Η Μέρκελ φεύγει, ο Μερκελισμός συνεχίζεται

 
Η Μέρκελ φεύγει, ο Μερκελισμός συνεχίζεται

Ενημερώθηκε: 18/01/21 - 00:01

Του Μιχάλη Ψύλου

Αρθρογράφος: Μιχάλης Ψύλος

Το όνομα της Άνγκελα Μέρκελ δεν υπήρχε στα ψηφοδέλτια του ψηφιακού συνεδρίου των Γερμανών Χριστιανοδημοκρατών (CDU) το περασμένο Σάββατο. Η εκλογή όμως του εκλεκτού της, Αρμιν Λάσετ, στην προεδρία του κόμματος κατέστησε σαφές ότι το συντηρητικό κόμμα, που κυριαρχεί εδώ και 16 χρόνια στην πολιτική σκηνή στην Γερμανία και καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την πορεία της Ευρώπης, θα παραμείνει Μερκελικό και μετά την πολιτική «συνταξιοδότηση» της Μέρκελ το φθινόπωρο.

«Πολλοί άνθρωποι προσελκύονται πρώτα από την Άνγκελα Μέρκελ και μετά από το CDU», είπε ο Λάσετ μιλώντας στο συνέδριο, προσθέτοντας ότι «η εμπιστοσύνη και η αξιοπιστία που απολαμβάνει η Μέρκελ στο εσωτερικό και στο εξωτερικό δεν μπορεί απλά να μεταφερθεί από τον έναν ηγέτη στον άλλο, αλλά πρέπει να «κερδηθεί».

Οπως σημειώνει η ιστοσελίδα Politico «η απόφαση του συνεδρίου αποτελεί επίσημη αναγνώριση ότι η Μέρκελ άφησε μια ανεξίτηλη σφραγίδα στο μεγαλύτερο πολιτικό κόμμα της Γερμανίας, μια σφραγίδα που πιθανότατα θα καθορίσει την πορεία του για τα επόμενα χρόνια».

Αλλωστε, «η ιστορία κρίνει τους πολιτικούς ηγέτες όχι μόνο από αυτό που επιτυγχάνουν στη διάρκεια της παραμονής τους στην εξουσία, αλλά και από τη διαρκή δύναμη της επιρροής τους» εκτιμά το Politico,τονίζοντας ότι «η εποχή Μέρκελ απέχει πολύ από το να τελειώσει. Μπορεί να είναι μόνο στην αρχή».

Ο 60χρονος πρωθυπουργός της Βόρειας Ρηνανίας -Βεστφαλίας, Αρμιν Λάσετ εξελέγη στον δεύτερο γύρο εξασφαλίζοντας το 53% των συνέδρων έναντι 47% του βασικού αντιπάλου του και επικεφαλής της υπερ-συντηρητικής πτέρυγας του κόμματος, Φρίντριχ Μερτζ.

Ο νέος πρόεδρος του CDU εξασφάλισε στον δεύτερο γύρο της ψηφοφορίας την υποστήριξη της μεγάλης πλειοψηφίας των οπαδών του τρίτου υποψηφίου, Νόρμπερτ Ρέτγκεν, ο οποίος κινείται πολιτικά στο ίδιο πλαίσιο με τον Λάσετ. Στον πρώτο γύρο της ψηφοφορίας μάλιστα ο Μερτζ ήταν πρώτος με 385 ψήφους έναντι 380 του Λάσετ και 224 του Ρέτγκεν.

Παρά το γεγονός ότι ο Μέρτζ είχε την σαφή υποστήριξη του προέδρου της γερμανικής Βουλής, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, φάνηκε ότι η πλειοψηφία των συνέδρων δεν θέλουν τη σκληρή νεοφιλελεύθερη γραμμή που εκπροσωπεί ο 65χρονος εκατομμυριούχος δικηγόρος Μερτζ και βασικός εσωκομματικός αντίπαλος της Μέρκελ. Ο επικεφαλής της ακροδεξιάς πτέρυγας του κόμματος μπαίνει πλέον στο περιθώριο, καθώς έχασε για δεύτερη φορά στην προσπάθειά του να αναλάβει τα ηνία του CDU.

Το είχε ξαναπροσπαθήσει το 2018 αλλά και τότε ηττήθηκε από την Μέρκελ που είχε επιβάλει στην προεδρία των Χριστιανοδημοκρατών την Αννεγκρέτ Κραμπ Καρενμπάουερ. «Ευτυχώς, όχι ο Μερτζ, θα ήταν η χειρότερη επιλογή» γράφει η Tagesschau.

Το απέδειξε άλλωστε όταν μετά την ήττα του ο Μερτζ αξίωσε από την Μέρκελ να αναλάβει αυτός το υπουργείο Οικονομικών, αποπέμποντας τον μετριοπαθή Πέτερ Αλτμάιερ. Προφανώς για να εφαρμόσει την νεοφιλελεύθερη ατζέντα του. Κατάφερε όμως με τον τρόπο αυτό να γίνει περίγελως στα μάτια των Χριστιανοδημοκρατών, προς μεγάλη ικανοποίηση της Μέρκελ, η οποία φυσικά και δεν αποδέχτηκε το αίτημα.

