Στην Ξάνθη για την 106η επέτειο της απελευθερώσεως της πόλεως βρέθηκε ο Υπουργός Εθνικής Αμύνης κ. Νίκος Δένδιας, προκειμένου να συμμετάσχει στις εορταστικές εκδηλώσεις ως εκπρόσωπος του Προέδρου της κυβερνήσεως, συνοδευόμενος από τον Αρχηγό ΓΕΣ Αντιστράτηγο Γεώργιο Κωστίδη.
Αφού παρακολούθησε τη Δοξολογία στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό Τιμίου Προδρόμου, στην οποία χοροστάτησε ο Μητροπολίτης Ξάνθης και Περιθεωρίου κ.κ. Παντελεήμων, μετέβη στο Ηρώο της πόλεως, όπου πραγματοποιήθηκε επιμνημόσυνη δέηση και κατέθεσε στέφανο.
Ακολούθως, ο ΥΕΘΑ παρακολούθησε τη στρατιωτική και μαθητική παρέλαση, στην οποία συμμετείχαν επίσης πολιτιστικές και εθελοντικές οργανώσεις, καθώς και σύλλογοι, παρουσία του Πρόεδρος του κόμματος ΝΙΚΗ κ. Δημήτρη Νατσιού, των βουλευτών κ.κ. Σπυρίδωνα Τσιλιγγίρη, Χουσεΐν Ζεϊμπέκ, Μπουρχάν Μπαράν, Μιχαήλ Χουρδάκη, του Περιφερειάρχη Ανατολικής Μακεδονίας –Θράκης κ. Χριστόδουλου Τοψίδη, του Δημάρχου Ξάνθης κ. Ευστράτιου Κοντού.
Κατά τον χαιρετισμό του ο κ. Δένδιας, μεταξύ άλλων, ανέφερε τα εξής: «…Η Ξάνθη, όπως ξέρετε, για τις Ένοπλες Δυνάμεις έχει μια ξεχωριστή σημασία. Είναι η έδρα της πρόσφατα ιδρυθείσας Ανώτατης Στρατιωτικής Διοίκησης Θράκης, στο πλαίσιο της νέας εξελιγμένης Δομής Δυνάμεων. Η θεσμική ονομασία όμως αναδεικνύει κυρίως τον στρατηγικό ρόλο αυτής της περιοχής στην αποτρεπτική αρχιτεκτονική των Ενόπλων Δυνάμεων της Πατρίδας μας…»
Και πρόσθεσε: «…Έχω πει επανειλημμένως ότι τα ταυτοτικά στοιχεία της Νέας Ελλάδας είναι απόλυτα γνωστά: Πατρίδα – Γλώσσα – Παραδόσεις – Θρησκεία – Οικογένεια. Η Θράκη παραμένει και σήμερα στον 21ο αιώνα, ένα σταυροδρόμι πολιτισμών, μια γέφυρα ανάμεσα στην Ευρώπη και στην ευρύτερη Ανατολή. Ένα οχυρό για την Πατρίδα μας, πυλώνας για την εθνική μας συνέχεια, ένας τόπος που δοκιμάστηκε, διατήρησε ακέραιη την ταυτότητά του. Όμως η Θράκη έχει και κάτι επιπλέον που δημιουργεί ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον.»
Ο ίδιος αναφερόμενος στη Μουσουλμανική μειονότητα που ζει και προοδεύει στην περιοχή, επισήμανε τα εξής: «…Γιατί εδώ στη Θράκη, η μουσουλμανική μειονότητα αποτελεί ένα αναπόσπαστο μέρος της ταυτότητας αυτής της περιοχής. Και η ίδια η παρουσία, για να μην πω η ακμή της μουσουλμανικής μειονότητας, αναδεικνύει τη δύναμη του Ελληνισμού που μπορεί να προοδεύει με κοσμοπολιτισμό, όπως είναι και η παράδοσή του μέσα στις χιλιάδες χρόνια της ιστορίας του, με σεβασμό, ισονομία, κοινωνική συνοχή. Και αυτό το μήνυμα έχει πολύ μεγάλη σημασία σε καιρούς γεωπολιτικών εντάσεων, διεθνών ανακατατάξεων.»
