Επανάσταση 1821: Ο «φιρμανλής» (προδότης) Αλί Πασάς

 
Επανάσταση 1821: Ο «φιρμανλής» (προδότης) Αλί Πασάς

Ενημερώθηκε: 21/03/17 - 12:59

Στη διαταγή με την οποία κηρύσσει τον Αλί Πασά «φιρμανλή», δηλαδή προδότη, ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β', μεταξύ άλλων γράφει: «... τον κηρύσσω προδότη, διότι έδωσε πολλά λεφτά στους εχθρούς μου, τους Πελοποννησίους...».

Ο Αλί Πασάς στο σαντζάκι των Ιωαννίνων, ο λήσταρχος Τουρκαλβανός που έγινε Βεζίρης, οξύνους και πολιτικό ον, αμφιλεγόμενη προσωπικότητα για ορισμένους, ο «μουσουλμάνος Βοναπάρτης», όπως τον ονόμασε ο Μπάιρον, έστω και άθελα του βοήθησε την Επανάσταση του 1821.

Ο πρώην δήμαρχος Ιωαννίνων, αρχιτέκτονας Αναστάσιος Παπασταύρος ο οποίος επί δεκαετίες ασχολείται με την ιστορική έρευνα, γύρω από τον «λήσταρχο που έγινε ηγεμόνας», είναι αποκαλυπτικός για τον ρόλο που διαδραμάτισε ο Αλί Πασάς στον Αγώνα των σκλαβωμένων Ελλήνων.

«Υπάρχουν δυο λόγοι, από τους οποίους προκύπτει πως ο Αλί Πασάς, βοήθησε την Επανάσταση έστω και άθελα του. Ο ένας ήταν, ότι στα Γιάννενα, στην σχολή Ιππικού στο Σουφαρί Σεράι, «σπούδασαν», οι οπλαρχηγοί του Αγώνα. Και ο δεύτερος, κρατούσε τα τουρκικά στρατεύματα μακριά από την Πελοπόννησο, με αποτέλεσμα να βρουν πρόσφορο έδαφος οι Έλληνες και να κηρυχτεί η Επανάσταση», τόνισε ο κ. Παπασταύρος, μιλώντας στο Αθηναϊκό - Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.

Σύμφωνα με τον ίδιο ο Αλί Πασάς είχε απόλυτη ανεξαρτησία από την Πύλη .

«Είναι χαρακτηριστικό το ότι, ενώ ο τίτλος του Βεζίρη, κάθε χρόνο ανανεωνόταν για όλους οι οποίοι τον κατείχαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, για το πασαλίκι των Ιωαννίνων, ούτε ζήτησε ούτε του έστειλαν αναγνώριση. Είχε τον τίτλο defacto.

Στο μυαλό του, στριφογύριζε η ιδέα να δημιουργήσει ένα κράτος ανεξάρτητο από την Πύλη, στο οποίο όμως θα είχαν ρόλο και πολλοί Έλληνες. Επειδή ήταν οξύνους και πολιτικό όν, γνώριζε πως μόνο σε αυτούς, μπορεί να στηριχτεί», λέει και προσθέτει: «Πρόκειται για τον Κωλέτη, τον μετέπειτα πρωθυπουργό, τον έμπιστό του τραπεζίτη στην Κωνσταντινούπολη Μαρίνογλου. Το δεξί του χέρι, Θανάση Βάγια. Τους ευεργέτες που έστελναν χρήματα στα Γιάννενα, τα οποία θεωρούσε ιερά και πήγαιναν σε αγαθοεργίες και αν τα πείραζε κάποιος, «τον έτρωγε το μαύρο φίδι», όπως έλεγε».

Ο Αλί Πασάς, είχε βεβαίως δίπλα του, τους οπλαρχηγούς, οι οποίοι «σπούδασαν» στη Σχολή Ιππικού που είχε στο Σουφαρί Σεράι, και σώζεται μέχρι και σήμερα.

Οι οπλαρχηγοί αυτοί, ήταν οι αρχηγοί, της Ελληνικής μετέπειτα Επαναστάσεως. Τους είχε στην Αυλή του και στον Στρατό του. Τους είχε εκπαιδεύσει και τους είχε έμμισθους. Ο Αθανάσιος Διάκος, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Μάρκος Μπότσαρης, ο Δυοβουνιώτης, ο Μπακόλας, ο Λάμπρος Τζαβέλας, ο Φώτος Τζαβέλας.

«Επιπλέον ο Βεζίρης είχε διασυνδέσεις με το εξωτερικό, επικοινωνούσε με τον Ναπολέοντα, ο οποίος του πρότεινε να τον κάνει βασιλιά της Ηπείρου, αλλά αυτός δεν θέλησε, γιατί γνώριζε πως ο Γάλλος αυτοκράτορας κάποια στιγμή θα τον καρατομούσε», λέει στο Πρακτορείο ο κ. Παπασταύρος.

