Διονύσης Σαββόπουλος: «Καλά να 'μαστε να ανταμώνουμε» - Αποσπάσματα από την αυτοβιογραφία του

 
σαββοπουλος

Πηγή Φωτογραφίας: EUROKINISSI

Ενημερώθηκε: 21/10/25 - 22:19

Στο βιβλίο-αυτοβιογραφία «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα», ο σπουδαίος Διονύσης Σαββόπουλος, που «έφυγε» σήμερα από τη ζωή σε ηλικία 81 ετών, πιάνει το νήμα από την αρχή, από τα παιδικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη και την πρώτη επαφή του με τη μουσική και φτάνει έως τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και τα σοβαρά προβλήματα υγείας που ο ίδιος αντιμετώπισε. Το όμορφο εξώφυλλο υπογράφει ο εικαστικός Αλέξης Κυριτσόπουλος.

Η γενναία εξομολόγηση του Διονύση Σαββόπουλου για τη μάχη του με τον καρκίνό, μέσα από τηη αυτοβιογραφία του

Τον περασμένο Ιανουάριο, ο Διονύσης Σαββόπουλος έκανε μια εκ βαθέων προσωπική εξομολόγηση

«Ανοίγει την καρδιά του διάπλατα, και με απόλυτη ηρεμία και ψυχραιμία, χωρίς δακρύβρεχτους συναισθηματισμούς, διηγείται, με τον δικό του μοναδικό τρόπο, που ανέκαθεν υπήρξε μαγικός γι’ αυτό και συνεπαίρνει τα πλήθη, την αναμέτρησή του με τον καρκίνο, από τη στιγμή της ανακοίνωσης της διάγνωσης και τις θεραπείες στις οποίες υποβλήθηκε μέχρι την προσβολή του από κορωνοϊό που έκανε τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα.

Το σημαντικότερο όμως είναι ότι μέσα από αυτή την εκ βαθέων προσωπική εξομολόγηση ο Σαββόπουλος, εκθέτει – για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό - , με περισσή γενναιότητα, την τρωτή, την αδύναμη πλευρά του εαυτού του, θέλοντας να υπογραμμίσει πως απέναντι στην ασθένεια είμαστε όλοι ίσοι. Και την ίδια στιγμή περνά ένα πολύτιμο μήνυμα ελπίδας και δύναμης προς όλους όσοι αντιμετωπίζουν τον καρκίνο. Ένα μήνυμα το περιεχόμενο του οποίου θα μπορούσε να συνοψιστεί στον τίτλο που ο ίδιος είχε επιλέξει να δώσει στην έκθεση που ετοίμασε το 2022 για τα εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή: «Σήκω Ψυχή μου!»

Ήταν κάπου εκεί στα τέλη Μαρτίου του ‘20, της εποχή της πρώτης καραντίνας λόγω κορωνοϊού, κι αφού είχε μόλις ολοκληρώσει τις επιτυχημένες ζωντανές εμφανίσεις του με τον Μανώλη Μητσιά, στο «Άλσος», που έλαβε τη διάγνωση:
«Μια και είχα χρόνο στη διάθεσή μου, πήγα να δω τους γιατρούς, γιατί είχα κάτι ενοχλήσεις. Στις εξετάσεις διαπιστώθηκε καρκίνος στον πνεύμονα. Έτσι ξαφνικά; Όχι και τόσο ξαφνικά. Όλο γκούχου – γκούχου ήμουν το τελευταίο διάστημα, πάνω από πενήντα χρόνια καπνίζω, και σάς το λέω αυτό για προσέχετε, να ‘χετε το νου σας, κι αν – ο μη γένοιτο – σάς συμβεί, μη φοβηθείτε, αντιμετωπίστε το, κι έχει ο Θεός.

Μού αφαίρεσαν μισό πνευμόνι, κι ύστερα μπήκα σε κάποιες θεραπείες, που όσο να ΄ναι έχουν τις παρενέργειές τους. Κόπωση βασικά. Μια αίσθηση μεγάλη αδυναμία» εξομολογείται ο ίδιος.

