Σχεδόν δύο χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου στη Γάζα, διαφαίνεται πλέον μια ουσιαστική μετατόπιση στην κοινή γνώμη τόσο εντός του Ισραήλ όσο και διεθνώς.
Οι εικόνες λιμοκτονούντων παιδιών και οι αναφορές σε εκτεταμένη ανθρωπιστική κρίση που κυκλοφορούν στα διεθνή μέσα ενημέρωσης έχουν αρχίσει να εισχωρούν και στο εσωτερικό της ισραηλινής κοινωνίας, προκαλώντας έντονες συζητήσεις και αμφισβητήσεις σχετικά με την πορεία και την ηθική βάση της συνέχισης του πολέμου.
Μέχρι πρόσφατα, η κάλυψη της σύγκρουσης στα ισραηλινά μέσα ήταν σχεδόν αποκλειστικά επικεντρωμένη στις απώλειες του ίδιου του Ισραήλ — κυρίως στρατιωτών — και στα τραύματα της επίθεσης της 7ης Οκτωβρίου 2023.
Ωστόσο, τον Ιούλιο του 2025, μια αλλαγή σημειώθηκε όταν ο τηλεοπτικός σταθμός Channel 12 παρουσίασε ρεπορτάζ για την πείνα των παιδιών στη Γάζα και η παρουσιάστρια Yonit Levi έκλεισε το δελτίο λέγοντας: «Ίσως ήρθε η ώρα να παραδεχτούμε ότι αυτό δεν είναι αποτυχία επικοινωνίας, αλλά ηθική αποτυχία». Για πολλούς, αυτό αποτέλεσε μια στιγμή καθοριστικής σημασίας αλλαγής στάσης.
Πρόσφατες δημοσκοπήσεις καταγράφουν σημαντική φθορά στη στήριξη της ισραηλινής κοινωνίας προς τη συνέχιση των πολεμικών επιχειρήσεων. Περίπου τα δύο τρίτα των Ισραηλινών πολιτών επιθυμούν κατάπαυση του πυρός και επιστροφή των ομήρων μέσω συμφωνίας. Ταυτόχρονα, μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό (γύρω στο 4%) θεωρεί ότι οι στρατιωτικοί στόχοι έχουν επιτευχθεί.
Ολοένα και περισσότεροι πολίτες αρχίζουν να αμφισβητούν την αποτελεσματικότητα της στρατηγικής που ακολουθείται, ενώ σε ιδιωτικές συζητήσεις και μέσα σε κοινωνικά δίκτυα διατυπώνονται προβληματισμοί που μέχρι πρότινος σπάνια ακούγονταν δημόσια.
Μεγάλες δυτικές χώρες θέλουν να αναγνωρίσουν παλαιστινιακό κράτοςΗ διεθνής πίεση αυξάνεται επίσης. Μέσα στον Ιούλιο του 2025, ο Καναδάς και το Ηνωμένο Βασίλειο προστέθηκαν στη Γαλλία, ανακοινώνοντας την πρόθεσή τους να αναγνωρίσουν παλαιστινιακό κράτος τον Σεπτέμβριο στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών. Αυτές οι εξελίξεις, παρότι δεν έχουν ακόμη προκαλέσει στροφή στις επίσημες πολιτικές του Ισραήλ, εντείνουν την αίσθηση διεθνούς απομόνωσης, με Ισραηλινούς τουρίστες να καταγγέλλουν επιθετικότητα ή περιθωριοποίηση στο εξωτερικό.
Στο εσωτερικό του Ισραήλ, η κοινωνία φαίνεται διχασμένη. Η πλειονότητα των Εβραίων Ισραηλινών εξακολουθεί να θεωρεί ότι ο πόλεμος είναι απαραίτητος για την ασφάλεια της χώρας, ενώ οι Ισραηλινοί Άραβες — περίπου 20% του πληθυσμού — εκφράζουν πολύ μεγαλύτερη ενσυναίσθηση προς τον άμαχο πληθυσμό της Γάζας. Η πολιτική κυριαρχία της δεξιάς πτέρυγας και των υποστηρικτών των εποικισμών δυσκολεύει οποιαδήποτε εσωτερική στροφή προς συμβιβασμό ή αποκλιμάκωση.
Στρατιωτικά, η ισραηλινή κυβέρνηση εξακολουθεί να στοχεύει στην ολοκληρωτική ήττα της Χαμάς, θεωρώντας την ύπαρξή της ως υπαρξιακή απειλή. Παρότι έχουν σημειωθεί επιτυχίες, ο στόχος της εξάλειψής της δεν έχει επιτευχθεί. Ταυτόχρονα, η ανθρωπιστική κρίση επιδεινώνεται, με την επισιτιστική κατάσταση στη Γάζα να περιγράφεται πλέον ανοιχτά ως καταστροφική από πολλούς διεθνείς οργανισμούς.
Προβλέψεις για το μέλλονΟι προβλέψεις για το μέλλον παραμένουν δυσοίωνες. Πιθανά σενάρια περιλαμβάνουν νέα περιορισμένη συμφωνία για ομήρους, μια ακόμη στρατιωτική εισβολή μεγάλης κλίμακας ή πολιτική αλλαγή στο Ισραήλ, που ενδεχομένως να οδηγήσει σε αποχώρηση από τη Λωρίδα της Γάζας και ανάθεση διοίκησης σε κάποια μορφή Παλαιστινιακής Αρχής.
Άλλο σενάριο, που έχει τεθεί στη δημόσια συζήτηση, αφορά την κατάληψη ενός χερσαίου διαδρόμου γύρω από τη Γάζα χωρίς επίσημη προσάρτηση, με στόχο τον στρατιωτικό έλεγχο της περιοχής.
Σε αυτό το πλαίσιο, το ερώτημα δεν είναι μόνο πώς και πότε θα τελειώσει ο πόλεμος, αλλά και αν μπορεί να αναδειχθεί ένας νέος δρόμος πολιτικής λύσης μετά από χρόνια αδιεξόδου.
Η ισραηλινή κοινωνία, όπως τη βιώνει κανείς στο Τελ Αβίβ, εμφανίζεται διπλή: κοσμοπολίτικη, ευημερούσα και ζωντανή — και ταυτόχρονα βαθιά διχασμένη και εγκλωβισμένη σε έναν φαύλο κύκλο βίας και φόβου.
Η μεταστροφή της κοινής γνώμης, αν τελικά παγιωθεί, ίσως να αποδειχθεί το πρώτο βήμα για μια πιο τολμηρή και ρεαλιστική επαναξιολόγηση της κατάστασης τόσο από την ισραηλινή ηγεσία όσο και από τη διεθνή κοινότητα.