Έκθεση-κόλαφος της ΕΕ: Πληρώσαμε τουλάχιστον 1,2 δισ. ευρώ επιπλέον σε τρεις αυτοκινητοδρόμους

 
Οι καθυστερήσεις, τα μειωμένα έσοδα των διοδίων και οι επαναδιαπραγματεύσεις των συμβάσεων αυτοκινητοδρόμων χρέωσαν τους Έλληνες

Ενημερώθηκε: 20/03/18 - 22:48

Σωρεία επιβαρύνσεων στο κόστος κατασκευής τριών αυτοκινητοδρόμων που κατασκευάστηκαν στην Ελλάδα,διαπιστώνει το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο.

διοδίων

Στην έκθεση που συνέταξε διαπιστώνει αδικαιολόγητες αυξήσεις δαπανών σε κατασκευές των αυτοκινητοδρόμων,ενώ στέκεται ιδιαίτερα στην κατασκευή του αυτοκινητόδρομου Ε-65, της Ολυμπίας Οδού και του αυτοκινητόδρομου Μορέα , όπου εκτιμά ότι υπήρξε επιπλέον επιβάρυνση της τάξεως των 1,2 δισ. ευρώ για τους φορολογούμενους, εξαιτίας των καθυστερήσεων και της επαναδιαπραγμάτευσης των συμβάσεων, όταν έπεσαν κατακόρυφα τα έσοδα των λόγω της οικονομικής κρίσης.

"

Ολυμπία Οδός

Τα στοιχεία είναι ακόμη χειρότερα σε ό,τι αφορά την Ολυμπία Οδό. Η έκταση των έργων μειώθηκε κατά 45%, αλλά το κόστος ανά χιλιόμετρο αυξήθηκε κατά 69%. Αυτό μεταφράστηκε σε επιπρόσθετη επιβάρυνση της τάξεως των 678 εκατ. ευρώ.

αυτοκινητόδρομο Μορέα

Σε ό,τι αφορά τον , το κόστος ανά χιλιόμετρο ανέβηκε κατά 16%, κάτι που σήμαινε ότι οι φορολογούμενοι επιβαρύνθηκαν με επιπλέον 84 εκατ. ευρώ.

"

"
"

Υπολόγισαν πολλά οχήματα

Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, υπερτιμήθηκε ο όγκος οχημάτων που θα χρησιμοποιούσαν τους ελληνικούς αυτοκινητοδρόμους.

Συγκεκριμένα, για τον Ε-65 η εκτίμηση του 2013 ήταν ότι θα χρησιμοποιούσαν τον αυτοκινητόδρομο 1.792 αυτοκίνητα την ημέρα, δηλαδή 63% κάτω σε σύγκριση με τους αρχικούς υπολογισμούς, που ούτως ή άλλως «δεν επαρκούσαν» για να δικαιολογηθεί η κατασκευή ενός τέτοιου έργου.

«Οι συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα εμφανίζουν πολλαπλές αδυναμίες και αποφέρουν περιορισμένα οφέλη», επισημαίνουν οι Ευρωπαίοι ελεγκτές υπογραμμίζοντας ότι εφεξής «δεν μπορούν να θεωρούνται οικονομικά βιώσιμη επιλογή για την κατασκευή έργων δημόσιων υποδομών».

Συνολικά, οι Ευρωπαίοι ελεγκτές διαπίστωσαν ότι οι ΣΔΙΤ παρείχαν στις δημόσιες αρχές τη δυνατότητα να συνάπτουν συμβάσεις για υποδομές μεγάλης κλίμακας μέσω μιας ενιαίας διαδικασίας, αυξάνοντας όμως τον κίνδυνο ανεπαρκούς ανταγωνισμού και, κατά συνέπεια, αποδυναμώνοντας τη διαπραγματευτική θέση των αναθετουσών αρχών.