Οι διαπραγματεύσεις του Ντόναλντ Τραμπ με τον Βλαντίμιρ Πούτιν για την Ουκρανία σκοντάφτουν σε αντικρουόμενες θέσεις, με τη Μόσχα να ζητά συμμετοχή στις εγγυήσεις ασφαλείας και την Ουάσιγκτον να παλινδρομεί ανάμεσα στον ρόλο του μεσολαβητή και του εγγυητή της ουκρανικής ανεξαρτησίας.
«Δεν πρόκειται να γίνει τίποτα», είπε ο Αμερικανός πρόεδρος σε δημοσιογράφους στο Air Force One στα μέσα Μαΐου, «μέχρι να συναντηθώ με τον Πούτιν».
Ο Τραμπ υποστήριζε ότι, για ένα τόσο ακανθώδες ζήτημα όσο ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία, η μόνη λύση ήταν μια συνάντηση κορυφής, όπου οι ηγέτες των δύο υπερδυνάμεων θα μπορούσαν να κάνουν συμφωνίες, να συγκρουστούν αν χρειαστεί και να βρουν λύση.
Τώρα, εννέα ημέρες μετά τη συνάντηση που πραγματοποιήθηκε σε αμερικανική αεροπορική βάση στο Άνκορατζ, όλα δείχνουν ότι δεν υπάρχει περαιτέρω πρόοδος, σημειώνουν σε ανάλυσή τους οι New York Times. Ο Τραμπ είχε αφήσει να εννοηθεί ότι ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν και ο Ουκρανός ομόλογός του, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, θα είχαν κατ’ ιδίαν συνομιλίες και στη συνέχεια θα ακολουθούσε τριμερής συνάντηση με τη συμμετοχή του ιδίου. Καμία από τις δύο συναντήσεις δεν έχει προγραμματιστεί. «Η ατζέντα δεν είναι καθόλου έτοιμη», δήλωσε την Κυριακή στο NBC ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ.
Κι ενώ ο Τραμπ διαβεβαίωνε τους Ευρωπαίους ηγέτες ότι ο Πούτιν είχε συμφωνήσει να επιτρέψει την ανάπτυξη ειρηνευτικής δύναμης στην Ουκρανία, ως τα μέσα της εβδομάδας οι Ρώσοι περιγράφουν ένα εντελώς διαφορετικό σχήμα: ένα πλαίσιο στο οποίο η ίδια η Ρωσία θα συμμετέχει στις εγγυήσεις ασφαλείας για τη χώρα που εισέβαλε τον Φεβρουάριο του 2022. Αν υπήρξε ποτέ κλασικό παράδειγμα του «λύκου που φυλάει τα πρόβατα», αυτό είναι το πιο χαρακτηριστικό.
Όλα αυτά είναι ενδεικτικά της στρατηγικής ασυνέπειας των τελευταίων περίπου δέκα ημερών. Κάποιες φορές ο Τραμπ παρουσιάζεται ως μεσολαβητής, κάποιος, δηλαδή, που μπορεί να χρησιμοποιήσει την επιρροή του για να αποσπάσει παραχωρήσεις από τον Πούτιν και στη συνέχεια να πείσει τον Ζελένσκι να παραχωρήσει εδάφη ώστε να υπάρξει συμφωνία. Άλλες φορές, εμφανίζεται ως σύμμαχος της Ουκρανίας, υποσχόμενος να τη βοηθήσει με τις εγγυήσεις ασφαλείας για την αποτροπή μελλοντικών ρωσικών επιθέσεων. Την περασμένη εβδομάδα έγραψε σε ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι η Ουκρανία «δεν έχει καμία πιθανότητα να νικήσει» χωρίς να της επιτραπεί να πλήξει βαθιά μέσα στη Ρωσία, κατηγορώντας τον προκάτοχό του, Τζο Μπάιντεν, ότι δεν επέτρεψε στην Ουκρανία «να αντεπιτεθεί, μόνο να αμύνεται».
Αφού δήλωσε στο Άνκορατζ ότι ο Πούτιν θέλει ειρήνη, τώρα παραδέχεται πως έχει αμφιβολίες και λέει ότι θα καταλήξει στο ποια πλευρά ευθύνεται για μια πιθανή αποτυχία. «Θα ξέρετε προς ποια κατεύθυνση θα πάω, γιατί θα πάω οπωσδήποτε στη μία ή στην άλλη», είπε σε δημοσιογράφους την Παρασκευή.
