Την ώρα που ο Αμερικανός πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ αφήνει ταυτόχρονα ανοιχτά τα ενδεχόμενα συζήτησης με την ηγεσία της Τεχεράνης αλλά και αμερικανικών πληγμάτων στο Ιράν, η Κίνα και η Ρωσία, δύο κράτη που έχουν αναπτύξει τα τελευταία χρόνια στενούς δεσμούς σε όλα τα επίπεδα με το Ιράν, ακολουθούν μια πιο αποστασιοποιημένη προσέγγιση, όπως επισημαίνουν αναλυτές.
Πεκίνο και Μόσχα καταδίκασαν έντονα την ισραηλινή επίθεση της περασμένης Παρασκευής στο Ιράν αλλά φαίνεται να διατηρούν στάση αναμονής όσον αφορά την ουσιαστική υποστήριξη της Τεχεράνης, ενώ προσφέρονται παράλληλα για διαμεσολάβηση ανάμεσα στο Ισραήλ και το Ιράν.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τους Moscow Times, ο πόλεμος μεταξύ του Ισραήλ και του Ιράν δεν δείχνει σημάδια αποκλιμάκωσης στην έκτη ημέρα από την έναρξη της επιχείρησης «Rising Lion». Οι δύο πλευρές συνεχίζουν να ανταλλάσσουν πυρά με ρουκέτες και μη επανδρωμένα αεροσκάφη με τραγικό απολογισμό εκατοντάδες άμαχους να χάσουν τη ζωή τους.
Για τη Ρωσία, η οποία αποτελεί χώρα-συνέταιρο της Τεχεράνης αλλά διατηρεί δεσμούς και με το Ισραήλ, ο ρόλος της στην εν ενεργεία σύγκρουση παραμένει ασαφής. Εν μέσω της αυξημένης έντασης, η Ρωσία συνέστησε στους πολίτες της να εγκαταλείψουν τόσο το Ιράν όσο και το Ισραήλ.
Δεδομένου ότι η Μόσχα διατηρεί δεσμούς και με τις δύο χώρες, παραμένουν ερωτήματα σχετικά με το πώς η Ρωσία θα μπορούσε να εμπλακεί στη σύγκρουση.
Μία στρατηγική σχέση - και τίποτε άλλο;
Η Μόσχα επικύρωσε τον Απρίλιο μια συμφωνία στρατηγικής εταιρικής σχέσης με το Ιράν, η οποία περιλαμβάνει διατάξεις για την αντιμετώπιση κοινών απειλών και από τις δύο χώρες, αλλά είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι δεν δημιουργεί κανενός είδους στρατιωτική συμμαχία μεταξύ των δύο χωρών.
«Η υπογραφή της συνθήκης δεν σημαίνει τη δημιουργία στρατιωτικής συμμαχίας με το Ιράν ή αμοιβαίας στρατιωτικής βοήθειας», δήλωσε τότε ο Ρώσος αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Αντρέι Ρουντένκο σε ομιλία του στην Κρατική Δούμα, το κοινοβούλιο της Ρωσίας.
Τι μπορεί λοιπόν να κάνει η Ρωσία για να βοηθήσει το Ιράν;
Υποστήριξη της Τεχεράνης μέσω διεθνών οργάνων
Η Hanna Notte, ειδική σε θέματα Ρωσίας και Μέσης Ανατολής στο Κέντρο Μελετών Μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων, έγραψε στο X (Twitter) ότι η Ρωσία είναι πιθανό να προσπαθήσει να εμπλακεί μέσω διεθνών οργάνων, όπως το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και η Διεθνής Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ).
Η Notte σημείωσε επίσης ότι η Ρωσία πιθανότατα θα συνεχίσει να προσπαθεί να παίξει το ρόλο του διαμεσολαβητή στη σύγκρουση, δεδομένης της επιθυμίας της να παραμείνει ένας παίκτηςμε επιρροή στις περιφερειακές και παγκόσμιες υποθέσεις. Την Παρασκευή, ο Βλαντίμιρ Πούτιν προσέφερε τη Ρωσία ως διαμεσολαβητή στην τηλεφωνική του επικοινωνία με τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου.
