Ένας χρόνος συμπληρώνεται σήμερα (9/6) από την δολοφονία της 11χρονης Βασιλικής στην Ηλεία, από τον 37χρονο θείο της, Σπύρο Σπυρόπουλο, που της στέρησε με τόσο βίαιο τρόπο την ζωή, επειδή αρνήθηκε να υποκύψει στις αρρωστημένες σεξουαλικές ορέξεις του.
Η φρικιαστική υπόθεση, συγκλόνισε το πανελλήνιο, αφού της κάρφωσε ένα κατσαβίδι στον λαιμό και στη συνέχεια παράτησε σε ένα χωράφι το άψυχο κορμάκι της, με την θλίψη των συγγενών της να μετατρέπεται πολύ σύντομα σε οργή, όσο αποκαλύπτονταν όλο και περισσότερα στοιχεία για το αποτρόπαιο έγκλημα.
«Ζω αλλά είμαι πεθαμένη» επαναλαμβάνει η μητέρα της 11χρονης, κα Ιουλία, μιλώντας στο enikos.gr. Η ίδια γέννησε την Βασιλική όταν ήταν 16 ετών, και ήταν περήφανη που κατάφερε να στέκεται δίπλα της σαν βράχος. Ουσιαστικά, «ένα κοριτσάκι μεγάλωσε ένα παιδί», όπως λέει. Το δέσιμο ανάμεσά τους, ήταν μοναδικό, και ο συναισθηματικός δεσμός βασιζόταν μόνο στην αγάπη, την προστασία και την φροντίδα. Όλα αυτά όμως γκρεμίστηκαν μέσα σε μία στιγμή, αφού η -αρχική- εξαφάνιση του παιδιού, κατέληξε στο πιο φρικτό σενάριο που δεν το χωρά ανθρώπινος νους.

«Θέλω να τον σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια»
Για την εξαφάνιση του παιδιού είχε βγει ανακοίνωση από το Χαμόγελο του Παιδιού και είχε εκδοθεί Amber Alert, στην οποία αναφερόταν πως τα ίχνη της 11χρονης είχαν χαθεί από τις 21:10 το βράδυ, στις 9 Ιουνίου του 2024.
Ο αδίστακτος δολοφόνος Σπύρος Σπυρόπουλος, την είχε προσεγγίσει δήθεν για να την ευχαριστήσει, επειδή του είχε πλύνει το αυτοκίνητο, και της ζήτησε να συναντηθούν ώστε να την κεράσει αναψυκτικά και γλυκά και να πάνε βόλτα με το αυτοκίνητό του. Αργά το απόγευμα το παιδί έφυγε από το σπίτι του, στην Μυρτιά Ηλείας, για να πάει στον παππού του.

Στην πλατεία του χωριού, όπως φαίνεται και από το βιντεοληπτικό υλικό που έχουν στα χέρια τους οι αστυνομικοί, το 11χρονο κοριτσάκι περίμενε τον θείο, ο οποίος στάθμευσε το αυτοκίνητο και στη συνέχεια μπήκε σε ένα μίνι μάρκετ μαζί με την ανήλικη. Ο 37χρονος, μετά την ομολογία του, υπέδειξε και το σημείο, ανάμεσα στα Λεχαινά και την Αρετή, στην θέση Καταρράχι, όπου είχε πετάξει το άψυχο κορμάκι του παιδιού.
Η μητέρα της 11χρονης τονίζει πως μέχρι και σήμερα δεν έχει καμία απολύτως επικοινωνία με τον δολοφόνο της κόρης της, και ο μοναδικός τρόπος για να νιώσει ότι θα δικαιωθεί η ψυχή του παιδιού της, είναι να «τον σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια». Το γεγονός που είχε σοκάρει περισσότερο την κοινή γνώμη, ήταν ότι η Βασιλική έφερε αμυντικά τραύματα και αμυχές στο σώμα της, κάτι που σημαίνει ότι πάλεψε μέχρι και το τελευταίο δευτερόλεπτο για την ζωή της, όσο βρισκόταν πρόσωπο με πρόσωπο με τον θείο της.
Σύμφωνα με την ιατροδικαστική εξέταση, η Βασιλική έφερε τραύματα από το κατσαβίδι με το οποίο την χτύπησε ο δράστης. Από αυτά το ένα αποδείχτηκε μοιραίο αφού έπληξε ζωτικά της όργανα και την οδήγησε στο θάνατο. Συγκεκριμένα έφερε τραύμα στην καρδιά και την σπλήνα.