Για τον Τραμπ, η συνέπεια έχει λιγότερη σημασία από το κύρος της διπλωματίας μεταξύ ηγετών. Και δεν είναι ο μόνος πρόεδρος που πιστεύει ότι η προσωπική του πειθώ είναι το βασικό συστατικό της επιτυχίας στην αμερικανική εξωτερική πολιτική και στον τερματισμό πολέμων. Ο Θίοντορ Ρούζβελτ ήταν πεπεισμένος για το ίδιο και μεσολάβησε για τον τερματισμό του ρωσοϊαπωνικού πολέμου πριν από 120 χρόνια. Η σύγκρουση εκείνη έληξε με την υπογραφή της Συνθήκης του Πόρτσμουθ σε αμερικανικό έδαφος και χάρισε στον Ρούζβελτ το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης. Ο Τραμπ δεν έχει κρύψει ότι επιδιώκει το ίδιος αποτέλεσμα.
Ωστόσο, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, αυτή η διαπραγμάτευση με τη Ρωσία δεν ακολουθεί το μοντέλο Ρούζβελτ. Αντίθετα, η συνάντηση του Τραμπ με τον Πούτιν στο Άνκορατζ αρχίζει να θυμίζει τη διπλωματία πρόσωπο με πρόσωπο που είχε ασκήσει πριν από επτά χρόνια με τον Κιμ Γιονγκ Ουν της Βόρειας Κορέας: φιλική, γεμάτη χειραψίες και στιγμιότυπα για την τηλεόραση, αλλά χωρίς πρόοδο. Το αποτέλεσμα ήταν η Βόρεια Κορέα ναμην παραδώσει ούτε ένα πυρηνικό όπλο, ενώ έκτοτε έχει επεκτείνει θεαματικά το πυρηνικό της οπλοστάσιο.
«Ο Τραμπ προσήλθε σε αυτή τη συνάντηση με μια σχετικά ενιαία δυτική θέση, που έλεγε ότι πρώτα πρέπει να υπάρξει κατάπαυση του πυρός», δήλωσε ο Ίβο Ντάαλντερ, πρώην Αμερικανός πρεσβευτής στο ΝΑΤΟ, ο οποίοςσυμμετέχει στο Belfer Center for Science and International Affairs στο Χάρβαρντ. «Έπειτα, συναντώνται τελικά, ο Τραμπ εγκαταλείπει αυτή τη θέση και βάζει αυτογκόλ».
«Είπε ότι δεν θα ήταν ικανοποιημένος αν δεν υπήρχε κατάπαυση του πυρός, ότι θα υπήρχαν σοβαρές συνέπειες και δεν υπήρξε καμία», πρόσθεσε.
Αμέσως μετά ο Τραμπ έγραψε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι στόχος του ήταν να «πάει κατευθείαν σε μια ειρηνευτική συμφωνία», η οποία θα έβαζε τέλος στον πόλεμο, επειδή οι εκεχειρίες συχνά δεν αντέχουν.
Ο Τραμπ δηλώνει τώρα ότι θα ξέρει μέσα σε δύο εβδομάδες αν ο Πούτιν αντιμετωπίζει σοβαρά την ειρηνευτική προσπάθεια, δίνοντάς του το ίδιο χρονικό περιθώριο που είχε δώσει στον Ρώσο ηγέτη πριν από μερικούς μήνες για να σταματήσει τις εχθροπραξίες, προθεσμία την οποία στη συνέχεια αγνόησε.
Στην περίπτωση της Ουκρανίας, ωστόσο, ο Τραμπ αφήνει πάντα ανοιχτό ένα «παράθυρο διαφυγής», λέγοντας ότι ίσως να μην υπάρξει ειρήνη και ότι ίσως οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει απλώς να αποσυρθούν και να αφήσουν τους Ουκρανούς και τους Ρώσους να πολεμήσουν μεταξύ τους. Το να «νίπτει τας χείρας του» για τη σύγκρουση, δηλώνοντας ότι μπορεί να φέρει τον Πούτιν και τον Ζελένσκι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων αλλά δεν μπορεί να τους αναγκάσει να συμφωνήσουν, του προσφέρει μια διέξοδο σε περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις καταρρεύσουν.
Αυτό όμως δημιουργεί μια μεγάλη ασυμφωνία, μια αβεβαιότητα σχετικά με τον ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών σε αυτή την προσπάθεια. Κάποιες φορές ο Τραμπ και ο αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς ακούγονται σαν ουδέτεροι μεσολαβητές που προσπαθούν απλώς να φέρουν τις δύο πλευρές στο τραπέζι, όπως είχε κάνει ο Ρούζβελτ, και κάποιες φορές δίνουν την εντύπωση ότι οι ΗΠΑ έχουν ισχυρά εθνικά συμφέροντα στο να διασφαλίσουν ότι η Ουκρανία θα παραμείνει ελεύθερο, ανεξάρτητο κράτος.