Και συνεχίζει: «Δυστυχώς έκανε ένα λάθος. Έστειλε δύο δικούς του εκτελεστές από τα Γιάννενα, να σκοτώσουν στην Κωνσταντινούπολη, έναν Γιαννιώτη Τούρκο, που ήταν αντίπαλός του και τον κατηγορούσε στον Σουλτάνο. Απέτυχε η απόπειρα, ο ένας από τους δύο συνελήφθη και μαρτύρησε, με αποτέλεσμα πλέον να βρει την ευκαιρία ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β' να τον κηρύξει «φιρμανλή», δηλαδή προδότη και διέταξε αμέσως να του στείλουν το κεφάλι του.

Ο Σουλτάνος, έστειλε στα Γιάννενα, τον παλιό οπλαρχηγό του Αλί, τον Χουρσίτ Πασά με 60.000 άνδρες, αφού ξεγύμνωσε την Πελοπόννησο, από στρατεύματα. Η πολιορκία των Ιωαννίνων άρχισε τον Μάιο του 1820.

Η Φιλική Εταιρεία, βρήκε την ευκαιρία και κήρυξε την Επανάσταση. Δεν υπήρχε στρατός τουρκικός στον Μοριά και όλα τα κατέλαβαν αμαχητί οι Έλληνες.

Η πολιορκία από τον Χουρσίτ διήρκεσε 18 μήνες. Ο Κολοκοτρώνης, κατάλαβε την έδρα της Τουρκικής Διοικήσεως του Χουρσίτ την Τρίπολη.

Ο Αλί Πασάς χρηματοδοτούσε τη Φιλική Εταιρεία με το σκεπτικό, να δυναμώσει την Επανάσταση, να συντριβεί ο Σουλτάνος και να γίνει εκείνος ηγεμόνας στην Ήπειρο και την υπόλοιπη Ελλάδα. Η προσωπική του φιλοδοξία βόλευε τους Έλληνες.

Είναι χαρακτηριστικό, ότι στην διαταγή που έβγαλε ο Μαχμούτ ο Β', γράφει μεταξύ άλλων πως, «... τον κηρύσσω προδότη διότι έδωσε πολλά λεφτά στους εχθρούς μου τους Πελοποννησίους...».

Οι σύμβουλοι του Αλί Πάσα, όταν ο κλοιός έσφιγγε γύρω του, τού είπαν να βαπτιστεί Χριστιανός, προκειμένου να έχει την εύνοια των Ελλήνων και να του σταθούν στον πόλεμο, αλλά όπως λέει ο πρώην δήμαρχος Ιωαννίνων: «Εκείνος προβληματίστηκε και απάντησε ότι: Θα κερδίσουμε τους Έλληνες και θα χάσουμε τους Αλβανούς που είναι καλοί πολεμιστές, δεν πρέπει να χάσουμε κανέναν. Πολλοί υποστηρίζουν, εγώ δεν το είδα πουθενά γραμμένο, πως είχε ψευδώνυμο στην Φιλική Εταιρεία. Για να μην τον προδώσουν, είχε το ψευδώνυμο Αλέξανδρος και επικοινωνούσε με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό».

Ο Βεζίρης των Ιωαννίνων, σταμάτησε επίσης την κάθοδο του Δράμαλη στην Θεσσαλία, με τον Αθανάσιο Διάκο στην Αλαμάνα και στη Ρούμελη και με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο στο χάνι της Γραβιάς. Ο Διάκος ήταν υπαρχηγός του Ανδρούτσου.

Ο Αλί Πασάς, γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα χωριό έξω από το Τεπελένι. Ο πατέρας του ήταν ένας ασήμαντος αγάς, ενώ η μητέρα του Αλί ήταν η Αλβανοτουρκάλα Χάμκω από την Κόνιτσα με ελληνική κουλτούρα. Ο παππούς του, σκοτώθηκε το 1716, στην πολιορκία της Κέρκυρας.

Η κύρια γλώσσα του ήταν η Ελληνική. Τουρκικά δεν γνώριζε, ωστόσο μητρική του γλώσσα, ήταν τα Αλβανικά, όμως την εποχή εκείνη, δεν υπήρχε γραφή. Τα Αλβανικά έγιναν γραφόμενη γλώσσα το 1868 από το ένα «Συμβούλιο Σοφών» Ελλήνων που συνήλθε στην Κορυτσά και έκαναν το Αλβανικό αλφάβητο.

Ο Βεζίρης του Αργυροκάστρου, του ανέθεσε να επιτηρεί τις διαβάσεις από την Ήπειρο προς την Θεσσαλία, επειδή ήταν λήσταρχος και του πρότεινε να δουλεύει έμμισθα για εκείνον.

Σιγά- σιγά όμως, απέκτησε μεγάλη δύναμη, δημιούργησε καλούς «κατσαπλιάδες», τους οποίους βοηθούσε. Κάποια στιγμή που τα Γιάννενα σπαρασσόταν από έριδες Τούρκων, βρήκε την ευκαιρία με λευκό γάμο να μπει στην καστροπολιτεία.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Κ.Καραμανλής: Το φως στο τέλος πάντα νικάει το σκοτάδι

Μέτρα 3,6 δισ. ευρώ για την επιστροφή των δανειστών

Βατοπαίδι: Σκευωρία και με δικαστική βούλα

Η Επανάσταση του 1821: Πώς φτάσαμε να γιορτάζουμε την επέτειο