«Εκείνοι που ενεργούν με αυτόν τον τρόπο δείχνουν τι είναι: θέλουν την εξουσία για την δική τους προσωπική εξέλιξη» έγραψε η Die Zeit.

Ενάντια στις νεοφιλελεύθερες δοξασίες

Γιος ανθρακωρύχου ο νέος πρόεδρος του CDU Αρμιν Λάσετ, γεννήθηκε το 1961 στο Άαχεν και είναι από το 2017 πρωθυπουργός της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, του πολυπληθέστερου γερμανικού κρατιδίου με 18 εκατομμύρια κατοίκους.

«Είναι Γαλλόφιλος, Καθολικός, γεννημένος στην Δυτική Γερμανία, κάτι μας κάνει αμέσως να σκεφτούμε τον Αντενάουερ ή τον Κολ» λέει η Ελέν Μιάρ-Ντελακρουά, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Σορβώνης και ειδική στις Γαλλο-γερμανικές σχέσεις.

«Ο Λάσετ είναι η συνέχεια της Αγκελα Μέρκελ και θα τοποθετήσει το CDU στην κεντροδεξιά», προσθέτει η Γαλλίδα καθηγήτρια.

«Στις δημοκρατίες, οι εκλογές κερδίζονται γενικά από το ποιος θα εξασφαλίσει το Κέντρο και αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους το CDU προτίμησε να εκλέξει Πρόεδρο τον Λάσετ» γράφει η γερμανική ιστοσελίδα T-Online.

Αλλωστε, ο νέος πρόεδρος του CDU «είναι γνωστός για την ικανότητά του να συνενώνει τα διαφορετικά ρεύματα του κόμματος σε στιγμές μεγάλης έντασης. Η ενσωμάτωση και όχι η πόλωση θα είναι η μέθοδος του» γράφει η Tagesspiegel. Θεωρείται φανατικός φιλοευρωπαϊστής, καθώς διετέλεσε και επί χρόνια Ευρωβουλευτής, και πεπεισμένος υποστηρικτής της πολιτικής υποδοχής των μεταναστών.

Αναμένεται να ενισχύσει περαιτέρω τους δεσμούς των Χριστιανοδημοκρατών και της Γερμανίας με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και με τους παραδοσιακούς εταίρους της, κυρίως τη Γαλλία.

Η νίκη του Λάσετ δείχνει ότι η Γερμανική ελίτ επιλέγει να μην ακολουθήσει τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές για την αντιμετώπιση της κρίσης που έχει πυροδοτήσει η πανδημία, επιλέγοντας μια πιο χαλαρή δημοσιονομική πολιτική. Ταυτόχρονα, ο μετριοπαθής Λάσετ θα δώσει τη δυνατότητα στο CDU να διατηρεί ανοιχτά διάφορα κανάλια επικοινωνίας ενόψει πιθανών, μελλοντικών κυβερνητικών συμμαχιών μετά τις Ομοσπονδιακές εκλογές στις 26 Σεπτεμβρίου.

Συγκυβερνά άλλωστε τη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία με τους Ελεύθερους Δημοκράτες, «αλλά και ως εκφραστής ενός φιλελεύθερου και μετριοπαθούς συντηρητισμού, μπορεί να κάνει διάλογο χωρίς ιδεολογικά προσκόμματα με τους Πράσινους. Είναι μάλιστα και αρκετά ρεαλιστής για να τα βρει και με τους Σοσιαλδημοκράτες» εκτιμά η ιστοσελίδα Huffington Post στην ιταλική της έκδοση.

Το πιθανότερο σενάριο βέβαια είναι να σχηματιστεί τρικομματικός κυβερνητικός συνασπισμός μετά τις Ομοσπονδιακές εκλογές με τη συμμετοχή του CDU, των Πρασίνων και των Ελευθέρων Δημοκρατών. Αλλωστε ουδείς μπορεί να αγνοήσει πλέον τους Πράσινους, καθώς τα τελευταία τρία χρόνια από έκτο κόμμα πέρασε στη δεύτερη θέση -σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις- με ποσοστά κοντά στο 20%.

Φυσικά, η τοποθέτηση του CDU υπό τον Λάσετ στην κέντρο-δεξιά και η πιθανή συνεργασία με τους Πράσινους μπορεί να προκαλέσει την αποχώρηση πολλών υπερ-συντηρητικών ψηφοφόρων από το CDU και αφήνει το υπερ-συντηρητικό πεδίο ανοιχτό στην ακροδεξιά. Και από αυτή την άποψη, η ακροδεξιά «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) τρίβει τα χέρια της όσο δεν επιλέγεται ακροδεξιός υποψήφιος για την Καγκελαρία.