Οι καλλιτεχνικές προκλήσεις, ωστόσο και η δύναμη του χαρακτήρα του, φυσικά, που τού υπαγόρευε να συνεχίσει να ζει κανονικά τη ζωή του στη μετά διάγνωση εποχή και να αντιμετωπίζει ένα – ένα τα εμπόδια όταν έρχονται, τον κράτησαν όρθιο και ενεργό. Αντλώντας δύναμη από την αγάπη και τη στήριξη της οικογένειάς του αλλά και από το ασίγαστο πάθος του για δημιουργία αναλάμβανε τη μία αποστολή μετά την άλλη. «Παραμέρισα τη σκιά της αρρώστιας» περιγράφει ο ίδιος, ποιητικά, στο βιβλίο του.

Κατάστρωσε ένα μεγαλόπνοο σχέδιο για τον εορτασμό των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση το οποίο, παρότι ενθουσίασε την Επιτροπή, δεν κατέστη εφικτό να υλοποιηθεί λόγω πανδημίας. Έδωσε συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης με αφορμή την ίδια επέτειο. Έστησε, μετά από πρόσκληση του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων, μια εξαιρετική έκθεση για τα 100 από τη Μικρασιατική Καταστροφή, η οποία παρουσιάστηκε σε όλη την Ελλάδα, ταξίδεψε στην Κύπρο για μια σειρά συναυλιών αφιερωμένων επίσης στην καταστροφή της Σμύρνης…
Είχαν συμπληρωθεί ήδη δύο χρόνια από την ημέρα της επίσημης διάγνωσης της ασθένειάς του και οι θεραπείες του συνεχίζονταν. Μέχρι που ο εφιάλτης του κορωνοϊού χτύπησε και τη δική του πόρτα, σε μια χρονική στιγμή που ο οργανισμός του ήταν αδύναμος, εξασθενημένος:

«Εκεί κατά την άνοιξη (2022), φαίνεται πως την πάτησα. Ενώ έκανα τις ανοσοθεραπείες μου κανονικά στο νοσοκομείο, μού ζήτησαν απ’ την Κύπρο να δώσω μερικές συναυλίες για τα εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Δεν μού ήταν δυνατό ν΄ αρνηθώ….Πήραμε όλες τις προφυλάξεις και κατεβήκαμε με τον Γιώτη Κιουρτσόγλου στο νησί. Εγώ πάντα μάσκα φορούσα…Και μόλις γύρισα, έπεσα στο κρεβάτι με υψηλό πυρετό. Φωνάξαμε γιατρό. «Γρήγορα στο νοσοκομείο με ασθενοφόρο!» διέταξε. Είχα φορτωθεί με κορωνοϊό. Ήμουν που ήμουν αδύναμος απ’ τις θεραπείες, άρπαξα και τον ιό στο αεροπλάνο, διότι τα αεροπλάνα είναι θάλαμοι αερίων, και να το αποτέλεσμα.»

Η διήγηση ενός περιστατικού που συνέβη κατά τη διάρκεια της κρίσιμης εκείνης νοσηλείας του είναι πραγματικά συγκλονιστική. Γιατί αποτυπώνει σε λέξεις, που γεννούν νοερές αλλά πολύ δυνατές εικόνες, τα συναισθήματα ενός ανθρώπου, ανέκαθεν ισχυρού στα μάτια των άλλων, που έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με την αδυναμία του, το φθαρτό της ύπαρξής του. Και αποδεικνύει, περίτρανα, πως, σε τέτοιες δύσκολες στιγμές ένα ανθρώπινο άγγιγμα, μια καλή κουβέντα από έναν άγνωστο αποτελούν το πιο πολύτιμο δώρο:

«Κάναν σύσκεψη από πάνω μου οι γιατροί, μήπως πρέπει να μπω στην εντατική λόγω δύσπνοιας, Μεγάλη Εβδομάδα ήταν. Αποφάσισαν να περιμένουν λίγο. Μού βάλαν ορό στη φλέβα, μάσκα οξυγόνου, και με πλάκωσαν στα φάρμακα, με μεγάλες δόσεις Lasix.