Ωστόσο, η διπλωματική επιτυχία για τη Ρωσία δεν είναι δεδομένη, είχε γράψει η Notte στο Foreign Affairs νωρίτερα φέτος. «Η αναταραχή στη Μέση Ανατολή έχει αποδειχθεί πολύ έντονη και απρόβλεπτη για να μπορεί η Μόσχα να κατευθύνει αξιόπιστα προς μια ευνοϊκή κατεύθυνση».
Ο Πούτιν θεωρείται αναξιόπιστος εξαιτίας της τύχης του Ασάντ
Ο Ruslan Suleymanov, μη μόνιμος ερευνητής στο Ινστιτούτο Ανάπτυξης και Διπλωματίας του Πανεπιστημίου ADA στο Μπακού, επανέλαβε αυτή την άποψη.
«Η αξιοπιστία της Ρωσίας στην περιοχή υπονομεύτηκε πέρυσι, όταν ο Πούτιν έδειξε την αδυναμία του, καθώς δεν υποστήριξε τον Μπασάρ αλ Άσαντ στον αγώνα του με τους τζιχαντιστές. Ο Πούτιν κατέστησε σαφές ότι δεν είναι πλέον αξιόπιστος», δήλωσε ο Suleymanov στους Moscow Times.
«Πρακτικά, η Ρωσία θα μπορούσε να υποστηρίξει το Ιράν στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, για παράδειγμα. Δεν υπάρχει καμία στρατιωτική υποχρέωση», είπε.
Ένας τομέας όπου η Ρωσία πιθανότατα δεν χρειάζεται να ανησυχεί είναι η προμήθεια των ιρανικής σχεδίασης μη επανδρωμένων αεροσκαφών «Shahed» που χρησιμοποιεί στον πόλεμο στην Ουκρανία.
.jpg?t=Kn2aL5k2T_yqqNH2Sl75lQ)
Η Nicole Grajewski, εμπειρογνώμονας πυρηνικής πολιτικής στο Carnegie Endowment for International Peace που ειδικεύεται στη Ρωσία και το Ιράν, δήλωσε στην Telegraph ότι η Μόσχα είναι πλέον σε θέση να παράγει έως και 2.700 μη επανδρωμένα αεροσκάφη ανά μήνα χωρίς την υποστήριξη του Ιράν, στα οποία βασίστηκε σημαντικά τα δύο πρώτα χρόνια της εισβολής της στην Ουκρανία.
Μπετόν-αρμέ οι σχέσεις της Μόσχας με το Ισραήλ, παρά την σύγκρουση
Σύμφωνα με τον Suleymanov, η κλιμάκωση της σύγκρουσης είναι απίθανο να επηρεάσει τη σχέση της Ρωσίας με το Ισραήλ, παρά τη στρατηγική εταιρική σχέση της Ρωσίας με το Ιράν και την κριτική που έχει ασκήσει η Μόσχα στις ισραηλινές αεροπορικές επιδρομές.
«Παρά τα πολλά προβλήματα και τις διαφωνίες, η Μόσχα εξακολουθεί να ενδιαφέρεται για το Ισραήλ», δήλωσε.
Η Marianna Belenkaya, Ρωσίδα ειδικός σε θέματα Μέσης Ανατολής και πρώην σχολιαστής του κρατικού πρακτορείου ειδήσεων RIA Novosti, πιστεύει επίσης ότι οι σχέσεις μεταξύ της Ρωσίας και του Ισραήλ απέχουν πολύ από το άσπρο-μαύρο.

Για παράδειγμα, οι δύο χώρες έχουν διατηρήσει σταθερές σχέσεις ακόμη και όταν η Ρωσία έχει εμβαθύνει την εμπλοκή της με τη Χαμάς τα τελευταία χρόνια, είπε.