Την περασμένη εβδομάδα, ο Τραμπ ακολούθησε τη δεύτερη προσέγγιση. Δήλωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα συνεργάζονταν με τους Ευρωπαίους ηγέτες για να αναπτύξουν εγγυήσεις ασφαλείας προς την Ουκρανία, αν και έσπευσε να προσθέσει, σε συνεντεύξεις του, ότι δεν θα στείλει αμερικανικά στρατεύματα στο έδαφος. Είπε ότι, αν τελικά υπήρχαν στρατεύματα, αυτά πιθανότατα θα προέρχονταν από «μερικές» χώρες, ανάμεσά τους η Βρετανία, η Γαλλία και η Γερμανία, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες ίσως παρείχαν πληροφορίες και αεροπορική υποστήριξη.
Ωστόσο, οι εγγυήσεις ασφαλείας ουσιαστικά σημαίνουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεσμεύονται να υπερασπιστούν την Ουκρανία σε περίπτωση νέας ρωσικής επίθεσης, ακόμη κι αν η χώρα δεν είναι μέλος του ΝΑΤΟ, μια κίνηση στην οποία αντιτίθεται ο Τραμπ, όπως και ο Μπάιντεν.
Ο Μπάιντεν υπενθύμιζε τακτικά στον κόσμο ότι η εισβολή στην Ουκρανία ήταν παράνομη και ότι, αν ο Πούτιν πετύχαινε στην Ουκρανία, θα ήταν απλώς ζήτημα χρόνου να προσπαθήσει να πλήξει και κάποιο μέλος του ΝΑΤΟ. Τα υπουργεία Δικαιοσύνης και Εξωτερικών των ΗΠΑ συγκέντρωναν αποδείξεις για εγκλήματα πολέμου, για μελλοντικές δίκες. Ο Τραμπ, αντίθετα, θολώνει τις ευθύνες για τον πόλεμο και έχει διαλύσει τους φορείς που παρακολουθούσαν τις θηριωδίες του πολέμου.
Εύλογα, οι Ουκρανοί είναι καχύποπτοι: το 1994 υπέγραψαν το Μνημόνιο της Βουδαπέστης, στο οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Βρετανία και η Ρωσία προσέφεραν ασαφείς εγγυήσεις ασφαλείας, με αντάλλαγμα την εγκατάλειψη των πυρηνικών όπλων που είχαν απομείνει στο ουκρανικό έδαφος μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.
Ο Τραμπ δήλωσε στο Άνκορατζ ότι ο Πούτιν είχε κατανοήσει και αποδεχθεί τις δυτικές εγγυήσεις ασφαλείας για την Ουκρανία. Όμως, μέχρι τα τέλη της περασμένης εβδομάδας, οι Ρώσοι προσέθεσαν τον όρο ότι έπρεπε να συμμετέχουν οι ίδιοι στη δύναμη ασφαλείας, ενώ διαμήνυσαν ότι καμία χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ δεν μπορεί να διατηρεί στρατεύματα στην Ουκρανία.
Στην εκπομπή “Meet the Press” του NBC την Κυριακή, ο Βανς απέφυγε να απαντήσει ευθέως στο ερώτημα αν η Ρωσία θα μπορούσε να παίξει έναν τέτοιο ρόλο, λέγοντας ότι «το δούναι και λαβείν είναι μέρος της διαπραγμάτευσης». Υποστήριξε επίσης ότι η κυβέρνηση Τραμπ είχε «ασκήσει μεγαλύτερη οικονομική πίεση στους Ρώσους για να σταματήσουν τον πόλεμο απ’ ό,τι ο Μπάιντεν μέσα σε τρία χρόνια», ισχυρισμός που οι συνεργάτες του Μπάιντεν θα αμφισβητούσαν, δεδομένων των εκτεταμένων κυρώσεων στο εμπόριο, τις τράπεζες, τα χρηματοοικονομικά και άλλους τομείς που επέβαλαν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους μετά την εισβολή.
«Ή θα καταφέρουμε τελικά να πετύχουμε ή θα χτυπήσουμε σε τοίχο», κατέληξε ο Βανς, παρουσιάζοντας ξανά την Ουάσινγκτον ως μεσολαβητή. Ως γερουσιαστής, ο Βανς υποστήριζε συχνά ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έπρεπε να αποτραβηχτούν από τη στήριξη της Ουκρανίας, αφού δεν υπήρχε άμεσο εθνικό συμφέρον για το αποτέλεσμα.
Ο Ίβο Ντάαλντερ δήλωσε ότι η κυβέρνηση Τραμπ «ουσιαστικά παρερμηνεύει» τη σύγκρουση. «Ο Τραμπ πιστεύει ότι η σύγκρουση αφορά το έδαφος», είπε. «Για τους Ρώσους, όμως, έχει να κάνει με την ταυτότητα και με το εάν η Ουκρανία θα ενταχθεί στη Δύση ή θα παραμείνει ουσιαστικά υπό ρωσικό έλεγχο».