Το Château d’Yquem του 2010 θεωρείται ένα από τα κορυφαία κρασιά στον κόσμο – ένα δείγμα τελειότητας με νότες βερίκοκου, αμυγδάλου και λευκής τρούφας.
Ωστόσο, η εποχή που οι συλλογές κρασιών, τα vintage ρολόγια και οι επαύλεις θεωρούνταν δείκτες υπέρτατης πολυτέλειας φαίνεται να τελειώνει.
Από το 2023, ο διεθνής δείκτης «επενδύσεων πολυτελείας» της Knight Frank έχει μειωθεί κατά 6%, ενώ οι τιμές των κρασιών Bordeaux πρώτης κατηγορίας έχουν υποχωρήσει κατά 20%. Οι τιμές των μεταχειρισμένων Rolex έχουν πέσει σχεδόν 30% από το 2022, τα έργα τέχνης δυσκολεύονται να βρουν αγοραστές και τα πολυτελή ακίνητα στο Λονδίνο και το Παρίσι χάνουν αξία.
Το φαινόμενο δεν οφείλεται σε οικονομική στενότητα. Αντίθετα, οι δισεκατομμυριούχοι αυξάνονται –πάνω από 3.000 παγκοσμίως, σύμφωνα με το Forbes– και η ελίτ του 0,1% στις ΗΠΑ κατέχει το 14% του συνολικού πλούτου των νοικοκυριών, το υψηλότερο ποσοστό εδώ και δεκαετίες.
Oπως επισημαίνει ο Economist, η εξήγηση βρίσκεται στις «νέες οικονομίες της πολυτέλειας».
Ο οικονομολόγος Θόρσταϊν Βέμπλεν είχε υποστηρίξει ότι η πολυτέλεια βασίζεται στη σπανιότητα και στον ανταγωνισμό: κάτι είναι πραγματικά πολυτελές μόνο όταν η κατανάλωσή του από τον έναν αποκλείει τον άλλον.
Σήμερα, όμως, τίποτα δεν είναι πραγματικά σπάνιο.
Τα αμπέλια πολλαπλασιάζονται, τα διαμάντια καλλιεργούνται στο εργαστήριο, τα ρούχα υψηλής ραπτικής πωλούνται μεταχειρισμένα και αρκετοί μπορούν να νοικιάσουν για λίγο ένα ιδιωτικό τζετ.
Η πολυτέλεια έγινε προσβάσιμη, άρα και κοινότοπη.
Αντί για υλικά αγαθά, οι υπερ-πλούσιοι στρέφονται πλέον στις εμπειρίες – ό,τι δεν μπορεί να αναπαραχθεί ή να ξαναπωληθεί.
Ο Economist υπολόγισε έναν «δείκτη υπερπολυτελών υπηρεσιών», που περιλαμβάνει εισιτήρια Super Bowl, δείπνα σε εστιατόρια με τρία αστέρια Michelin και συμμετοχή σε εκδηλώσεις υψηλού κύρους. Από το 2019, ο δείκτης αυτός έχει αυξηθεί κατά 90%.
Η διαμονή στο ξενοδοχείο «Le Bristol» στο Παρίσι, για παράδειγμα, κοστίζει σήμερα διπλάσια απ’ ό,τι το 2019. Οι οικιακές βοηθοί στην Παλμ Μπιτς κερδίζουν πάνω από 150.000 δολάρια τον χρόνο.
Ενα πενταετές debenture που εξασφαλίζει εισιτήριο για το Wimbledon έχει εκτοξευθεί από τις 50.000 στις 100.000 λίρες, ενώ ένα εισιτήριο Super Bowl κοστίζει πλέον τα διπλά. Ακόμα και το μενού στο τριάστερο «Benu» του Σαν Φρανσίσκο έχει αυξηθεί κατά 78% από το 2015.
Η ουσία δεν είναι η κατανάλωση, αλλά η αποκλειστικότητα. Οπως σημειώνει το άρθρο, το να γευματίζεις στο «Benu» σημαίνει ότι, για μερικές ώρες, κανείς άλλος δεν μπορεί να καθίσει στο δικό σου τραπέζι.
Αυτό, και όχι το κρασί ή το ρολόι, είναι η νέα μορφή πολυτέλειας: να ζεις κάτι που οι άλλοι δεν μπορούν – και να το δείχνεις.
Ετσι, όταν ο κόσμος θα πληρώνει χιλιάδες δολάρια για να δει τον Χάρι Κέιν να αντιμετωπίζει τον Κιλιάν Εμπαπέ στον τελικό του Μουντιάλ κοντά στη Νέα Υόρκη, λίγοι θα θυμούνται ένα Château d’Yquem.
Η πολυτέλεια του 21ου αιώνα δεν είναι πια συλλεκτική – είναι στιγμιαία.
Πηγή: The Economist