«Το Ισραήλ δεν διέκοψε τις σχέσεις με τη Ρωσία, δεν επέβαλε κυρώσεις στη Ρωσία», είπε. «Ως εκ τούτου, νομίζω ότι η συνεργασία θα συνεχιστεί όπως και πριν, τουλάχιστον προς το παρόν».
Η Belenkaya δήλωσε επίσης ότι δεν πιστεύει ότι «η Ρωσία ανησυχεί ιδιαίτερα για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν».
Θα παρέμβει η Ρωσία στο πλευρό του Ιράν στην αντιπαράθεση με το Ισραήλ ή η πολιτική έχει άλλους υπολογισμούς;
Υπάρχουν ακόμη ερωτήματα σχετικά με το τι θα συμβεί αν η μάχη μεταξύ Τεχεράνης και Τελ Αβίβ ξεφύγει από τον έλεγχο, ειδικά μετά την ανακοίνωση του ισραηλινού υπουργείου Εξωτερικών τη Δευτέρα ότι το ιρανικό καθεστώς έχει γίνει μια παγκόσμια απειλή, ικανή να στείλει πυραύλους στην Ευρώπη. Κάποιοι αναρωτιούνται για τον ρόλο της Μόσχας σε όλα αυτά, για την προθυμία της να βοηθήσει την Τεχεράνη ή για το αν ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν "ψαρεύει σε ταραγμένα νερά", όπως υποστηρίζουν κάποιοι, ειδικά από τη στιγμή που οι δηλώσεις του εξακολουθούν να είναι δειλές, αναφέρει το euronews.
Μιλώντας στο CBS την Τρίτη, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος επέστρεψε επειγόντως στην Ουάσινγκτον, όχι για την κατάπαυση του πυρός μεταξύ των δύο πλευρών, αλλά "για έναν πολύ μεγαλύτερο σκοπό", ξεκαθάρισε ότι δεν έχει δει μέχρι στιγμής κανένα στοιχείο ότι η Ρωσία ή η Βόρεια Κορέα εμπλέκονται στη βοήθεια του Ιράν.
Πώς αντέδρασε το Κρεμλίνο στην έντονη αντιπαράθεση;
Αρχικά, ο Πούτιν προσπάθησε να ισορροπήσει τις θέσεις του, καταδικάζοντας τις "παραβιάσεις του Χάρτη του ΟΗΕ και του διεθνούς δικαίου" από το Ισραήλ, αλλά σταμάτησε εκεί, αποφεύγοντας την άμεση αντιπαράθεση.
Καθώς η σύγκρουση κλιμακωνόταν, το Κρεμλίνο αξιοποίησε τη θέση του ως μεσολαβητή, εμμένοντας στην πρότασή του για "ετοιμότητα να αφαιρέσει το πυρηνικό πλεόνασμα του Ιράν", αλλά την υποδέχθηκε μόνο ο Τραμπ, στον οποίο είχε ποντάρει.
Ενώ ορισμένοι περιγράφουν τη σχέση μεταξύ της Ρωσίας και του Ιράν ως μια ισχυρή "συμμαχία", άλλοι υποστηρίζουν ότι δεν ανέρχεται σε αυτό το παραδοσιακό επίπεδο, αλλά μάλλον πρόκειται για μια "στρατηγική συνεργασία" που βασίζεται σε ένα κοινό όραμα για έναν πολυπολικό κόσμο.
Ο Andrei Rudenko, αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, το έθεσε ευθέως:"Η υπογραφή της συνθήκης τον περασμένο Απρίλιο δεν σημαίνει την εγκαθίδρυση στρατιωτικής συμμαχίας με το Ιράν ή την παροχή αμοιβαίας στρατιωτικής βοήθειας".
Ωστόσο, ο βαθμός στον οποίο η Μόσχα είναι πρόθυμη να υπερασπιστεί τον εταίρο της σε σύγκριση με τις πρόσφατες επιδόσεις της στη Συρία, οι οποίες οδήγησαν στην πτώση του καθεστώτος του Μπασάρ αλ Άσαντ, είναι συζητήσιμος, σύμφωνα με αρκετούς παρατηρητές.
Από τη μία πλευρά, ένα πραξικόπημα στην Τεχεράνη θα μπορούσε να της στερήσει έναν σημαντικό στρατηγικό εταίρο, ιδίως από τη στιγμή που το νέο καθεστώς, όποια κι αν είναι η φύση του, είτε φιλελεύθερο, κοσμικό ή συντηρητικό, δεν θα είναι απαραίτητα τόσο φιλικό όσο το σημερινό.
Από την άλλη πλευρά, ορισμένοι πιστεύουν ότι η Μόσχα μπορεί να βρει την ευκαιρία της στη συνέχιση της σύγκρουσης, ιδίως με την άνοδο της τιμής του ρωσικού πετρελαίου των Ουράλς, η οποία ξεπέρασε τα 60 δολάρια, υπερβαίνοντας το ανώτατο όριο τιμών που επέβαλαν οι επτά χώρες, αναζωογονώντας έτσι το ταμείο της και αμβλύνοντας τις επιπτώσεις των δυτικών κυρώσεων και πιέσεων.
Επιπλέον, ο πόλεμος μπορεί να καταστήσει την Κίνα, η οποία καταναλώνει καθημερινά περίπου 1,8 εκατομμύρια βαρέλια ιρανικού πετρελαίου, πιο εξαρτημένη από τη Ρωσία, η οποία εξακολουθεί να χρειάζεται απεγνωσμένα μια κίνηση των ΗΠΑ να εκτρέψει τα συστήματα αντιπυραυλικής άμυνας στις βάσεις της στη Μέση Ανατολή και τους συμμάχους της, τη Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Κατάρ, ενισχύοντας έτσι την επιρροή της στην περιοχή.
Τι μπορεί να κάνει η Ρωσία για το Ιράν;
Μέχρι στιγμής, οι ρωσικές εφημερίδες έχουν προσπαθήσει να προσεγγίσουν το ζήτημα με προσοχή, προβάλλοντας το Κρεμλίνο ως ιδανικό διαμεσολαβητή για την επίλυση της σύγκρουσης, ωστόσο ορισμένοι πιστεύουν ότι η διπλωματική επιτυχία απέχει πολύ, ειδικά από τη στιγμή που η αξιοπιστία του Πούτιν με τους συμμάχους του έχει υποστεί ζημιά μετά την υπαναχώρησή του από την υποστήριξη του καθεστώτος του Μπασάρ αλ Άσαντ πέρυσι, την ώρα που το IRGC και η Χεζμπολάχ ετοιμάζονταν να υποστηρίξουν τον συριακό στρατό.
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η Ρωσία μπορεί να υποστηρίξει το Ιράν μόνο "στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, αλλά δεν υπάρχουν στρατιωτικές δεσμεύσεις που να τη δεσμεύουν". Η Ρωσία δεν το "χρειάζεται πλέον για να κατασκευάσει τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη που χρειάζεται για τον πόλεμο κατά της Ουκρανίας", καθώς είναι πλέον σε θέση να παράγει περίπου 2.700 μη επανδρωμένα αεροσκάφη το μήνα χωρίς την υποστήριξη της Τεχεράνης.
Η Κίνα ως «στρατηγικός εταίρος» του Ιράν
Η Κίνα και το Ιράν διατηρούν στενούς οικονομικούς δεσμούς (αμφότερα μέλη των BRICS), με την Τεχεράνη να θεωρεί το Πεκίνο έναν από τους βασικότερους εταίρους που την στηρίζει απέναντι στις δυτικές κυρώσεις. Από την πλευρά της, η Κίνα βλέπει το Ιράν ως ένα «όχημα» επέκτασης οικονομικής και γεωπολιτικής επιρροής της στη δυτική Ασία και τη Μέση Ανατολή.
