Ο Μπενιαμίν Νετανιάχου έσπευσε να καταδικάσει την αναγνώριση παλαιστινιακού κράτους από πολλούς ιστορικούς συμμάχους του Ισραήλ, αλλά οι επιλογές του είναι ίσως πιο περιορισμένες από ό,τι θα ήθελε να πιστέψουν οι υποστηρικτές του.
Κι ενώ έχει απειλήσει επανειλημμένως με προσάρτηση κατεχόμενων παλαιστινιακών εδαφών και διμερή δράση εναντίον χωρών που συμμετείχαν στο κύμα αναγνώρισης, ξέρει πολύ καλά ότι η επίσημη διεκδίκηση μέρους ή ολόκληρης της Δυτικής Όχθης θα έθετε σε κίνδυνο τις συμφωνίες του Αβραάμ, την ιστορική συμφωνία που ομαλοποίησε τους δεσμούς με περιφερειακές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, και τις οποίες ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Τζο Μπάιντεν ήλπιζαν να διευρύνουν ώστε να συμπεριληφθεί και η Σαουδική Αραβία, αναφέρει ο Guardian.
Αυτή η συμφωνία ήταν ίσως το πιο προβεβλημένο επίτευγμα εξωτερικής πολιτικής της πρώτης προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ, το οποίο είχε αναφερθεί μάλιστα στις υποψηφιότητες για το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης που επιθυμεί ο Αμερικανός πρόεδρος, και ένα από τα ορόσημα του ίδιου του Νετανιάχου.
Τα ΗΑΕ, ένας από τους σημαντικότερους εταίρους των ΗΠΑ, έχουν ήδη δηλώσει ότι η προσάρτηση αποτελεί «κόκκινη γραμμή» και ότι η κατάρρευση της συμφωνίας θα ενείχε υψηλό κίνδυνο αποξένωσης του σημαντικότερου υποστηρικτή του Νετανιάχου.
Το Ισραήλ επέλεξε την τακτική της διμερούς απάντησης όταν η Ιρλανδία, Νορβηγία και Ισπανία αναγνώρισαν παλαιστινιακό κράτος πέρυσι, συμπεριλαμβανομένης της ανάκλησης των πρεσβευτών του Ισραήλ από τις εν λόγω χώρες.
Το να επιλέξει το ίδιο τώρα, που τόσοι πολλοί βασικοί σύμμαχοί του έχουν ακολουθήσει το παράδειγμά των τριών χωρών, θα ήταν πολύ πιο περίπλοκο – και θα μπορούσε να τον οδηγήσει πολύ μακριά από τους στόχους του, σύμφωνα με πρώην Ισραηλινούς διπλωμάτες.
Επιπλέον, δεν θα επιτάχυνε την πορεία του Ισραήλ προς την απομονωμένη κατάσταση της «υπερ-Σπάρτης», την οποία ο Νετανιάχου επικαλέστηκε την περασμένη εβδομάδα σαν οικονομικό μοντέλο. Μιλώντας για τη διεθνή απομόνωση της χώρας του, είχε πει –σε συνέδριο του ισραηλινού υπουργείου Οικονομικών– ότι το Ισραήλ θα χρειαστεί να προσαρμοστεί σε μια οικονομία με «χαρακτηριστικά αυτάρκειας» και ότι, συνδυάζοντας τις δύο μεγάλες δυνάμεις της αρχαιότητας, θα γίνει ταυτόχρονα «Αθήνα και σούπερ Σπάρτη».
Οι δηλώσεις του αναστάτωσαν τις αγορές και ο Ισραηλινός πρωθυπουργός έσπευσε να διευκρινίσει ότι εννοούσε την αμυντική βιομηχανία.
Ο Άλον Λίελ, πρώην διπλωμάτης που διετέλεσε γενικός πρόξενος του Ισραήλ στη Νότια Αφρική, δήλωσε: «Νομίζω ότι είναι ένα τόσο δύσκολο δίλημμα για τον Νετανιάχου. Δεν υπάρχει περίπτωση το Ισραήλ να μην απαντήσει και δεν υπάρχει περίπτωση το Ισραήλ να απαντήσει με έξυπνο τρόπο. Το υπουργικό συμβούλιο είναι αναγκασμένο να συζητήσει ποιο λάθος θα πρέπει να κάνει».
Η εβραϊκή πρωτοχρονιά, που γιορτάζεται Δευτέρα και Τρίτη, η οποία συμπίπτει με τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, έδωσε στον Νετανιάχου την ευκαιρία να πάρει μια ανάσα και να κερδίσει χρόνο, ενώ εξετάζει τις επιλογές του. «Το Ισραήλ δεν θα συμμετάσχει στη συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ με αντικείμενο την κατάσταση στη Λωρίδα της Γάζας, λόγω της εβραϊκής πρωτοχρονιάς», ανακοίνωσε ο Ισραηλινός πρεσβευτής στον ΟΗΕ, χαρακτηρίζοντας «λυπηρό» το γεγονός ότι η συνεδρίαση θα πραγματοποιηθεί χωρίς τη χώρα του.
