Η ενεργειακή σκακιέρα της νοτιοανατολικής Μεσογείου αναδιαμορφώνεται: η Chevron Greece Holdings σε κοινοπραξία με τη Helleniq Energy Holdings ανακηρύχθηκαν επίσημα «προτιμητέος επενδυτής» από την ΕΔΕΥΕΠ για τις τέσσερις υπεράκτιες περιοχές υδρογονανθράκων σε Κρήτη και Πελοπόννησο.
Η εξέλιξη σηματοδοτεί τη μεγαλύτερη μέχρι σήμερα παραχώρηση ερευνών φυσικού αερίου στο ελληνικό έδαφος και ανεβάζει τη χώρα σε νέα στρατηγική βαθμίδα στο ενεργειακό παιχνίδι.
Οι περιοχές που παραχωρούνται αφορούν τις ζώνες «Νότια της Πελοποννήσου», «Α2», «Νότια της Κρήτης I» και «Νότια της Κρήτης II», συνολικής έκτασης άνω των 47.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, σε θαλάσσιες περιοχές που έχουν συγκεντρώσει το ενδιαφέρον της διεθνούς αγοράς λόγω πιθανής ύπαρξης κοιτασμάτων ανάλογου τύπου με το κοίτασμα Zohr στην Αίγυπτο.
Παρά το γεγονός ότι το αρχικό χρονοδιάγραμμα προέβλεπε κύρωση των συμβάσεων έως τα τέλη του 2025, στελέχη της αγοράς εκτιμούν πως οι διαδικασίες ενδέχεται να ολοκληρωθούν ακόμη και εντός Νοεμβρίου, καθώς τα βήματα που ακολουθούν – διαμόρφωση συμβατικών όρων, έλεγχος από το Ελεγκτικό Συνέδριο και κύρωση από τη Βουλή – δείχνουν να επιταχύνονται. Η ταχεία προώθηση της συμφωνίας εκλαμβάνεται ως σαφές μήνυμα προς τις διεθνείς αγορές ότι η Ελλάδα επιδιώκει να επανατοποθετηθεί στρατηγικά ως χώρα ενεργειακής προοπτικής και ελκυστικού επενδυτικού περιβάλλοντος.
Το επενδυτικό σχέδιο προβλέπει πολυεπίπεδο πρόγραμμα ερευνών που αναπτύσσεται σε διακριτές φάσεις: αρχικά θα πραγματοποιηθούν σεισμικές έρευνες 2D και 3D για χρονικό διάστημα περίπου τριών ετών, ακολουθούμενες από δύο έτη γεωλογικής εξειδίκευσης και προετοιμασίας γεωτρήσεων. Στη συνέχεια προβλέπεται διετής περίοδος πιλοτικών γεωτρήσεων, ενώ, εφόσον επιβεβαιωθούν οικονομικά αξιοποιήσιμα κοιτάσματα, θα ακολουθήσει φάση ανάπτυξης και εκμετάλλευσης. Σύμφωνα με προκαταρκτικές εκτιμήσεις της ΕΔΕΥΕΠ, τα δυνητικά αποθέματα μπορεί να φθάσουν έως και τα 680 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου, εφόσον τα δεδομένα επιβεβαιωθούν μέσω γεωτρητικών αποτελεσμάτων.
Η είσοδος της Chevron, ενός εκ των μεγαλύτερων ενεργειακών ομίλων παγκοσμίως, αναβαθμίζει το γεωπολιτικό αποτύπωμα της Ελλάδας και ενισχύει την αμερικανική παρουσία στην περιοχή σε μια χρονική συγκυρία όπου η Ευρώπη επιδιώκει διαφοροποίηση πηγών και οδεύσεων φυσικού αερίου μετά τη ρωσική ενεργειακή κρίση. Η Ελλάδα επιχειρεί να εδραιωθεί ως κόμβος ενεργειακής ασφάλειας, εν δυνάμει εξαγωγέας LNG και χώρα-γέφυρα για την ευρωπαϊκή αγορά, εντάσσοντας το φυσικό αέριο ως καύσιμο-γέφυρα στη μεταβατική ενεργειακή στρατηγική της επόμενης δεκαετίας.
Σημαντικό ενδιαφέρον προκαλεί η επενδυτική διάσταση της συμφωνίας, καθώς αναμένεται να ενεργοποιήσει ενδιαφέρον για μια σειρά εισηγμένων εταιρειών που έχουν άμεση ή παράπλευρη έκθεση στο upstream σκέλος της αγοράς, είτε μέσω πιθανών συνεργασιών είτε μέσω ενίσχυσης των προοπτικών τους. Όμιλοι όπως η Helleniq Energy Holdings, η Motor Oil και η Energean παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις, ενώ εταιρείες υποδομών LNG, υπηρεσιών ερευνών, καθώς και μελλοντικά κατασκευαστικοί όμιλοι ενδέχεται να βρεθούν στο επίκεντρο της επενδυτικής προσοχής εφόσον το εγχείρημα προχωρήσει σε στάδιο ανάπτυξης.
Παρά το έντονο θεσμικό και επενδυτικό momentum, δεν απουσιάζουν οι προκλήσεις. Η επιβεβαίωση αξιοποιήσιμων αποθεμάτων δεν είναι δεδομένη, οι περιβαλλοντικές και κοινωνικές ευαισθησίες είναι ισχυρές, ενώ το φορολογικό πλαίσιο και τα ποσοστά συμμετοχής του Δημοσίου θα αποτελέσουν, όπως συμβαίνει διεθνώς, αντικείμενο προσεκτικής διαπραγμάτευσης. Επίσης, ακόμη και σε περίπτωση ανακάλυψης κοιτασμάτων, ο χρόνος που απαιτείται για τη μετάβαση από την ανακάλυψη στην παραγωγή μπορεί να κυμανθεί από 7 έως 10 έτη, ανάλογα με το μέγεθος του έργου και τις διαδικασίες αδειοδότησης.
Πηγή: energymag