Ξυπνώ ένα βράδυ μούσκεμα. Είχα βρέξει εσώρουχα πιτζάμες, σεντόνια, χάλια τα ‘χα κάνει. Τώρα; Πρέπει να φωνάξω τις νοσοκόμες; Πρέπει να με δουν έτσι; Είμαι ο... ο Σαββόπουλος. Δεν γίνεται.

Γίνεται! Τι άλλο να έκανα, χτύπησα το κουδούνι. Κατέφθασε πρώτα η μία, είδε τί έγινε και φώναξε και τις άλλες. Ανέκφραστες και άψογες όλες τους:
- Σηκωθείτε, κύριε Σαββόπουλε.
Να γδυθώ; Έβγαλα αμήχανος τις πυτζάμες. Με ελέγξανε:
- Βγάλτε και τα εσώρουχά σας.
Τα ‘βγαλα και στάθηκα στη γωνιά ντροπιασμένος, κρύβοντας με τις παλάμες μου ό,τι μπορούσα. Ένας γυμνοσάλιαγκας ήμουν, ένα τίποτα.
Κι όπως ήμουν έτσι ν΄ ανοίξει η γη να με καταπιεί, ένιωσα ξάφνου σαν να μην έχει σημασία πια, σα ‘να φυγε ένα βάρος από πάνω μου, ανάσανα, κι αφέθηκα στα χέρια των γυναικών. Με πλύνανε, μού βγάλαν να φορέσω καινούργιες πιτζάμες, με ξάπλωσαν στα καθαρά σεντόνια και με σκέπασαν.
- Χρόνια πολλά, μού είπαν φεύγοντας οι αδελφές. Είχε έρθει το Πάσχα».

Για την Αριστερά

«Το καλοκαίρι του ’15 πήγαινα για μπαϊπάς στο Ερρίκος Ντυνάν. Ο μέγας Πράπας μου το ‘κανε. Μου κάναν μια προνάρκωση, για να είμαι ήρεμος. Και βλέπω απέναντι σε μια τηλεόραση ότι κλείνουν οι τράπεζες. Με ξάπλωσαν στο φορείο, με πηγαίναν απ’ τον διάδρομο και η Άσπα και τα παιδιά, μου κρατούσαν το χέρι και τρέχανε δίπλα μου. Λίγο πριν βυθιστώ στη νάρκωση, ψέλισσα: «Σηκώστε τα. Στη Eurobank τα ‘χω». Δεν τα πρόλαβαν βέβαια, εγώ συνήλθα, καλά να ‘μαστε να ανταμώνουμε. Σκέπτομαι μόνο όλη αυτή τη γοητευτική ιστορία της ανανεωτικής Αριστεράς-πώς ξεκίνησε και πώς έφτασε σιγά σιγά να είναι αυτό.

Πολλές φορές με ρωτάνε: «Μα σε αυτό το τραγούδι σου για τη Σούλα και τον Δεσποτίδη, ποια είναι αυτή… “η άλλη Αριστερά που είδε τον κόσμο σαν έργο τέχνης με τελειωμένα και αθάνατα φτερά”.

Η ευαισθησία μας είναι η άλλη Αριστερά. Δεν έχει κόμμα η ευαισθησία μας. Μόνο αθάνατα φτερά.

Χαρίσαμε στην Αριστερά τα καλύτερά μας χρόνια. Όχι μάταια. Έφηβοι ήμασταν και αυτά ακριβώς τα χρόνια ήταν που μας άνοιξαν τον δρόμο της καρδιάς και φώτισαν, εκ παραδρομής έστω, το ιερό στοιχείο της κοινωνίας που μοιραζόμαστε. Αυτά τα χρόνια και όχι οι πολιτικές τους».

Για τις ζωντανές εμφανίσεις

«Έτσι δουλεύουμε. Κι όχι μόνο εγώ. Και η Λίνα Νικολακοπούλου και η Δήμητρα Γαλάνη και ο Κραουνάκης και η Τσανακλίδου έχουν τον τρόπο τους. Ξέρουν να φτιάχνουν προγράμματα. Τους αναφέρω επειδή οι περισσότεροι αστέρες μας δεν έχουν ιδέα. Βγαίνει ένας, λέει ολίγα τραγούδια, βγαίνει και ο άλλος και πάει λέγοντας. Σ’ όποιο μαγαζί και να πας το ρεπερτόριο είναι περίπου το ίδιο, οι ενορχηστρώσεις περίπου ίδιες. Τα ίδια τραγούδια, η ίδια ατμόσφαιρα. Κόβεις φλέβες.

