Το Ιράν στρέφεται στα μαχητικά αεροσκάφη J-10C της Κίνας για να αντιμετωπίσει την αεροπορική ισχύ του Ισραήλ μετά από μια αποτυχημένη συμφωνία για αγορά μαχητικών Su-35 με τη Ρωσία, με στόχο την αναζωογόνηση της γερασμένης αεροπορικής του δύναμης εν μέσω των εντάσεων στον Κόλπο.
Σε μια σημαντική μετατόπιση στη γεωπολιτική της Μέσης Ανατολής, το Ιράν επιταχύνει τις διαπραγματεύσεις με την Κίνα για την απόκτηση μαχητικών αεροσκαφών πολλαπλών ρόλων Chengdu J-10C, μια κίνηση που προκλήθηκε από την αποτυχία μιας πολυαναμενόμενης συμφωνίας με τη Ρωσία για αεροσκάφη Su-35. Η απόφαση έρχεται μετά από τη 12ήμερη σύγκρουση μεταξύ Ισραήλ και Ηνωμένων Πολιτειών, η οποία κατέδειξε τα κρίσιμα τρωτά σημεία της γερασμένης αεροπορικής δύναμης και των συστημάτων αεράμυνας του Ιράν.
Η στροφή της Τεχεράνης προς το Πεκίνο, την οποία ανέφερε η ιρανική εφημερίδα Khorasan και επικαλέστηκε η Kommersant, σηματοδοτεί μια απεγνωσμένη προσπάθεια εκσυγχρονισμού του ετοιμόρροπου στόλου της εν μέσω κλιμάκωσης των περιφερειακών εντάσεων. Αυτή η εξέλιξη όχι μόνο αναδιαμορφώνει τη στρατιωτική στρατηγική του Ιράν, αλλά υπογραμμίζει επίσης τον αυξανόμενο ρόλο της Κίνας ως προμηθευτή άμυνας στον Περσικό Κόλπο, εγείροντας ερωτήματα σχετικά με τη μεταβαλλόμενη δυναμική ισχύος της περιοχής.
Η Πολεμική Αεροπορία του Ιράν: ένα λείψανο του παρελθόντος
Η Πολεμική Αεροπορία του Ιράν, επίσημα γνωστή ως «Πολεμική Αεροπορία της Ισλαμικής Δημοκρατίας» του Ιράν [IRIAF], αγωνίζεται εδώ και καιρό να διατηρήσει την επιχειρησιακή της ετοιμότητα. Σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών, η Πολεμική Αεροπορία του Ιράν καυχιόταν για περίπου 150 μαχητικά αεροσκάφη πριν από την πρόσφατη σύγκρουση, αλλά η πλειονότητα είναι λείψανα μιας περασμένης εποχής.
Η ραχοκοκαλιά του στόλου αποτελείται από αεροσκάφη αμερικανικής κατασκευής που αποκτήθηκαν από τον Σάχη, πριν από την Ισλαμική Επανάσταση του 1979, συμπεριλαμβανομένων 64 αεροσκαφών F-4 Phantom II, 35 μαχητικών F-5E/F Tiger II και 41 F-14A Tomcats. Επιπλέον, το Ιράν διαθέτει 18 αεροσκάφη MiG-29A/UB που αποκτήθηκαν από τη Σοβιετική Ένωση στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Τα περισσότερα από αυτά τα αεροσκάφη μαστίζονται από προβλήματα συντήρησης, με πολλά να θεωρούνται μη λειτουργικά λόγω έλλειψης ανταλλακτικών αλλά και απαιτούμενων τεχνικών γνώσεων.
Ο πρόσφατος 12ήμερος πόλεμος, ο οποίος ξεκίνησε στις 13 Ιουνίου 2025, εξέθεσε αυτές τις ελλείψεις. Η επιχείρηση Rising Lion («Ανατέλλων Λέων») του Ισραήλ, στην οποία συμμετείχαν stealth μαχητικά F-35 και αεροσκάφη κρούσης F-15, η αεράμυνα του Ιράν κατακλύστηκε, στοχεύοντας σημαντικές πυρηνικές εγκαταστάσεις στο Φορντόου, το Νατάνζ και το Ισφαχάν. Ιρανικές πηγές εκτιμούν απώλειες έως και 30% των επιχειρησιακών δυνάμεων της IRIAF, αν και τα ακριβή στοιχεία παραμένουν ανεπιβεβαίωτα.
Η εξάρτηση του Ιράν από εγχώρια παραγόμενα συστήματα πυραύλων εδάφους-αέρος, όπως το Bavar-373, αποδείχθηκε ανεπαρκής έναντι του προηγμένου ηλεκτρονικού πολέμου και των πυρομαχικών ακριβείας του Ισραήλ. Η σύγκρουση απέδειξε ότι η πολεμική αεροπορία του Ιράν, κάποτε ένας τρομερός περιφερειακός παράγοντας, δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τους σύγχρονους αντιπάλους που είναι εξοπλισμένοι με τεχνολογία αιχμής.
Chengdu J-10C: Μια σύγχρονη σανίδα σωτηρίας για το Ιράν
Το Chengdu J-10C, που συχνά αναφέρεται ως «Vigorous Dragon», είναι ένα μονοκινητήριο, πολυλειτουργικό μαχητικό αεροσκάφος που αναπτύχθηκε από την κινεζική Chengdu Aerospace Corporation. Θεωρείται, σύγχρονο (αεροσκάφος 4,5 γενιάς) και είναι συγκρίσιμο με το αμερικανικό F-16V και το σουηδικό Gripen E όσον αφορά τις δυνατότητες και το κόστος. Το J-10C διαθέτει πτέρυγες με σχεδιασμό τύπου δέλτα και πρόσθιες πτέρυγες προσφέροντας υψηλή ευελιξία τόσο για αποστολές αέρος-αέρος όσο και αέρος-εδάφους.
Γιατί η Κίνα; Η κατάρρευση της συμφωνίας με τη Ρωσία
Η απόφαση της Τεχεράνης να επιδιώξει την απόκτηση των J-10C πηγάζει από έναν συνδυασμό γεωπολιτικών και οικονομικών παραγόντων. Το 2023, το Ιράν ολοκλήρωσε μια συμφωνία με τη Ρωσία για την απόκτηση αεροσκαφών Su-35 Flanker-E, με τις παραδόσεις να προγραμματίζεται να ξεκινήσουν την άνοιξη του ίδιου έτους. Ωστόσο, ο παρατεταμένος πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει επιβαρύνει την αμυντική της βιομηχανία, οδηγώντας σε σημαντικές καθυστερήσεις. Μέχρι τον Μάρτιο του 2025, εμφανίστηκαν αναφορές ότι τα Su-35 που προορίζονταν για το Ιράν είχαν ανακατευθυνθεί στην Αλγερία, αφήνοντας την Τεχεράνη με άδεια χέρια, με την Κίνα να αναδεικνύεται ως η πιο βιώσιμη επιλογή.
Μια καθοριστική εξέλιξη σημειώθηκε στις 24 Ιουνίου 2025, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες ήραν τις κυρώσεις για την αγορά ιρανικού πετρελαίου από την Κίνα, μια κίνηση που διευκόλυνε τις διαπραγματεύσεις για τα J-10C. Η Τεχεράνη είχε προηγουμένως προσφέρει να ανταλλάξει πετρέλαιο και φυσικό αέριο για τα αεροσκάφη, μια πρόταση που το Πεκίνο απέρριψε λόγω της επιμονής του στις πληρωμές με μετρητά.
Η χαλάρωση των κυρώσεων έχει καταργήσει αυτό το εμπόδιο, επιτρέποντας στο Ιράν να αξιοποιήσει τα έσοδά του από το πετρέλαιο για να χρηματοδοτήσει τη συμφωνία. Σύμφωνα με την Kommersant, οι διαπραγματεύσεις έχουν πλέον μειωθεί από ένα αρχικά φιλόδοξο αριθμό 150 αεροσκαφών σε 36, αντανακλώντας τους οικονομικούς περιορισμούς του Ιράν και την προσεκτική προσέγγιση της Κίνας στις εξαγωγές όπλων μεγάλης κλίμακας.
Η αυξανόμενη επιρροή της Κίνας στην παγκόσμια αγορά όπλων παίζει επίσης ρόλο. Η πρόσφατη επιτυχία του J-10C με την Πακιστανική Πολεμική Αεροπορία, η οποία φέρεται να χρησιμοποίησε το αεροσκάφος για να καταρρίψει ινδικά μαχητικά Rafale σε μια σύγκρουση τον Μάιο του 2025, έχει ενισχύσει τη φήμη του. Το σάιτ National Security Journal ανέφερε ότι οι πύραυλοι PL-15 και το ραντάρ AESA του J-10C έδωσαν στο Πακιστάν ένα αποφασιστικό πλεονέκτημα, μια απόδοση που πιθανότατα τράβηξε την προσοχή του Ιράν. Η προθυμία της Κίνας να προμηθεύσει όχι μόνο αεροσκάφη αλλά και συστήματα αεράμυνας και ραντάρ, όπως σημειώνει η Pravda, «γλυκαίνει» περαιτέρω τη συμφωνία για την Τεχεράνη.
(Και) ενεργειακή συνεργασία
Εξάλλου, οι εισαγωγές πετρελαίου της Κίνας από το Ιράν έφτασαν στο ρεκόρ των 1,8 εκατομμυρίων βαρελιών την ημέρα μεταξύ 1ης και 20ής Ιουνίου, σύμφωνα με στοιχεία της Vortexa.
Τα δεδομένα έδειξαν ότι οι εισαγωγές πετρελαίου της Κίνας από το Ιράν ήταν κατά μέσο όρο 1,46 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα από την 1η έως τις 27 Ιουνίου, περίπου 500.000 βαρέλια την ημέρα περισσότερα από τις εκτιμώμενες εισαγωγές της Κίνας από το Ιράν τον Μάιο.