Το 2016, το Ιράν είχε υπογράψει μνημόνιο κατανόησης αναφορικά με την πρωτοβουλία του Δρόμου του Μεταξιού (Belt and Road) ενώ το 2021, οι δύο χώρες υπέγραψαν 25ετή συμφωνία συνεργασίας, με τις κινεζικές επενδύσεις να αναμένεται να φθάσουν στη χώρα τα 400 δισεκατομμύρια δολάρια. Σήμερα, η Κίνα αποτελεί τον κύριο εμπορικό εταίρο και εξαγωγική αγορά του Ιράν και πριν μία δεκαετία οι δύο χώρες εγκαινίασαν την «στρατηγική εταιρική τους σχέση». Το Ιράν αποτελεί επίσης, έναν από τους βασικούς ενεργειακούς προμηθευτές της Κίνας, στέλνοντας έως και δύο εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου την ημέρα (το 90% των εξαγωγών πετρελαίου του Ιράν).

Στο πλαίσιο αυτό, καθίσταται ζωτικής οικονομικής και ενεργειακής σημασίας για το Πεκίνο να σταματήσει το σπιράλ κλιμάκωσης στη Μέση Ανατολή. Σύμφωνα με αναλυτές, το ενδεχόμενο κατάρρευσης του σημερινού καθεστώτος στην Τεχεράνη και αντικατάστασής του με μια πιο φιλοδυτική διοίκηση θα αποτελούσε σημαντικό πλήγμα για τα κινεζικά συμφέροντα στην περιοχή ενώ θα διατάρασσε τις εισαγωγές πετρελαίου.
Διαταραχή στις εισαγωγές θα μπορούσε να προκληθεί αν η σύρραξη κλιμακωθεί και τα Στενά του Ορμούζ κριθούν επικίνδυνα για διελεύσεις των τάνκερ. Σημειώνεται ότι περίπου το 70% των εισαγωγών αργού πετρελαίου (με βασικούς αποδέκτες την Κίνα και την Ινδία) και διυλισμένων προϊόντων της Ασίας διέρχεται από το Ορμούζ.
Ανάγκη διατήρησης του status quo
Παρά τα κινεζικά συμφέροντα για τη διατήρηση του status quo στο Ιράν, αναλυτές εκτιμούν ότι το Πεκίνο μάλλον προσεγγίζει την κρίση με προσοχή. Η άμεση εμπλοκή στη σύγκρουση Ιράν-Ισραήλ θα μπορούσε να οδηγήσει σε αποσταθεροποίηση των σχέσεων της Κίνας με τις ΗΠΑ, τη στιγμή που η ένταση είναι στο ζενίθ λόγω του παράλληλου εμπορικού πολέμου.
Με φόντο αυτά τα στρατηγικά διλήμματα, ο Κινέζος υπουργός Εξωτερικών, Γουάνγκ Γι συνομίλησε μέσα στο Σαββατοκύριακο τόσο με τον Ιρανό όσο και με τον Ισραηλινό ομολόγό του, (σ.σ. Αμπάς Αραγκτσί και Γκίντεον Σάαρ αντίστοιχα). Ο επικεφαλής της κινεζικής διπλωματίας καταδίκασε την επίθεση του Ισραήλ ως «απαράδεκτη παραβίαση του διεθνούς δικαίου», αλλά δήλωσε επίσης ότι το Πεκίνο είναι έτοιμο να διαδραματίσει «εποικοδομητικό» ρόλο για να βοηθήσει τις δύο πλευρές να επιλύσουν τις διαφορές τους.
Στο ίδιο μήκος κύματος, εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών ανέφερε ότι «η κατάπαυση του πυρός και ο τερματισμός των συγκρούσεων είναι οι πιο επείγουσες προτεραιότητες». Από την πλευρά της, ωστόσο, η Le Monde σχολιάζει σε ανάλυσή της ότι μπορεί η κινεζική διπλωματία να γίνεται «όλο και πιο ενεργή στη Μέση Ανατολή» όμως «συνεχίζει να αφήνει το ρόλο της περιφερειακής αστυνόμευσης στις ΗΠΑ».