Νομίζω για εμάς που παίζουμε στα κέντρα, τρεις ήταν οι μεγάλοι καινοτόμοι από τους παλιούς: ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Βασίλης Τσιτσάνης και ο Μανώλης Χιώτης.

Πριν από τον Μάρκο παίζανε χύμα σαντουρόβιολα, μπουζούκια, κλαρίνα, μαντολίνα…Ο Μάρκος είπε: «Όχι. Θα παίζουν μόνο τρία όργανα, κιθάρα, μπουζούκι, μπαγλαμάς και θα κάθονται πλάι πλάι σε τρεις ψάθινες καρέκλες». Έτσι βγήκε ο καινούριος ήχος.

Ο Τσιτσάνης πρόσθεσε πιάνο, κοντραμπάσο και τύμπανα στο πάλκο, σε ένα σκαλί πιο πάνω. Μπροστά διπλασίασε τα μπουζούκια, πρόσθεσε ακορντεόν και τους τραγουδιστές. Όλοι καθιστοί σε δύο σειρές. Και από πάνω τους μια γιρλάντα με λάμπες χρωματιστές. Ο Τσιτσάνης την έφτιαξε αυτή την εικόνα. Είναι ένα είδος σκηνοθεσίας, δεν μπορείς να πεις. Τέλος, ο Μανώλης Χιώτης πρόσθεσε πνευστά και σηκώθηκε όρθιος με τη σολίστ πλάι του, πρώτη φορά γινόταν αυτό. Χιώτης και Μαίρη Λίντα λάμπανε από κομψότητα, κίνηση και μουσική».

Για τη στροφή προς τη Δεξιά

«Με το “Κούρεμα” έκανα στροφή προς τη Δεξιά, μπαϊλντισμένος με τον ψευτοπροοδευτισμό της εποχής και την αλαζονεία του. Ηταν ένας προοδευτισμός νεφελώδης, αντιπαραγωγικός, πολύ κουλτουριάρης κι εντελώς αντιπνευματικός. Δυστυχώς η Αριστερά αφέθηκε να παρασυρθεί από εκείνον τον φτηνιάρικο προοδευτισμό. Παλιοί αριστεροί που, δικαιολογημένα, μισούσαν τη Δεξιά, επειδή κάποτε τους ταπείνωσε και τους ανάγκασε να υπογράψουν δηλώσεις μετανοίας, αλλά και δεν τους έφυγε ποτέ και ο ανομολόγητος θυμός για την ίδια τους την Αριστερά που τους έμπλεξε τότε, μόλις ξεπετάχθηκε το ΠΑΣΟΚ, μετακόμισαν σύσσωμοι. Το ΠΑΣΟΚ έγινε το καταφύγιο κάθε πληγωμένου εγωισμού. Άσε δε τον λαϊκισμό του. Ηταν τόσο ακαταμάχητος που επηρέασε βλαπτικά όλο το πολιτικό σύστημα, όλα τα κόμματα σχεδόν. Πολύς φανατισμός.

Τον κωλοελληνισμό, που είναι βαριά κληρονομιά όλων μας, τον κρατούμε λίγο-πολύ υπό έλεγχο. Αλλά όταν ξεσπάει συλλογικά, δεν ξέρεις που να κρυφτείς. Παύει να έχει σημασία αν είμαστε δεξιοί ή αριστεροί και γινόμαστε ένας συρφετός από ανθρώπους φθονερούς και λυσσασμένους για εξουσία. Μου πετούσαν δεκάρες στη σκηνή, φώναζαν “αίσχος”, αποχωρούσαν από την αίθουσα. Με πλεύριζαν έξαλλοι οδηγοί στα φανάρια και με ψέλνανε με αγριεμένο μάτι, με ξεφώνιζαν διαβάτες από το απέναντι πεζοδρόμιο. Άλλοι γράφανε βρισιές στους τοίχους του σπιτιού μας, ότι είμαι προδότης, ότι πουλήθηκα. Τα παιδιά μου είχαν τρομάξει. Ο μεγάλος μου, ο Κορνήλιος, έστειλε επιστολή διαμαρτυρίας στην “Ελευθεροτυπία” ότι “ο μπαμπάς μου δεν είναι έτσι και γιατί μας λέτε τέτοια πράγματα;”. Τη διάβασα και συγκινήθηκα. Δεν το ‘ξερα, το έκανε εν αγνοία μου το αγόρι μου. Και ήταν φαντάρος τότε, στην Κοζάνη, από εκεί την έστειλε.