Η κυνική ομολογία του 37χρονου
Η κατάθεσή του 37χρονου στους αστυνομικούς είχε προκαλέσει σοκ, οργή και αποτροπιασμό. Όπως είπε, ο καταδικασμένος για βιασμό ενός άλλου 14 κοριτσιού το 2017, το μεσημέρι της Κυριακής (09/6), βρισκόταν στο κέντρο του χωριού Μυρτιά Ηλείας και σταμάτησε με το αυτοκίνητό του στον φούρνο. Τότε, τυχαία, είδε την 11χρονη Βασιλική, η οποία τον ρώτησε «πότε θα πάμε για μπάνιο, όλοι μαζί, με τα παιδιά σου;» και εκείνος της απάντησε πως θα πάνε όποια μέρα σχολάσει νωρίς από την δουλειά του.
Εκείνη την στιγμή, όπως λέει ο καθ’ ομολογίαν δολοφόνος της Βασιλικής, «δεν ξέρω πώς μου ήρθε και της είπα να περάσω να την πάρω το βραδάκι και να πάμε μία βόλτα. Αυτή δέχτηκε, και κανονίσαμε να πάω κατά τις 20:00». Πράγματι, πήγε από το σπίτι της περίπου στις 20:20 και έκατσε μαζί με την 11χρονη και την μητέρα της. «Η 11χρονη μου έπλυνε το αυτοκίνητο και μετά έφυγα περίπου στις 21:30. Όταν έφυγα εγώ, έφυγε και εκείνη από το σπίτι της, και όπως είχαμε κανονίσει θα βρισκόμασταν λίγο έξω από το χωριό για να μην μας δουν».
Ο δολοφόνος της 11χρονης, πήγε με το αυτοκίνητό του και την περίμενε έξω από το χωριό, στο δρόμο προς Χανάκια. Όπως αναφέρεται στην κατάθεσή του, μετά από λίγη ώρα, έφτασε και η Βασιλική, μπήκε στο αυτοκίνητο, «με την θέλησή της και ξεκινήσαμε να πάμε βόλτα». Πρώτα, πήγαν από το σούπερ μάρκετ στον Πύργο, και έβγαλε λεφτά ο δράστης, έπειτα πήγαν σε βενζινάδικο, πέρασαν από τον Άγιο Ιωάννη και πήραν να πιούνε από το περίπτερο ενεργειακά ποτά και στη συνέχεια έφυγαν και πήγαν προς Λεχαινά.
«Η Βασιλική με ρώτησε πού πάμε, και εγώ της είπα πάμε βόλτα. Όταν φτάσαμε σε μία αγροτική περιοχή μεταξύ Λεχαινά και Αρετής, σταμάτησα το αυτοκίνητο και κατεβήκαμε και οι δύο κάτω. Τότε εγώ της έπιασα το χέρι και ήθελα να συνευρεθούμε ερωτικά, αλλά η Βασιλική αντέδρασε και δεν ήθελε. Μου είπε ότι θα το πει στον πατέρα της και την μάνα της». Αυτές ήταν και οι τελευταίες λέξεις της 11χρονης, καθώς ο θείος της, στη συνέχεια, έκοψε το νήμα της ζωής της.
«Θόλωσα, την έσπρωξα και έπεσε κάτω. Πήγα στο αμάξι, στην πόρτα του οδηγού που είχα ένα κατσαβίδι, το πήρα και πήγα πάλι σε εκείνη. Ήταν ακόμη κάτω. Άρχισα να την καρφώνω με το κατσαβίδι, στον λαιμό, στην πλάτη και στο πλάι, και είδα ότι έβγαινε αίμα. Την τράβηξα από τα μαλλιά και την πήγα λίγο πιο πέρα και τότε αυτή έβγαλε ένα ήχο “αχ” και μετά δεν ξαναμίλησε. Μετά την πήγα λίγο πιο πέρα να την κρύψω γιατί φοβήθηκα και την έκρυψα σε κάτι καλάμια, και την σκέπασα με ξερά χόρτα».

«Η Βασούλα μου είναι εδώ, αλλά δεν την βλέπω»
«Δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψουμε αυτό που συνέβη. Το κοριτσάκι μου που δεν το έχω, ξέρω ότι είναι κοντά μας, αλλά νιώθω πεθαμένη. Προσπαθώ να είμαι καλά για τα αδελφάκια της, αλλά ήμουν τόσο δεμένη με την Βασιλική» αναφέρει η κα Ιουλία, μη μπορώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της όσο μιλάει για την αγαπημένη της κόρη.
Αυτό που της λείπει περισσότερο, όπως λέει, είναι η αγκαλιά της Βασιλικής. «Δεν ακούω πια την φωνούλα της να μου λέει “μαμά γύρισα” όταν σχολούσε από το σχολείο. Όλα μου λείπουν». Στο σπίτι της οικογένειας, είναι λες και έχει σταματήσει ο χρόνος, στον Ιούνιο του 2024. «Όλα τα πράγματά της είναι εδώ, τα ρούχα της, η τσάντα της, τα παπούτσια της. Δεν έχω πειράξει τίποτα. Για εμένα η Βασούλα μου είναι εδώ, όμως δυστυχώς, δεν την βλέπω».
Όπως λέει, εδώ και 365 ημέρες έχει να δει την κόρη της. «Να ακούσω αυτό το “μαμά” από το στοματάκι της. Ένα κακό όνειρο ζω, έναν εφιάλτη. Ο μοναδικός τρόπος που θα ένιωθα ότι δικαιώθηκε η ψυχή του παιδιού μου είναι ένας: Να τον σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια».