Ποιος ήταν ο κυνικός φιλόσοφος Διογένης;

 
Ποιος ήταν ο κυνικός φιλόσοφος Διογένης;

Ενημερώθηκε: 23/08/17 - 18:23

Του Ηρακλή Κακαβάνη

Δε λείπουν οι αφορμές για να θυμουθούμε πρόσωπα και γεγονότα από την αρχαιότητα και στην επικαιρότητα σήμερα ο κυνικός φιλόσοφος Διογένης, γεννημένος στη Σινώπη, η οποία ήταν αποικία των Ιώνων στη Μαύρη Θάλασσα, το 412 ή το 404 π.Χ. Η κυνική φιλοσοφία λέγεται έτσι γιατί οι κυνικοί είχαν ως έμβλημά τους το σκύλο (κύων) και έλεγαν: «Εμείς διαφέρουμε από τους άλλους σκύλους διότι εμείς δεν δαγκώνουμε τους εχθρούς αλλά τους φίλους, για να τους διορθώσουμε».

Ο Διογένης ήταν το πρότυπο της λιτής ζωής. Πίστευε ότι οι άνθρωποι δημιουργούν πολλές τεχνητές ανάγκες γι' αυτό προσπαθούσε να είναι ανεξάρτητος από αυτές. Ιδιαίτερα επίκαιρος σήμερα που η ανάγκη γίνεται αναγκασμός. Παροιμιώδης έμεινε η απλότητα, η λιτότητα, το ελεγκτικό και χλευαστικό πνεύμα του απέναντι στους άλλους.

Κάποτε που ταξίδευε προς την Αίγινα, τον έπιασαν πειρατές και τον μετέφεραν στην Κρήτη, για να τον πουλήσουν ως δούλο. Οταν ο κήρυκας, στην πώληση, τον ρώτησε τι τέχνη ήξερε, απάντησε «ανθρώπων άρχειν», και βλέποντας έναν καλοντυμένο Κορίνθιο, τον Ξενιάδη, τον έδειξε στον κήρυκα και είπε: «Σ' αυτόν να με πωλήσεις! Αυτός χρειάζεται δεσπότη». Ο Ξενιάδης αγόρασε πραγματικά τον παράξενο δούλο κι ο Διογένης του είπε: «Από δω κι εμπρός, θα με υπακούς. Μήπως δεν θ' άφηνες το γιατρό σου ή τον ναύκληρό σου να σε διευθύνουν, αν ήταν δούλοι;». Ο Ξενιάδης τον πήρε μαζί του στην Κόρινθο και του εμπιστεύθηκε την ανατροφή του παιδιού του. Οι Αθηναίοι φίλοι του Διογένη, όταν έμαθαν την περιπέτειά του, θέλησαν να τον εξαγοράσουν, εκείνος όμως αρνήθηκε, λέγοντας πως ένα αιχμάλωτο λιοντάρι δεν είναι δούλος εκείνου που τον τρέφει, αλλά το αντίστροφο.

Ο Πλάτων εκτιμούσε τον Διογένη και τον έλεγε Σωκράτην μαινόμενον. Κάποτε, στην Αθήνα, ο Διογένης επισκέφθηκε το σπίτι του Πλάτωνα και, πατώντας ξυπόλητος στα πολυτελή χαλιά, είπε: «Πατώ την ματαιοδοξία του Πλάτωνα». Ο Πλάτων του απάντησε με ετοιμότητα: «Ναι, αλλά με άλλη ματαιοδοξία!». Οταν άκουσε τον ορισμό του ανθρώπου από τον Πλάτωνα («ον δίπουν άπτερον») μάδησε έναν πετεινό και δείχνοντάς τον στην Ακαδημία, είπε: «Ιδού ο άνθρωπος του Πλάτωνα!». Αυτό ανάγκασε τον Πλάτωνα να συμπληρώσει τον ορισμό του, προσθέτοντας τις λέξεις «και πλατυώνυχον».

Το γνωστότερο περιστατικό που διασώζει η παράδοση είναι που άναψε ένα φανάρι μέρα μεσημέρι και γύριζε στην πόλη σαν να ζητούσε κάποιον. Οταν τον ρώτησαν τι κάνει απάντησε: «Ανθρωπον ζητώ».

Το γεγονός ότι ο Διογένης δεν ήταν προσηλωμένος σε καμιά πατρίδα, είχε συνέπεια να τον χαρακτηρίσουν κοσμοπολίτη.

Πέθανε στην Κόρινθο σε βαθιά γεράματα. Οι Κορίνθιοι τον κήδεψαν με μεγαλοπρέπεια και ανήγειραν στον τάφο του μια στήλη με ένα σκύλο, από μάρμαρο της Πάρου. Αργότερα έγινε γνωστό ότι την ίδια ημέρα που ξεψύχησε ο Διογένης στην Κόρινθο, πέθανε και ο Μέγας Αλέξανδρος στη Βαβυλώνα.

«Καλώς μας ήλθες, κυνικέ, σε τούτον τον αιώνα»

Ο Διογένης ο Λαέρτιος παραθέτει μακρότατο κατάλογο έργων του, αλλά κανένα δε σώθηκε. Χρησιμοποιούσε τον αστεϊσμό και το λογοπαίγνιο ως μέσο για τα διδάγματά του. Η αλήθεια τους τούς έφερε «σε τούτον τον αιώνα»:

Τον ρώτησαν κάποτε πότε πρέπει κανείς να γευματίζει και απάντησε: «Οι πλούσιοι όποτε θέλουν. Οι φτωχοί όποτε μπορούν».

Τον ρώτησαν ποια θηρία δαγκώνουν περισσότερο: «Από τα άγρια ο συκοφάντης. Από τα ήμερα ο κόλαξ».

Στο γιατρό Διδύμωνα, που είχε τη φήμη μοιχού, όταν θεράπευε το μάτι μιας παρθένου, είπε: «Πρόσεξε μήπως θεραπεύων τον οφθαλμόν φθείρεις την κόρη!»

Οταν ένας Αθηναίος του ζήτησε ένα πανωφόρι που του είχε δανείσει προ καιρού, απάντησε: «Αν μου το χάρισες, το έχω. Αν μου το δάνεισες, το χρειάζομαι ακόμη».

Στο γιο μιας εταίρας που λιθοβολούσε προς το πλήθος, είπε: «Πρόσεξε, παιδί μου, θα λιθοβολήσεις τον πατέρα σου».

Οταν τον ρώτησαν ποιο κρασί του αρέσει, απάντησε: «Το ξένο».

Βλέποντας έναν αδέξιο τοξότη, πήγε και στάθηκε στο στόχο λέγοντας: «Εδώ δεν υπάρχει κίνδυνος να χτυπηθώ».

Οταν τον ρώτησαν γιατί οι άνθρωποι βοηθούν τους τυφλούς ή τους επαίτες, αλλά όχι τους φιλοσόφους, είπε: «Ολοι φοβούνται μήπως γίνουν κάποτε τυφλοί ή επαίτες, όχι όμως και φιλόσοφοι».

Συχνά στεκόταν μπροστά στις μαρμάρινες στήλες του Ερμή και τις παρακαλούσε να του δώσουν κάτι, λέγοντας ότι γυμναζόταν στην τέχνη να παρακαλά χωρίς να εισακούεται. Κάποτε που υπήρχε κίνδυνος να εισβάλουν εχθροί στην Κόρινθο και όλοι προετοίμαζαν με ζήλο την άμυνα της πόλης, ο Διογένης, που δεν είχε όπλα γιατί ήταν δούλος, κυλούσε με μεγάλη δραστηριότητα και θόρυβο το πιθάρι του από τη μια άκρη της πλατείας στην άλλη. Οταν τον ρώτησαν τι κάνει, απάντησε: «Ντρέπομαι ν' αδρανώ ενώ όλοι εργάζονται τόσο πολύ». Στην πόρτα ενός μοχθηρού ευνούχου, είδε την επιγραφή: Μηδέν εισίτω κακόν (ας μην μπει κανένα κακό). Ρώτησε τότε: «Και ο οικοδεσπότης, από πού θα μπει;».

Τον ρώτησαν κάποτε πότε πρέπει κανείς να νυμφεύεται και απάντησε: «Οι μεν νέοι ουδέποτε, οι δε πρεσβύτεροι ουδεπώποτε».

Κάποτε που ο Μέγας Αλέξανδρος έστειλε, με κάποιον που λεγόταν Αθλίας, επιστολή προς τον Αντίπατρο, στην Αθήνα, ο Διογένης είπε: «Αθλίας παρ' αθλίου, δι' Αθλίου προς άθλιον».

Οταν έφτασε στην Κόρινθο ο Αλέξανδρος πήγε να δει τον Διογένη τον οποίο θαύμαζε. Τον συνάντησε μέσα στο πιθάρι του και τον ρώτησε αν έχει κάποια επιθυμία. Ο Διογένης απάντησε αδιάφορα ότι τον παρακαλεί μόνο να παραμερίσει για να μην του κρύβει τον ίσκιο του. Τότε ο Αλέξανδρος είπε στους δίπλα του: «Αν δεν ήμουν Αλέξανδρος θα ήθελα να ήμουν Διογένης».