Πρόεδρος του κόμματος, αλλά όχι καγκελάριος;

Το ερώτημα βέβαια που απασχολεί τον Γερμανικό Τύπο πριν και μετά το συνέδριο του CDU είναι αν ο νέος πρόεδρος του συντηρητικού κόμματος θα είναι και ο υποψήφιος Καγκελάριος στις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Οι περισσότεροι σχολιαστές τονίζουν μάλιστα ότι «πουθενά δεν είναι γραμμένο ότι ο αρχηγός του κόμματος πρέπει να είναι ο υποψήφιος Καγκελάριος», σημειώνει η El Pais.

O εκλεκτός της οικονομικής ελίτ για την καγκελαρία φαίνεται ότι είναι ο Μάρκους Σέντερ, ο πρωθυπουργός της Βαυαρίας και επικεφαλής του αδελφού Χριστιανοκοινωνικού κόμματος(CSU). Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το 57% των Γερμανών θέλουν τον 55χρονο Σέντερ ως υποψήφιο Καγκελάριο και η Μέρκελ -όσο και αν ελέγχει τα πράγματα- δύσκολα θα το αγνοήσει. Η επιτυχημένη αντιμετώπιση της πανδημίας στην Βαυαρία έχει αυξήσει ιδιαίτερα τη δημοτικότητα του Σέντερ.

Σύμφωνα με την Die Zeit, ο Λάσετ μπορεί να συμβιβαστεί με την ιδέα να παραμείνει πρωθυπουργός της Βόρειας Ρηνανίας -Βεστφαλίας, αλλά τις επόμενες εβδομάδες θα έχει να κάνει σκληρές διαπραγματεύσεις με τον Σέντερ για την καγκελαρία. Ο ίδιος ο Σέντερ έσπευσε πάντως να συγχαρεί τον Λάσετ τονίζοντας ότι «μαζί θα συνεχίσουμε για την επιτυχία της Χριστιανοδημοκρατικής συμμαχίας».

Ερωτηθείς αν έχει φιλοδοξίες για την Καγκελαρία ο Σέντερ απέφυγε να απαντήσει ευθέως: «Εκείνοι που ξεκινούν πολύ νωρίς μπορούν επίσης να κάνουν σοβαρά λάθη» πρόσθεσε με νόημα ο Βαυαρός πρωθυπουργός, τονίζοντας ότι «για την πλειοψηφία των ανθρώπων, το ερώτημα δεν είναι ποιος θα είναι υποψήφιος Καγκελάριος, αλλά πως θα καταπολεμήσουμε με επιτυχία την πανδημία».

Και δεν είναι μόνο η ανάκαμψη μετά την πανδημία. Ολοι κατανοούν ότι επόμενα 15 χρόνια θα είναι σίγουρα πιο δύσκολα από τα προηγούμενα 15 με την Μέρκελ στην καγκελαρία. Οι κίνδυνοι μαζί με την ευλογία του Διαδικτύου για τις δυτικές δημοκρατίες, η ψηφιοποίηση σε συνδυασμό με την γιγάντωση των ψηφιακών κολοσσών και η ανεξέλεγκτη δράση τους, η κλιματική αλλαγή, ο ανταγωνισμός της Αμερικής με την Κίνα και τη Ρωσία, οι πολλοί χαμένοι από την παγκοσμιοποίηση, τα νέα κύματα μετανάστευσης, είναι μόνο μερικά από τα αγκάθια που έχει μπροστά της και η Ευρώπη.

Όπως γράφει εύστοχα η γερμανική ιστοσελίδα T-online «τα μεγάλα παπούτσια είναι έτοιμα, είτε για τον Λάσετ είτε για τον Σέντερ». Οποιος και αν είναι υποψήφιος για την Καγκελαρία πρέπει να αντιμετωπίσει την άνοδο της ακροδεξιάς και να συμβάλει στην ανάκαμψη της οικονομίας μετά την πανδημία.

«Επιπλέον» -γράφει η γερμανική ιστοσελίδα- «υπάρχει η αποξένωση της Αμερικής ως προστάτιδας δύναμης -κάτι που μπορεί να μετριαστεί υπό τον νέο Πρόεδρο Τζο Μπάιντεν- αλλά το επίκεντρο της παγκόσμιας πολιτικής έχει από καιρό μετατοπιστεί στην Ασία. Η Ευρώπη πρέπει να γίνει κάτι πολύ περισσότερο από ό,τι είναι, όλοι το γνωρίζουν αυτό, και ο επόμενος ομοσπονδιακός καγκελάριος έχει το καθήκον να καθορίσει την πορεία της Ευρώπης, επειδή η Γερμανία είναι η κορυφαία δύναμη -και όχι μόνο οικονομικά. Μπορεί ακόμη να το κάνει αυτό;».

ΠΗΓΗ: Εφημερίδα «Δημοκρατία»