Η Ακτοφυλακή των Ηνωμένων Πολιτειών προχώρησε σε νέα επιχείρηση αναχαίτισης δεξαμενόπλοιου σε διεθνή ύδατα κοντά στη Βενεζουέλα, στο πλαίσιο της εντεινόμενης αμερικανικής εκστρατείας επιβολής κυρώσεων στον πετρελαϊκό τομέα της χώρας. Πρόκειται για την τρίτη ανάλογη επιχείρηση μέσα σε διάστημα μικρότερο των δύο εβδομάδων, σύμφωνα με δηλώσεις Αμερικανών αξιωματούχων στο Reuters.
Όπως ανέφεραν οι ίδιες πηγές, μιλώντας υπό καθεστώς ανωνυμίας, το πλοίο φέρεται να ανήκει στον αποκαλούμενο «σκιώδη στόλο» που χρησιμοποιείται για την παράκαμψη των αμερικανικών κυρώσεων κατά της Βενεζουέλας. Για την επιχείρηση είχε εκδοθεί δικαστική εντολή κατάσχεσης, χωρίς ωστόσο να δοθούν επίσημα στοιχεία για τη θέση της αναχαίτισης ή την ταυτότητα του πλοίου.
Παρά τη σιωπή των αμερικανικών αρχών, η βρετανική εταιρεία διαχείρισης ναυτιλιακών κινδύνων Vanguard, σε συνεργασία με πηγή της αμερικανικής ναυτιλιακής ασφάλειας, αναγνώρισε το πλοίο ως το Bella 1, ένα υπερδεξαμενόπλοιο μεταφοράς αργού πετρελαίου (VLCC), το οποίο έχει ενταχθεί από πέρυσι στον κατάλογο κυρώσεων του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών, λόγω ύποπτων δεσμών με το Ιράν.
Σύμφωνα με στοιχεία του TankerTrackers.com, το Bella 1 ήταν άδειο κατά την προσέγγισή του στη Βενεζουέλα την Κυριακή. Ωστόσο, εσωτερικά έγγραφα της κρατικής πετρελαϊκής εταιρείας PDVSA καταγράφουν ότι το πλοίο είχε μεταφέρει βενεζουελανό αργό πετρέλαιο στην Κίνα το 2021, ενώ κατά το παρελθόν είχε εμπλακεί και στη μεταφορά ιρανικού πετρελαίου.
Αντίδραση Κίνας: «Παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου»
Η επιχείρηση προκάλεσε άμεση αντίδραση από το Πεκίνο. Το υπουργείο Εξωτερικών της Κίνας κατήγγειλε την αναχαίτιση δεξαμενόπλοιου με προορισμό κινεζικά λιμάνια ως παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου, τονίζοντας ότι η Βενεζουέλα έχει κυριαρχικό δικαίωμα να αναπτύσσει οικονομικές σχέσεις με τρίτες χώρες.
Ο εκπρόσωπος του κινεζικού ΥΠΕΞ Λι Τζιάν δήλωσε ότι η Κίνα αντιτίθεται σε όλες τις «μονομερείς και παράνομες» κυρώσεις, υπογραμμίζοντας ότι τέτοιες ενέργειες υπονομεύουν τη διεθνή νομιμότητα και τη σταθερότητα του παγκόσμιου εμπορίου ενέργειας.
Προηγούμενη αναχαίτιση και «σκάφη υπό ψευδή σημαία»
Μόλις δύο ημέρες νωρίτερα, το Σάββατο, η Ακτοφυλακή των ΗΠΑ είχε αναχαιτίσει το δεξαμενόπλοιο Centuries, το οποίο είχε φορτώσει στη Βενεζουέλα περίπου 1,8 εκατομμύρια βαρέλια αργού Merey, χρησιμοποιώντας το πλαστό όνομα “Crag”, με τελικό προορισμό την Κίνα.
Σύμφωνα με έγγραφα, το φορτίο είχε αγοραστεί από τη Satau Tijana Oil Trading, μία από τις πολλές εταιρείες-μεσάζοντες που χρησιμοποιούνται για τη διάθεση βενεζουελανικού πετρελαίου σε ανεξάρτητα κινεζικά διυλιστήρια. Εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου δήλωσε ότι επρόκειτο για «σκάφος υπό ψευδή σημαία», ενταγμένο στον σκιώδη στόλο της Βενεζουέλας και μεταφέρον πετρέλαιο που υπόκειται σε κυρώσεις.
Η κυβέρνηση της Βενεζουέλας αντέδρασε σφοδρά, χαρακτηρίζοντας την αναχαίτιση «σοβαρή πράξη διεθνούς πειρατείας».
Η εκστρατεία πίεσης της Ουάσιγκτον
Οι επιχειρήσεις αυτές εντάσσονται στη στρατηγική κλιμάκωσης που έχει ανακοινώσει ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος προχώρησε την περασμένη εβδομάδα στην εξαγγελία «αποκλεισμού» όλων των δεξαμενόπλοιων που υπόκεινται σε κυρώσεις και εισέρχονται ή εξέρχονται από τη Βενεζουέλα.
Η εκστρατεία πίεσης κατά του προέδρου της Βενεζουέλας Νικολάς Μαδούρο περιλαμβάνει αυξημένη στρατιωτική παρουσία στην Καραϊβική και τον Ειρηνικό, καθώς και περισσότερες από δύο δωδεκάδες επιθέσεις σε πλοία, με απολογισμό –σύμφωνα με τις ίδιες πηγές– τουλάχιστον 100 νεκρούς.
Αντίκτυπος στις αγορές πετρελαίου
Η κλιμάκωση των επιχειρήσεων είχε άμεσο αντίκτυπο στις διεθνείς αγορές, με τις τιμές του πετρελαίου να κινούνται ανοδικά στις πρώτες συναλλαγές της Δευτέρας στην Ασία. Αναλυτές εκτιμούν ότι οι κατασχέσεις πλοίων αυξάνουν τον κίνδυνο απώλειας επιπλέον ποσοτήτων βενεζουελανικού αργού από την αγορά.
Όπως σημείωσε ο αναλυτής της UBS Τζιοβάνι Σταουνόβο, ακόμη και πλοία που δεν τελούν επισήμως υπό κυρώσεις ενδέχεται να επηρεαστούν από το νέο καθεστώς επιβολής. Ο Φρανσίσκο Μονάλντι, διευθυντής του Ενεργειακού Προγράμματος Λατινικής Αμερικής στο Πανεπιστήμιο Ράις, προειδοποίησε ότι η μείωση των εξαγωγών της Βενεζουέλας και ο κορεσμός των αποθηκευτικών δεξαμενών θα μπορούσαν να οδηγήσουν τον ΟΠΕΚ σε περαιτέρω περιορισμό της παραγωγής.