Αναφερόμενος στις αλλαγές που πραγματοποιούνται στις Ένοπλες Δυνάμεις τόνισε ότι «…με τη νέα Δομή Δυνάμεων, με τις μεταρρυθμίσεις, με την εισαγωγή τεχνολογιών αιχμής, με την ενίσχυση της αποτρεπτικής μας ισχύος, οικοδομούμε το πιο αξιόμαχο σύνολο που είχαμε ποτέ, που εγγυάται την ασφάλεια της Πατρίδας, της καθεμιάς Ελληνίδας και του κάθε Έλληνα.
Στους καιρούς που ζούμε, η καινοτομία συνιστά θεμελιώδη συνιστώσα της στρατηγικής μας πορείας. Συνιστά απαραίτητο παράγοντα για την επιβίωσή μας. Σε λίγες ημέρες, στη μεγάλη παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου, ο ελληνικός λαός θα δει το πρώτο αποτύπωμα των Ενόπλων Δυνάμεών του στη νέα εποχή….»
Για το νέο Πολυνομοσχέδιο των Ενόπλων Δυνάμεων τόνισε τα εξής: «…Ένα συνεκτικό πλαίσιο, μια μεγάλη, βαθιά τομή, αλλαγή, μια μεταρρύθμιση ιστορικού χαρακτήρα, γιατί αγγίζει όλες τις πτυχές: Μισθολόγιο, Βαθμολόγιο, Σταδιοδρομία, Θητεία, Εφεδρεία, Ανωτατοποίηση των Στρατιωτικών Σχολών των Υπαξιωματικών, Εθελοντική Θητεία Γυναικών. Αποτελεί το επιστέγασμα της προσπάθειας όλων μας, να καταστήσουμε το Στράτευμα αντάξιο της ιστορίας και των θυσιών των προγόνων μας που μας επέτρεψαν να είμαστε σήμερα εδώ ελεύθεροι.
Αποδεικνύεται από την παρουσία μας εδώ ότι οι θυσίες των προγόνων μας δεν υπήρξαν μάταιες. Η ελευθερία δεν αφορά μόνο τη μνήμη ενός ιστορικού σημαντικού χθες, αφορά την ελπίδα ενός καλύτερου αύριο, για το οποίο όμως πρέπει να παλεύουμε κάθε ημέρα, να το θεμελιώσουμε με συνέπεια, αποφασιστικότητα, διάθεση για καινοτομία και αλλαγές όπου απαιτείται. Αυτός είναι ο συλλογικός ορίζοντας του Ελληνισμού. Αυτό είναι το ιστορικό μας χρέος, το χρέος στη Θράκη, στην Ελλάδα, το χρέος στους προγόνους μας.»
Στις εκδηλώσεις παρέστησαν επίσης ο Μητροπολίτης Μαρωνείας και Κομοτηνής κ.κ. Παντελεήμων, ο Μητροπολίτης Σάμου και Ικαρίας κ.κ. Ευσέβιος, ο Επίσκοπος Πολυστύλου κ.κ. Σωφρόνιος, Πρωτοσύγκελος της Ιεράς Μητροπόλεως Ξάνθης και Περιθεωρίου, ο Τοποτηρητής Μουφτής Ξάνθης Νεζντέν Χεμσερή, ο Γραμματέας της Αποκεντρωμένης Διοικήσεως Μακεδονίας Θράκης κ. Δημήτριος Γαλαμάτης, η Διευθύντρια Υπηρεσίας Πολιτικών Υποθέσεων Ξάνθης (Υπουργείου Εξωτερικών) Σύμβουλος Πρεσβείας Α΄ κα. Σταυρούλα Πενταρβάνη, ο Διοικητής της Ανώτατης Στρατιωτικής Διοικήσεως Θράκης (ΑΣΔΙΘ) Αντιστράτηγος Παναγιώτης Καβιδόπουλος, ο Πρύτανης του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης Καθηγητής Φώτιος Μάρης, η Αντιπεριφερειάρχης Ξάνθης της Περιφερειακής Ενότητος Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης κα. Πολυξένη Μπρίκα, ο πρόεδρος της Αρμενικής Κοινότητας Ξάνθης κ. Τακβόρ Καραογλανιάν, εκπρόσωποι κομμάτων, Δήμαρχοι γειτονικών Δήμων, εκπρόσωποι Σωμάτων Ασφαλείας, Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, αξιωματικοί και υπαξιωματικοί των Ενόπλων Δυνάμεων, εκπρόσωποι των Συνδέσμων Αποστράτων και Εφέδρων Αξιωματικών, του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, παραγωγικών φορέων, συλλόγων και πολίτες.

