Κάθε χρόνο τέτοια περίοδο, το περιοδικό The Economist επιλέγει τη «Χώρα της Χρονιάς» — όχι με βάση την ευημερία ή την ευτυχία των πολιτών της, αλλά με κριτήριο ποια χώρα κατάφερε τη μεγαλύτερη πρόοδο μέσα σε έναν χρόνο, σε πολιτικό, οικονομικό ή θεσμικό επίπεδο. Και για το 2025, η επιλογή αποδείχθηκε αναπάντεχη: η Συρία.
Όπως επισημαίνουν οι συντάκτες, αν το κριτήριο ήταν η ποιότητα ζωής, η διάκριση θα κατέληγε σχεδόν μηχανικά σε κάποια σκανδιναβική χώρα. Αντίθετα, η φιλοσοφία της επιλογής αφορά τη σχετική βελτίωση σε συνθήκες εξαιρετικά δυσμενείς — και το 2025 ήταν, αναμφίβολα, μια από τις πιο ταραγμένες χρονιές των τελευταίων δεκαετιών.
Πώς μετριέται η «επιτυχία» σε έναν ασταθή κόσμο
Η χρονιά σημαδεύτηκε από την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ, από πολεμικές συγκρούσεις και από έντονη πολιτική πόλωση διεθνώς. Στο πλαίσιο αυτό, ο Economist έλαβε υπόψη μια σειρά εξελίξεων:
- την πολιτική σταθερότητα που επέδειξε ο Καναδάς απέναντι στις αμερικανικές πιέσεις,
- την εύθραυστη εκεχειρία Ισραήλ–Παλαιστινίων με αμερικανική διαμεσολάβηση,
- την αποκατάσταση της δημοκρατικής ομαλότητας στη Νότια Κορέα,
- αλλά και τη Βραζιλία, όπου για πρώτη φορά πρώην πρόεδρος, ο Ζαΐρ Μπολσονάρο, καταδικάστηκε για απόπειρα πραξικοπήματος, ενώ παράλληλα επιβραδύνθηκε η αποψίλωση του Αμαζονίου.
Από αυτή την αποτίμηση προέκυψαν δύο τελικές υποψήφιες χώρες: η Αργεντινή και η Συρία.
Αργεντινή: οικονομική εξυγίανση με υψηλό κοινωνικό κόστος
Η Αργεντινή βρέθηκε ψηλά στη λίστα χάρη στις ριζικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις του προέδρου Χαβιέρ Μιλέι. Η σκληρή δημοσιονομική πολιτική περιόρισε τον πληθωρισμό και βελτίωσε τα δημόσια οικονομικά, ενώ η κυβέρνηση διατήρησε την πολιτική της επιρροή στις ενδιάμεσες εκλογές. Ωστόσο, το κοινωνικό κόστος υπήρξε βαρύ, η πολιτική πόλωση έντονη και οι κίνδυνοι για τη συνέχεια παραμένουν — μαζί με σκιές αυταρχισμού και σκανδάλων.
Συρία: πολιτική αλλαγή μετά από δεκαετίες φόβου
Τελικά, η ζυγαριά έγειρε προς τη Συρία. Όπως σημειώνει ο Economist, έναν χρόνο πριν, η χώρα τελούσε υπό την εξουσία του Μπασάρ αλ-Άσαντ, ενός καθεστώτος που είχε ταυτιστεί με μαζικές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, βασανιστήρια, χρήση χημικών όπλων και έναν εμφύλιο πόλεμο που κόστισε τη ζωή σε πάνω από μισό εκατομμύριο ανθρώπους και οδήγησε εκατομμύρια Σύρους στην προσφυγιά.
Η ανατροπή του καθεστώτος στις αρχές Δεκεμβρίου 2024 άλλαξε δραστικά το τοπίο. Οι αντάρτες που ανέλαβαν την εξουσία, υπό τον νέο πρόεδρο Άχμαντ Αλ-Σάρα, διέψευσαν πολλούς από τους φόβους της διεθνούς κοινότητας. Παρά το ισλαμιστικό του παρελθόν, το νέο καθεστώς δεν επέβαλε θεοκρατία, δεν οδήγησε τη χώρα στο χάος και διατήρησε βασικές ατομικές ελευθερίες: οι γυναίκες δεν υποχρεώθηκαν σε αυστηρούς περιορισμούς, η κοινωνική ζωή συνεχίστηκε και η καθημερινότητα άρχισε να αποκτά στοιχεία κανονικότητας.
Ταυτόχρονα, η Συρία κράτησε την εδαφική της συνοχή, βελτίωσε τις σχέσεις της με τη Δύση και τα κράτη του Κόλπου και επωφελήθηκε από τη σταδιακή χαλάρωση των διεθνών κυρώσεων, γεγονός που έδωσε ώθηση στην οικονομία.
Γιατί τελικά κέρδισε η Συρία
Παρά τα βαθιά προβλήματα που εξακολουθούν να υπάρχουν και τις φυλετικές και κοινωνικές εντάσεις που ελλοχεύουν, ο Economist κατέληξε ότι καμία άλλη χώρα δεν παρουσίασε τόσο θεαματική σχετική βελτίωση μέσα σε έναν χρόνο. Το 2025, η Συρία είναι σαφώς πιο ειρηνική και λιγότερο φοβισμένη από ό,τι το 2024. Η καθημερινή ζωή, αν και δύσκολη, έχει εξομαλυνθεί για εκατομμύρια πολίτες, ενώ περίπου οι μισοί από τους Σύρους πρόσφυγες έχουν ήδη επιστρέψει στη χώρα.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η Συρία αναδείχθηκε —παράδοξα αλλά τεκμηριωμένα— ως η «Χώρα της Χρονιάς»: όχι επειδή έλυσε τα προβλήματά της, αλλά επειδή έκανε το μεγαλύτερο βήμα μακριά από την καταστροφή.