Η Ευρωπαϊκή Ένωση δηλώνει πως εξασφάλισε την καλύτερη δυνατή εμπορική συμφωνία με την Ουάσιγκτον — ακόμη κι αν το Παρίσι και άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες δεν την αποδέχονται.
Όπως αναφέρει το Politico, μια ύστατη προσπάθεια να αποτρέψει την απειλή του Ντόναλντ Τραμπ να αυξήσει τους δασμούς στα περισσότερα ευρωπαϊκά προϊόντα στο 30% από την 1η Αυγούστου, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν πέταξε την Κυριακή στο θέρετρο γκολφ του Τραμπ στο Τέρνμπερι της Σκωτίας και μέσα σε περίπου μία ώρα «κλείδωσε» μια προκαταρκτική συμφωνία.
«Πρόκειται ξεκάθαρα για την καλύτερη συμφωνία που θα μπορούσαμε να πετύχουμε υπό πολύ δύσκολες συνθήκες», δήλωσε τη Δευτέρα ο επίτροπος Εμπορίου Μάρος Σέφτσοβιτς.
Η συμφωνία, που προβλέπει δασμό 15% στις περισσότερες εισαγωγές από την ΕΕ, «σώζει τις εμπορικές ροές, σώζει θέσεις εργασίας στην Ευρώπη» και «ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στις σχέσεις ΕΕ-ΗΠΑ», δήλωσε στους δημοσιογράφους.
«Δεν αφορά μόνο το εμπόριο: αφορά την ασφάλεια, την Ουκρανία, τη γεωπολιτική αστάθεια», πρόσθεσε ο Σέφτσοβιτς, υποδεικνύοντας πως η διασφάλιση της συνέχισης της αμερικανικής στρατιωτικής στήριξης στην Ουκρανία και στο ΝΑΤΟ αποτέλεσε κεντρικό στοιχείο των διαπραγματεύσεων — και ώθησε τις Βρυξέλλες να προχωρήσουν στη συμφωνία.
Ωστόσο, αν και η ηγεσία της ΕΕ χαιρέτισε ως επιτυχία το γεγονός και μόνο ότι επιτεύχθηκε συμφωνία, αυτό δεν ήταν αρκετό για ορισμένα ευρωπαϊκά «βαριά χαρτιά» όπως η Γαλλία, αλλά και για βιομηχανικούς φορείς, που κατηγόρησαν τις Βρυξέλλες πως υποχώρησαν πολύ εύκολα στις απαιτήσεις του Τραμπ.
Σε αντίθεση με τον Γερμανό καγκελάριο Φρίντριχ Μερτς και την Ιταλίδα πρωθυπουργό Τζόρτζια Μελόνι, που έσπευσαν να χαιρετίσουν τη συμφωνία, ο πρόεδρος της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν παρέμεινε σιωπηλός.
Μάλιστα, ο πρωθυπουργός του Φρανσουά Μπαϊρού χαρακτήρισε τη συμφωνία «πράξη υποταγής» προς την Ουάσιγκτον.
Ο κύριος βιομηχανικός σύνδεσμος της Γερμανίας, BDI, έκανε λόγο για ένα «μοιραίο μήνυμα» σχετικά με το μέλλον του διατλαντικού εμπορίου.
Στη Γαλλία, ο σύνδεσμος μεγάλων επιχειρήσεων Medef δήλωσε πως το αποτέλεσμα αποδεικνύει ότι η ΕΕ εξακολουθεί να δυσκολεύεται να κερδίσει σεβασμό, ενώ η συνομοσπονδία μικρομεσαίων επιχειρήσεων χαρακτήρισε τη συμφωνία «καταστροφική».
«Το δίδαγμα αυτής της συμφωνίας: είμαστε ένας οικονομικός γίγαντας, αλλά πολιτικός νάνος», δήλωσε η Βαλερί Χέγερ, επικεφαλής της φιλελεύθερης ομάδας Renew στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, προσθέτοντας τη φωνή της στη γαλλική πολιτική αποδοκιμασία.
«Ό,τι καλύτερο μπορούσαμε;»
«Έπρεπε να σηκώσουμε μεγάλο βάρος», δήλωσε η φον ντερ Λάιεν μετά τη συνάντησή της με τον Τραμπ. «Αλλά τα καταφέραμε».
Ναι, η ΕΕ τα κατάφερε — αλλά με σημαντικό πολιτικό και οικονομικό τίμημα που κάποιοι θεωρούν υπερβολικά υψηλό, σχολιάζει το Politico.
