Εφεδρικού Σώματος, που υπερασπιζόταν ο Ταγματάρχης Πανταζής και όλοι έδειχναν ανήσυχοι, ο Μακάριος επανέλαβε ατάραχος "συνέχισε παιδί μου". Τη στιγμή όμως εκείνη εισόρμησαν στην αίθουσα υποδοχής ο υπασπιστής του Μακαρίου με τον διοικητή της Προεδρικής Φρουράς, (ανεψιό του Μακαρίου) προειδοποιώντας τον για την επίθεση και παροτρύνοντάς τον να φύγει. Στα λίγα λεπτά που ακολούθησαν ο Μακάριος με πολιτική περιβολή και φέροντας τραγιάσκα οδηγείται από τους συνοδούς του στην πίσω έξοδο ασφαλείας του μεγάρου, που παραμένει αφύλακτη και μέσα από ένα ξεροπόταμο φθάνει σε δημόσιο δρόμο. Τα δε παιδιά κυριολεκτικά είχαν φυγαδευτεί από την κυρία είσοδο του κτιρίου.» (wikipidia.org)
Τελικώς, ο Μακάριος φυγαδεύεται από την πίσω πλευρά του Προεδρικού Μεγάρου από άνδρες του προσωπικώς πιστού σε αυτόν Εφεδρικού Σώματος, τα μέλη του οποίου ήταν φανατικοί Μακαριακοί, επιβιβάζεται σε αστυνομικό όχημα και μεταβαίνει σε μοναστήρι στο όρος Τρόοδος, όπου ακούει από το ραδιόφωνο (ΡΙΚ) που έχει καταληφθεί ήδη από τους πραξικοπηματίες να ανακοινώνεται ο θάνατός του, «είδηση» που επαναλάμβάνεται συνεχώς.
Στις 11:00 ο Ταξίαρχος Γεωργίτσης ενημερώνει τον επικεφαλής του πραξικοπήματος στην Αθήνα Ταξίαρχο Δημήτριο (Μίμη) Ιωαννίδη στον ειδικό θάλαμο επιχειρήσεων του ΥΠΕΘΑ στο Στρατόπεδο «Παπάγου», ότι η επιχείρηση τελείωσε με επιτυχία. Μία ώρα αργότερα ενημερώνεται για τη διαφυγή του Μακάριου.
Στις 13:00, ο Μακάριος, ο Μακάριος απηύθυνε από την Πάφο διάγγελμα προς τον Κυπριακό λαό, με το οποίο τον ενημέρωνε ότι …δεν πέθανε όπως λέγανε ως τότε οι πραξικοπηματίες, αλλά είναι ζωντανός, και από εκεί διαφεύγει για Λονδίνο, μέσω Μάλτας.
Στις 15:00 οι πραξικοπηματίες στη Κύπρο, και πιο συγκεκριμένως ο επικεφαλής των Καταδρομών Συνταγματάρχης Κομπόκης, αγνοώντας τις εξελίξεις περί μηνύματος του Μακαρίου, ανέθεσαν τα καθήκοντα του Προέδρου της Δημοκρατίας στον δημοσιογράφο και τότε βουλευτή Νίκο Σαμψών, ο οποίος υπήρξε μία από τις κορυφαίες μορφές της ΕΟΚΑ και ο οποίος θεωρείτο «χασάπης» από του Άγγλους και τους Τούρκους, εξαιτίας της δράσεως του το διάστημα 1955 – 1974, χωρίς όμως να έχει απολύτως καμία ανάμειξη ως τότε στην προετοιμασία και εκτέλεση του πραξικοπήματος, ούτε και ηγετική θέση στην ΕΟΚΑ Β'.
Ο Σαμψών ορκίζεται τάχιστα «Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας», από τον καθαιρεμένο από τον Μακάριο Επίσκοπο Γεννάδιο, εκφωνεί και το διάγγελμα επί τη αναλήψει των καθηκόντων του, κηρύσσοντας στρατιωτικό νόμο, χωρίς όμως να προβεί σε διάλυση της Βουλής, ή σε δίωξη πολιτικών προσώπων, παραμένοντας στη θέση αυτή για εννέα μέρες, μέχρι τις 23 Ιουλίου 1974.
Τελικώς, το απόγευμα της 15ης Ιουλίου 1974 το πραξικόπημα είχε επικρατήσει, με απολογισμό 91 νεκρούς και 250 τραυματίες και πέντε μέρες αργότερα, το πρωί της 20ης Ιουλίου 1974, η Τουρκία, συνεγγυήτρια δύναμη από την ιδρυτική Συνθήκη της Κυπριακής Δημοκρατίας, βρήκε μίας πρώτης τάξεως ευκαιρία να επέμβει στρατιωτικώς στο νησί (Αττίλας-1/2), με την οποία κατέχει έκτοτε ως σήμερα το ένα τρίτο της Κύπρου!