4 Οκτωβρίου 1919: Το ιστορικό της απελευθέρωσης της Ξάνθης
Στις 4 Οκτωβρίου 1919 ο Ελληνικός Στρατός εισέρχεται στην Ξάνθη, για δεύτερη φορά μέσα σε λίγα χρόνια, ενσωματώνοντάς της οριστικώς στη χώρα, με μία μικρή διακοπή στη διάρκεια της Κατοχής από τις δυνάμεις του Άξονος (1941-44), όπου η περιοχή (η Ανατολική Μακεδονία και η Θράκη, εκτός του Έβρου, που παρέμεινε υπό Γερμανικό έλεγχο) κατελήφθη εκ νέου από τους Βούλγαρους!
Στις 7 Νοεμβρίου 1912, στη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου (1912-13), η Ξάνθη κατελήφθη από τους Βουλγάρους, τότε συμμάχους της Ελλάδος και των άλλων Χριστιανικών χωρών της Βαλκανικής εναντίον της Οθωμανικής Τουρκίας.
Στις 13 Ιουλίου 1913, στη διάρκεια του Β’ Βαλκανικού Πολέμου, όπου Ελλάδα και Βουλγαρία βρέθηκαν αντίπαλες, ο Ελληνικός Στρατός εισήλθε για πρώτη φορά και κατέλαβε την Ξάνθη.
Στις 10 Αυγούστου 1913, με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, όλη η Δυτική Θράκη, δηλαδή η μεταξύ των ποταμών Νέστου και Έβρου περιοχή, δόθηκε εκ νέου στη Βουλγαρία, που πέτυχε έτσι τον βασικό στρατηγικό της σκοπό, την έξοδο στο Αιγαίο, αρχίζοντας ταυτοχρόνως μια εντατική και βίαιη πολιτική εκβουλγαρισμού της περιοχής, γεγονός που προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις τόσο από τους Μουσουλμάνους όσο και τους υπόλοιπους Χριστιανούς, ελληνικής καταγωγής, που μειοψηφούσαν στην περιοχή.
Στις 29 Σεπτεμβρίου 1913, με τη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως, η Δυτική Θράκη κατοχυρώθηκε στη Βουλγαρία.
Στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, Ελλάδα και Βουλγαρία βρέθηκαν και πάλι σε αντίπαλα στρατόπεδα, ενώ με τη νίκη των δυνάμεων της «Αντάντ», στα οποία συμπεριλαμβανόταν και η Ελλάς, στις 18 Ιανουαρίου 1919, ξεκίνησε τις εργασίες η Διάσκεψη της Ειρήνης στη Γαλλική πρωτεύουσα. Σε αυτήν, την Ελλάδα εκπροσωπούσε ο πρωθυπουργός, Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος, μεταξύ άλλων, ζήτησε την ένωση της Δυτικής (Βουλγαροκρατούμενης) και της Ανατολικής (Τουρκοκρατούμενης) Θράκης με την Ελλάδα.
Στις 6 Σεπτεμβρίου 1919, και ενώ η Θράκη τελούσε υπό Διασυμμαχικό έλεγχο, το Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο αποφάσισε όπως παραχωρήσει ολόκληρη τη Θράκη στην Ελλάδα, με ταυτόχρονη παραχώρηση εξόδου στο Αιγαίο στη Βουλγαρία.
Την προαναφερθείσα συμμαχική απόφαση ανέλαβε να φέρει σε πέρας ο Διοικητής των Συμμαχικών Δυνάμεων του Μακεδονικού Μετώπου στη διάρκεια του Α’ΠΠ, Γάλλος στρατηγός Φρανσέ Ντ’ Εσπερέ, ο οποίος με τη σειρά του έδωσε εντολή στον Υποστράτηγο Σαρλ Σαρπί να υλοποιήσει την απόφαση στην πράξη, εποπτεύοντας με τις δυνάμεις του την απρόσκοπτη είσοδο των Ελληνικών δυνάμεων στη (Δυτική) Θράκη, με πρώτο σταθμό την Ξάνθη.