«Ο Τραμπ νίκησε, δεν υπάρχει αμφιβολία», δήλωσε στο Politico ο Μπερντ Λάνγκε, Γερμανός Σοσιαλδημοκράτης και πρόεδρος της επιτροπής εμπορίου του Ευρωκοινοβουλίου.
Στο πλαίσιο της συμφωνίας, οι Βρυξέλλες δέχθηκαν όχι μόνο να μειώσουν στο μηδέν τους δασμούς για ορισμένες αμερικανικές εισαγωγές όπως τα αυτοκίνητα, αλλά και να αγοράσουν ενέργεια αξίας 750 δισ. δολαρίων και να επενδύσουν επιπλέον 600 δισ. δολάρια στις ΗΠΑ πέραν των προβλεπόμενων.
Επιπλέον, η προκαταρκτική συμφωνία — που δεν είναι νομικά δεσμευτική και θα πρέπει να επισημοποιηθεί με κοινή δήλωση πριν την 1η Αυγούστου — αφήνει ανοιχτά πολλά σημεία, δίνοντας στον Τραμπ περιθώριο να αλλάξει γνώμη αργότερα.
Η Επιτροπή έλαβε διαβεβαιώσεις ότι τομείς που βρίσκονται υπό εξέταση στις ΗΠΑ, όπως τα φαρμακευτικά και τα ημιαγωγά, δεν θα υπερβούν το 15% σε δασμούς. Όμως δεν υπάρχει νομική εγγύηση γι’ αυτό.
Ο χάλυβας και το αλουμίνιο θα παραμείνουν υπό καθεστώς δασμών 50%, καθώς οι δύο πλευρές δεσμεύθηκαν να συνεργαστούν για την αντιμετώπιση της παγκόσμιας υπερπροσφοράς.
Ο Ντέιβιντ Κλάιμαν, ανώτερος αναλυτής εμπορίου στο think tank ODI στις Βρυξέλλες, χαρακτήρισε τη συμφωνία «ξεκάθαρη πολιτική ήττα για την ΕΕ».
«Η εικόνα μιας προέδρου της Επιτροπής να παραδίδεται σε έναν πρόεδρο Τραμπ ίσως έχει μακροχρόνιες συνέπειες στην ταύτιση των πολιτών της Ένωσης με το υπερεθνικό εγχείρημα», πρόσθεσε.
«Χωρίς το όπλο στο τραπέζι»
Καθ’ όλη τη διάρκεια των μακρών διαπραγματεύσεων, η Γαλλία κατηγορούσε την Επιτροπή για αδυναμία και καλούσε τις Βρυξέλλες να χρησιμοποιήσουν πιο σκληρά εμπορικά «όπλα», όπως το Αντι-Εξαναγκαστικό Εργαλείο (Anti-Coercion Instrument).
Η Επιτροπή έλαβε έγκριση από τα κράτη-μέλη να ετοιμάσει αντίμετρα με δασμούς σε αμερικανικά προϊόντα αξίας σχεδόν 100 δισ. ευρώ και να εξετάσει τη χρήση του εν λόγω εργαλείου — που θα μπορούσε να πλήξει υπηρεσίες ή την πρόσβαση σε δημόσιους διαγωνισμούς.
Όμως δεν έκανε ποτέ χρήση αυτών των εργαλείων, ακόμη και όταν ο Τραμπ κλιμάκωσε την ένταση στις αρχές του μήνα απειλώντας με δασμούς αν δεν επιτευχθεί συμφωνία μέχρι την 1η Αυγούστου.
Οι χώρες της ΕΕ απέφυγαν επανειλημμένα να δώσουν στην Επιτροπή εντολή για σκληρότερη στάση.
«Δεν υπήρξε ενιαίο μέτωπο από τα κράτη-μέλη που να ζητά σύγκρουση τις τελευταίες ημέρες», δήλωσε η Ελβίρ Φαμπρί, ειδικός σε θέματα εμπορίου στο Ινστιτούτο Ζακ Ντελόρ στο Παρίσι. Γι’ αυτό και η Επιτροπή δεν μπορούσε να προχωρήσει πέρα από τις απειλές.
Όπως παραδέχτηκε ο Σέφτσοβιτς, οι Βρυξέλλες πρέπει να σκεφτούν πολύ προσεκτικά πριν ξεκινήσουν έναν πλήρη εμπορικό πόλεμο με έναν σύμμαχο από τον οποίο εξαρτώνται για την ασφάλεια και την ενέργεια.
«Υπάρχει εξάρτηση από τις αμερικανικές εγγυήσεις ασφάλειας για την Ουκρανία και ενεργειακή εξάρτηση, που περιορίζουν την ικανότητα της ΕΕ να αντιπαρατεθεί με τις ΗΠΑ», σημείωσε η Φαμπρί.