Στις 29 Σεπτεμβρίου, ο Ισραηλινός πρόεδρος ταξιδεύει στις ΗΠΑ για να συναντηθεί με τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ. Η συνάντηση αυτή θα πραγματοποιηθεί μετά τη συνάντηση του προέδρου των ΗΠΑ με Άραβες ηγέτες στη Νέα Υόρκη.
Πριν από την αναχώρησή του, ο Νετανιάχου συγκάλεσε συνεδρίαση του ισραηλινού υπουργικού συμβουλίου ασφαλείας για να συζητήσουν πιθανές αντιδράσεις στην αναγνώριση, ανέφεραν ισραηλινά μέσα ενημέρωσης.
Σε μια προφανή ένδειξη των ανησυχιών του σχετικά με τους κινδύνους της προσάρτησης, οι δύο ισχυρότεροι υποστηρικτές αυτής της προσέγγισης -οι ακροδεξιοί υπουργοί Ιταμάρ Μπεν Γβιρ και Μπεζαλέλ Σμότριτς- δεν προσκλήθηκαν.
«Ωστόσο, οι εσωτερικές πολιτικές πιέσεις που δέχεται λόγω της δίκης του για διαφθορά και των επερχόμενων εκλογών μπορεί να υπερτερούν των ανησυχιών σχετικά με μια αντιπαράθεση με τον Τραμπ», δήλωσε ο Άλον Πίνκας, ένας άλλος πρώην Ισραηλινός διπλωμάτης.
«Ο Νετανιάχου πριν από δύο ή τρία χρόνια δεν θα τολμούσε να προσαρτήσει τίποτα», δήλωσε ο Πίνκας, ο οποίος, μεταξύ άλλων, είδε διατελέσει στο παρελθόν γενικός πρόξενος στη Νέα Υόρκη.
«Ο Νετανιάχου του Σεπτεμβρίου 2025 είναι αποκομμένος. Αποκομμένος από την πραγματικότητα, και σε μια οξεία φάση αυταπάτης σχετικά με την ιδέα ότι αναδιαμορφώνει τον περιφερειακό χάρτη. Φοβάται τις εκλογές. Φοβάται τη δίκη του. Αν όλα αυτά του αφήσουν περιθώρια για μια μερική προσάρτηση, ίσως να κάνει κάτι», πρόσθεσε.
Στο εσωτερικό του Ισραήλ επικρατεί σύγχυση λόγω της θεωρίας ότι η αναγνώριση είναι μια άσχετη χειρονομία προς ένα κενό σύμβολο και της οργής προς τις χώρες που έχουν προχωρήσει.
Σε όλο το πολιτικό φάσμα του Ισραήλ, από την άκρα δεξιά μέχρι τον ηγέτη της κεντροαριστεράς Γιαΐρ Γκολάν, η κίνηση αναγνώρισης του παλαιστινιακού κράτους έχει καταδικαστεί ως «επιβράβευση της τρομοκρατίας».
Αλλά ακόμη κι αν το ενδεχόμενο μιας κυρίαρχης Παλαιστίνης εξακολουθεί να παραμένει περισσότερο μια ιδέα και όχι μια πραγματικότητα, η αναγνώριση έχει βαθιές νομικές και διπλωματικές επιπτώσεις. Η βρετανική αναγνώριση έχει ιδιαίτερο διπλωματικό και ιστορικό βάρος λόγω του ρόλου που έπαιξε η Βρετανία στην προετοιμασία των βάσεων για τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ με τη διακήρυξη Μπάλφουρ του 1917.
Με τη Διακήρυξη Μπάλφουρ του 1917, η οποία υπεγράφη από τον τότε υπουργό Εξωτερικών Άρθουρ Μπάλφουρ, η Βρετανία εξέφρασε για πρώτη φορά την υποστήριξή της «στην εγκαθίδρυση στην Παλαιστίνη μιας εθνικής εστίας για τον εβραϊκό λαό» και συνοδεύτηκε από μια επίσημη υπόσχεση «ότι τίποτα δεν θα γίνει που θα μπορούσε να βλάψει τα αστικά και θρησκευτικά δικαιώματα των υφιστάμενων μη εβραϊκών κοινοτήτων στην Παλαιστίνη».
«Το βλέπω ως κάτι περισσότερο από ένα διμερές γεγονός. Θα πρέπει να γίνει κατανοητό από την ιστορική οπτική γωνία της διακήρυξης Μπάλφουρ. Θα είναι σαν ένα είδος διόρθωσης του βρετανικού ιστορικού ρόλου», σημειώνει ο Λίελ.
Πηγή: skai.gr