Την προαναφερθείσα ειλημμένη Συμμαχική απόφαση ο Στρατηγός Σαρπί γνωστοποίησε στους κατοίκους της περιοχής με δίγλωσση ανακοίνωσή του. στα ελληνικά και στα τουρκικά, συνιστώντας τους ταυτοχρόνως τάξη και ησυχία, υποσχόμενος την πλήρη προστασία τους.
Το βράδυ της 3ης Οκτωβρίου 1919, ένα τάγμα Πεζικού και μια ημιλαρχία Ιππικού της ΙΧ (9ης) Μεραρχίας Πεζικού του Ελληνικού Στρατού, με επικεφαλής τον τότε Ταγματάρχη Πεζικού Μπενούκα, είχε στρατοπεδεύσει στα περίχωρα της Ξάνθης, περιμένοντας την επίσημη παράδοση της πόλεως που ήταν προγραμματισμένη για την επόμενη μέρα.
Στις 4 Οκτωβρίου 1919, στις 11:00, έφθασε στην Ξάνθη επιβαίνων ειδικής αμαξοστοιχίας, ο Διοικητής της ΙΧ Μεραρχίας Υποστράτηγος Γεώργιος Λεοναρδόπουλος με το επιτελείο του, μέσα σε ενθουσιώδεις εκδηλώσεις από τον τοπικό μουσουλμανικό και χριστιανικό πληθυσμό, που είχε υποφέρει από τη βαρβαρότητα των Βουλγάρων. Ταυτοχρόνως με την άφιξη του Μεράρχου στον Σιδηροδρομικό Σταθμό Ξάνθης άρχισε και η είσοδος του Ελληνικού Στρατού στην Ξάνθη με το Απόσπασμα Μπενούκα. .
Μπροστά στην έδρα του Συμμαχικού Στρατηγείου, τμήμα Σενεγαλέζων στρατιωτών του Γαλλικού Στρατού, δυνάμεως Λόχου Πεζικού, απέδιδε τιμές στον Ελληνικό Στρατό, υπό τις ζητωκραυγές του ενθουσιώδους πλήθους, ενώ στην παρέλαση που ακολούθησε προπορευόταν η Στρατιωτική Μουσική της ΙΧ Μεραρχίας και ακολουθούσαν οι άνδρες του Αποσπάσματος Μπενούκα.
Στην προσφώνησή του ο Μέραρχος Υποστράτηγος Λεοναρδόπουλος τόνισε, μεταξύ άλλων, ότι ο Ελληνικός Στρατός ήλθε στη Θράκη ως ελευθερωτής και επιδίωξή του είναι να εξασφαλίσει την τάξη, τη ζωή και την περιουσία όλων των κατοίκων της περιοχής, ανεξαρτήτως φυλής, εθνικότητας και θρησκεύματος, μη παραλείποντας να ευχαριστήσει τη Γαλλία, και υμνολογώντας τον Ελευθέριο Βενιζέλο, για τις προσπάθειές του απελευθερώσεως της Θράκης.
Ακολούθως, ο Υποστράτηγος Λεοναρδόπουλος, ο οποίος λίγα χρόνια αργότερα ήτο εκ των πρωταγωνιστών αποτυχημένου φιλοβενιζελικού στρατιωτικού Κινήματος, μετέβη στο δημαρχείο της Ξάνθης, όπου τον υποδέχτηκε ο πρώην Δήμαρχος Ταρίφ Εφένδης, καθώς ο Βούλγαρος Δήμαρχος είχε αποχωρήσει μαζί με τις αποχωρούσες Βουλγαρικές δυνάμεις συναποκομίζοντας μαζί του μεγάλες ποσότητες από πλιάτσικο που είχε διενεργήσει σε βάρος επιφανών Ξανθιωτών.
Στις 5 Οκτωβρίου 1919, επομένη της εισόδου του Ελληνικού Στρατού στην Ξάνθη, ο Γαλλικός Στρατός αναχώρησε με προορισμό την Γκιουμουλτζίνα (Κομοτηνή), για να αντικατασταθούν και εκεί αμέσως μετά από τον Ελληνικό Στρατό, ενώ στις 27 Νοεμβρίου 1919, υπογράφηκε η συνθήκη του Νεϊγί, με την οποία οριστικοποιήθηκε επισήμως η παραίτηση της Βουλγαρίας από τη Θράκη και η παρουσία της πλέον στα γνωστά (και σημερινά) ελληνοβουλγαρικά σύνορα.