Στις 13 Οκτωβρίου 1944, απελευθερώθηκε ο Πειραιάς από τους Γερμανούς κατακτητές αφού είχε προηγηθεί η λεγόμενη «Μάχη της Ηλεκτρικής», δηλαδή του Σταθμού Παραγωγής Ηλεκτρικής Ενέργειας του Κερατσινίου, όπως λεγόταν τότε, από μικτή δύναμη ανταρτών του ΕΛΑΣ Πειραιώς και του προσωπικού του Σταθμού, που είχε νεκρούς και τραυματίες και από τις δύο πλευρές.
Ο Πειραιάς, λόγω του λιμανιού και των βιομηχανικών εγκαταστάσεων που την περιέβαλαν, αποτελούσε ένα «στρατηγικό στόχο», όπως θα λέγαμε σήμερα, γι’ αυτό και υπέστη σφοδρότατους αεροπορικούς βομβαρδισμούς από την πρώτη ημέρα του ελληνοϊταλικού πολέμου, στις 28 Οκτωβρίου 1940, και σε όλη τη διάρκειά του, κάτι που συνέβη βεβαίως και από την πρώτη μέρα της γερμανικής επιθέσεως εναντίον της χώρας μας, στις 6 Απριλίου 1941, μέχρι και τη συνθηκολόγηση.
Στη συνέχεια βεβαίως, ο Πειραιάς είχε το θλιβερό προνόμιο να υποστεί βομβαρδισμούς, εκτός από την ιταλική και τη γερμανική που προαναφέρθηκαν, και από τις συμμαχικές δυνάμεις, τη βρετανική και την αμερικανική, με αποκορύφωμα το συμμαχικό βομβαρδισμό της 11 Ιανουαρίου 1944, από αμερικανική και βρετανική αεροπορία εντός της ίδιας μέρας, με περισσότερους από 700 νεκρούς και αμέτρητους τραυματίες!
Επίσης, λόγω του πολυάριθμου εργατικού και προσφυγικού στοιχείου που κατοικούσε στην πόλη και στις συνοικίες της, ο Πειραιάς θα έχει στη διάρκεια της Κατοχής τις περισσότερες από κάθε άλλη ελληνική πόλη απώλειες από την πείνα, ενώ δεν θα υστερήσει και στην Αντίσταση, όπου ακριβώς λόγω αυτής της προαναφερθείσας κοινωνικής συνθέσεως της πόλεως και ιδίως ορισμένων συνοικιών της, υπήρχε και πολύ σημαντική παρουσία των Πειραιωτών στην Αντίσταση, καθώς στον Πειραιά έδρευε ένα ολόκληρο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, προκαλώντας στον κατακτητή μεγάλες φθορές σε έμψυχο και κυρίως σε άψυχο υλικό.
Έτσι λοιπόν, στις 13 Οκτωβρίου 1944, μετά από 3,5 χρόνια σκλαβιάς, και μία μέρα αργότερα από την Αθήνα, ο Πειραιάς απελευθερώθηκε μετά από μάχη, και όχι με απομάκρυνση των Γερμανών όπως είχε γίνει με την Αθήνα, που είχε κηρυχθεί «ανοχύρωτη πόλη».
Πριν φύγουν όμως οι Γερμανοί προέβησαν σε εκτεταμένες καταστροφές κρίσιμων υποδομών της πόλεως , όπως στο λιμάνι με αυτοβυθίσεις πλοίων, ώστε να το καταστήσουν άχρηστο για τους συμμάχους,, τις δεξαμενές Βασιλειάδη, στις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της Shell, σε όλα τα σιλό και της αποθήκες του λιμανιού κλπ.
Κυρίως όμως απεφεύχθη, μετά από αιματηρή μάχη – η ανατίναξη της «Ηλεκτρικής», που τότε τροφοδοτούσε με ρεύμα ολόκληρο το Λεκανοπέδιο, οπότε οι συνέπειες από τυχόν καταστροφή της θα ήταν ανυπολόγιστες. Με την ηρωική μάχη που δόθηκε στην «Ηλεκτρική», από τους εργάτες του εργοστασίου, αντάρτες του ΕΛΑΣ, αλλά και αστυνομικούς του τοπικού Αστυνομικού Τμήματος που έσπευσαν σε βοήθειά τους, κατάφεραν με επιτυχία να αποτρέψουν τους Γερμανούς από τους σκοπούς τους, δίνοντας έτσι και με αυτόν τον τρόπο και με αυτόν τον τρόπο, τους τελευταίους νεκρούς του στον αγώνα για την Ελευθερία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Γερμανοί φεύγοντας από το Κερατσίνι, ακολούθησαν το δρομολόγιο μέσω Ελευσίνος – Δερβενοχωρίων – Θηβών προς Θεσσαλονίκη με τελικό αντικειμενικό σκοπό τους να προλάβουν να διέλθουν από τη Γιουγκοσλαβία και να μην αποκοπούν στη νότια Βαλκανική.