Στεναχωριόμουνα. Είμαι καλλιτέχνης και θέλω να μ’ αγαπάνε, λέω στον εαυτό μου “την άλλη φορά να προσέχεις, να τα λες πιο μαλακά”, αλλά όταν έρχεται η ώρα να τα γράψω, το ξεχνάω. Φαίνεται αυτή είναι η φύση του τροβαδούρου. Τραγουδάει αυτό που αισθάνεται, χωρίς να σκέφτεται τίποτα άλλο. Και όταν το σκεφτεί, είναι αργά».

Για την εποχή της «Αλλαγής»

«Η Ρεζέρβα κυκλοφόρησε σαν διπλός δίσκος με εξώφυλλο και φωτογραφίες του Κώστα Γουδή. Γύρισα στην Αθήνα τον Νοέμβρη του '79. Είχα ξεμάθει στο βουνό, καί ὁ κόσμος στήν Ἀθήνα μοῦ φάνηκε νευρικός, βιαστικός, φλύαρος. Πολλή κομματίλα τριγύρω, πολλή ἔξαψη, σὰν νὰ μὴν εἶχε ἀκόμη τελειώσει ἡ Μεταπολίτευση. Μά πότε τελείωσε; Το '81 ἴσως;

Τότε καταργήθηκαν ἐπιτέλους τά πιστοποιητικά κοινωνικῶν φρονημάτων, καταργήθηκε ἡ λογοκρισία, θεσπίστηκε ὁ πολιτικός γάμος καί ἀναγνωρίστηκε ἐπιτέλους ὁ κόσμος τῆς Ἐθνικῆς Ἀντίστασης. Εἴχαμε Πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας τόν Κωνσταντίνο Καραμανλή καί πρωθυπουργό τόν Ἀνδρέα. Ποτέ δέν αἰ- σθανθήκαμε τόσο ἀσφαλεῖς, τόσο αἰσιόδοξοι, ὅσο ἐκεῖνα τὰ χρόνια. Σάν νά δόθηκε το σύνθημα στούς πολίτες β’ κατηγορίας νὰ βγοῦν ἀπ᾿ τίς ὑπόγειες στοές καί νά παίξουν κεντρικό παιχνίδι ἔξω. Ἔτσι ἔφτιαξα τὰ Τραπεζάκια ἔξω. Εἶναι ὁ πιό χαρούμενος δίσκος μου. Ἔτσι ἔκανα τό Ὀλυμπιακό Στάδιο. Καί ὄχι μόνον ἐγώ.

Θυμᾶστε τὸ Πάρτυ στη Βουλιαγμένη τοῦ Λουκια- νοῦ Κηλαηδόνη; Ἦταν ἡ πρώτη γιγαντοσυναυλία ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Καὶ ὕστερα ἀπό μένα ὁ Νταλά-ρας γέμισε τὸ Ὀλυμπιακό δυό φορές! Γενικά ἄκουγες πολύ ὡραῖα τραγούδια: Γιάννης Μαρκόπουλος, Δῆμος Μούτσης, Γιάννης Σπανός, Σταῦρος Κουγιουμτζής, Σταῦρος Ξαρχάκος, Μάνος Λοΐζος. Ἄνθηση! Ὡραῖα χρόνια!

Ἀλλά στο τέλος τῆς δεκαετίας ἀρχίσαμε ξαφνικά να συμπεριφερόμαστε σάν νεόπλουτοι. Ὁ Μένης Κουμανταρέας ἔλεγε ὅτι πρίν ἤμασταν φτωχοί, ἀλλά εἴχαμε τόν πολιτισμό τῆς φτώχειας, καί τώρα γίναμε κιτσάτοι νεόπλουτοι. Μέ τίς εὐρωπαϊκές ἐπιδοτήσεις γιά τή βελτίωση τοῦ πρωτογενοῦς τομέα ἀγόραζαν ἀκίνητα στη Λάρισα καί τὰ τρώγανε στα μπουζούκια μέ κοπέλες πού μᾶς ἔρχονταν ἀπό τή διαλυμένη Σοβιετική Ένωση. Κι αὐτά δέν συνέβαιναν μόνο στόν πρωτογενή τομέα, ἀλλά καί σέ ἄλλους τομεῖς, μέ πιο ἐκλεπτυσμένα γοῦστα.

Το τελευταῖο καλοκαίρι χαρᾶς καί περηφάνιας πού ζήσαμε οἱ Ἕλληνες ἦταν τὸ καλοκαίρι τοῦ 2004 στούς Ὀλυμπιακούς Ἀγῶνες τῆς Ἀθήνας. Μετά ἀφηνιάσαμε. Σέ ἀναλογία πληθυσμοῦ εἴχαμε τη μεγαλύτερη κατανάλωση εἰδῶν πολυτελείας σε σχέση μέ ὅλες τίς ἄλλες χώρες. Ώσπου πέσαμε ἔξω καί τήν κάτσαμε τη βάρκα.

Το 2008 καίγανε τὴν Ἀθήνα τὰ ἴδια της τά παιδιά.

Παρ' ὅλες τίς λακκούβες, καταφέραμε ὁμαλή διαδοχή κυβερνήσεων. Πενήντα χρόνια πολιτική ὁμαλότητα. Δέν ἔχει ματαγίνει στήν Ἑλλάδα. Αὐτό τουλάχιστον το καταφέραμε. Μποροῦμε νὰ δώσουμε συγχαρητήρια στούς ἑαυτούς μας, καί μήν ἀκούω ἀπό διάφορους ἐναλλακτικούς τζιτζιφιόγκους «Ἡ χούντα δέν τελείωσε το '73»...

Κρατήσαμε τή Δημοκρατία μακριά ἀπό τούς γα μοκαμπουρόσαυρους καί προσπαθήσαμε, ὁ καθένας ἀπ᾿ τὴ μεριά του, να φτιάξουμε ἕνα ἔργο πού να δίνει φῶς καί νόημα στα χρόνια πού μᾶς χαρίστηκαν. Νά στήσουμε σπίτι, δουλειά, να μεγαλώσουμε τά παιδιά μας, νὰ χαροῦμε τούς φίλους μας καί νά μή χάσουμε τίς ἐλπίδες μας. Κι ἔτσι φτάσαμε ὥς ἐδῶ.

Καί τώρα;

Ψιθυρίζω τους στίχους τοῦ Ἀναγνωστάκη:

Καλά τή φέραμε τή ζωή μας ὡς ἐδῶ

Μικροζημιές καί μικροκέρδη συμψηφίζοντας

Το θέμα εἶναι τώρα τί λές.

Καί ὁ γερο-Καραμανλής, μέ τή σερραίικη προφο- ρά του, σὰν νὰ τοῦ ἀπαντᾶ ἀπὸ τὸ ὑπερπέραν:

«Κνοβουλευτισμός, φιλελευθρσμός, Ιὐρώπ'».

Στά φοιτητικά μου τόν πολέμησα. Στά τριάντα μου τόν παραδέχθηκα αὐτόν τόν ἄντρα.

Ἐσεῖς, νεότερα παιδιά αὐτῆς τῆς πολιτείας, πού μὲ τὴν ἱερή της τρέλα καί τό αἰώνιο πάθος της γέννησε τή Δημοκρατία, προστατέψτε την. Προστατέψτε τή Δημοκρατία τῆς μικρῆς μας χώρας.

Να ζήσει ὁ τόπος μας, να ζήσει ἡ Δημοκρατία μας.

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΚΛΙΚ ΕΔΩ